Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Εκσυγχρονισμός του ελληνικού κράτους και κοινωνικός ανταγωνισμός τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα


Ήδη από τις αρχές του 1880 το ελληνικό κράτος εκπροσωπείται πλέον, και ύστερα από μια μακρά περίοδο, –που σημαδεύτηκε από την εναλλαγή στη διαχείριση της εξουσίας πολλών και μικρών κομμάτων, (του ρωσικού, γαλλικού και αγγλικού κόμματος) αλλά και κυβερνήσεων συνασπισμού–, από δύο κύρια πολιτικά κόμματα: το «Νεωτερικό» του Χαρίλαου Τρικούπη (το οποίο καταλαμβάνει την εξουσία το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 1880-95) και το «Εθνικό» του Θεόδωρου Διληγιάννη.

Τα δύο αυτά κόμματα εναλλάσσονται όλη αυτή την περίοδο στη διαχείριση της εξουσίας και συνυπάρχουν με το στέμμα, κάτω από το συνεχή έλεγχο των «προστάτιδων» μεγάλων δυνάμεων.

…«Από τη μια» το κόμμα του Διληγιάννη ως συνέχεια του κόμματος του Κωλέττη, (που είχε στηριχθεί σε γαλλικά βαλάντια), με μπόλικη δόση κοτζαμπασισμού, εθνικισμού και φιλοπόλεμου μεγαλοϊδεατισμού. Ανεβαίνει στην εξουσία, όποτε το κόμμα του Τρικούπη τα βρίσκει σκούρα, είτε με τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα, είτε λόγω της συσσωρευμένης κοινωνικής δυσφορίας για την άγρια φορολόγηση που επέβαλλε ο Τρικούπης, είτε κατάλληλα εμφανιζόμενο να έχει άσχημες σχέσεις με το παλάτι. «Στα προγράμματα των δυο αυτών κομμάτων δεν υπάρχει, γύρω στα 1880, καμία ουσιαστική κοινωνική διαφορά… Μέθοδοι δράσης είναι ο τραμπουκισμός, το ρουσφέτι… οι ατέλειωτες επιθέσεις μεταξύ τους από τις στήλες του Τύπου, οι θορυβώδεις, επ’ αμοιβή των συμμετεχόντων, διαδηλώσεις, ο εντυπωσιακός χαρτοπόλεμος και η θεσιθηρία. Η ύπαιθρος, διαιρεμένη σε κομματικά φέουδα, ταλανίζεται από τους κομματάρχες, οι οποίοι διαθέτουν τα πάντα, από τα στρατιωτικά αποσπάσματα ως τα κονδύλια του προϋπολογισμού…».(1)

…«Από την άλλη», λοιπόν, το κόμμα Τρικούπη που πρόβαλλε και σαν προοδευτικό (εκσυγχρονιστές της εποχής), έρχεται σα συνέχεια του αγγλικού κόμματος του Μαυροκορδάτου, να αντιπροσωπεύσει τα ισχυρά συμφέροντα των εμποροτραπεζιτικών και μεγαλογαιοκτημονικών κύκλων.

Ο ίδιος ο Τρικούπης, που είχε διατελέσει στο παρελθόν δύο φορές υπουργός εξωτερικών, για μικρό χρονικό διάστημα (1866 και 1877), μέχρι το θάνατο του, το 1896 στις Κάνες, θα γίνει επτά φορές πρωθυπουργός, με θητεία που υπερβαίνει τη δεκαετία σε διάρκεια. Στην πρώτη ολιγόμηνη πρωθυπουργία του, το 1875, εμφανίζεται ως θεμελιωτής και εγγυητής των δημοκρατικών θεσμών έναντι του θρόνου, με τη θέσπιση της αρχής της δεδηλωμένης. Έτσι, ο βασιλιάς Γεώργιος εκφωνεί, τον Αύγουστο του 1875, λόγο, που γράφτηκε από τον Τρικούπη και εκφωνήθηκε στη Βουλή, με τον οποίο, αναγνωρίζει ότι ο διορισμός κάθε κυβέρνησης και η παραμονή της στη διαχείριση της εξουσίας, θα τελούν υπό την προϋπόθεση της δεδηλωμένης, προς αυτήν, εμπιστοσύνης της βουλής.

Βέβαια, όπως αναφέραμε και πιο πάνω: «τα δημιουργημένα κόμματα ήταν ταυτόσημα με τους πολιτικούς αρχηγούς τους. Τα πάντα, συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του αρχηγού του κόμματος, που ανάλογα με την “επιτυχία” του μπορούσε να μαζέψει γύρω του ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό οπαδών [...] στήριγμα του είναι τα ρουσφέτια, οι πολιτικές συναλλαγές, η διαφθορά, η δημαγωγία και η πολιτική τρομοκρατία, με δυο λόγια η “πολιτική εκπόρνευση” [...] Ανάλογη ήταν και η συμπεριφορά των ελλήνων ψηφοφόρων. Κανείς δεν ψήφιζε υπέρ ενός κόμματος, αλλά κατά του κόμματος, που δεν του είχε κάνει ρουσφέτι, στην προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, κάθε βουλευτής γινόταν αφέντης στην εκλογική του περιφέρεια».(2)

Το παλάτι, παρ’ όλα αυτά, παραμένει φανερά ή υπόγεια, ένας καθοριστικός συντελεστής των εξελίξεων, ιδιαίτερα στις κρίσιμες στιγμές.

Ο Τρικούπης προχωρεί, σ’ όλο αυτό το διάστημα, σε μια προσπάθεια «εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης» του κράτους, βασιζόμενος στη σύναψη επώδυνων δανείων από το εξωτερικό και στην άγρια φορολογία των φτωχών ανθρώπων. «Δια της εκτελέσως του προγράμματος ημών, θέλομεν φέρει την Ελλάδα εις την παράλληλον των άλλων πεπολιτισμένων κρατών, θέλομεν σώσει την οικονομικήν κατάστασιν της χώρας και θέλομεν καταστήσει αυτήν το Χρηματιστήριον της Ανατολής». (Αγόρευση Χαρίλαου Σημίτη …συγνώμη Τρικούπη, 14.11.1883).

Είναι ενδεικτικό, ότι στην περίοδο διακυβέρνησής του, η φορολογία διπλασιάσθηκε, ενώ κατά την περίοδο 1880-1892, το ελληνικό κράτος σύναψε ονομαστικά δάνεια 754.215.000 φράγκων,(3) όταν ο μισθός ενός πρωθυπουργού της εποχής δεν ξεπερνούσε τις 1.650 δρχ.

Έτσι, μπαίνουν στα σκαριά, τα λεγόμενα μεγάλα έργα της εποχής: Η διώρυγα της Κορίνθου, η διεύρυνση του πορθμού του Ευρίπου, η αποξήρανση της Κωπαΐδας, η ίδρυση εταιρείας φάρων και φανών, η αναδιοργάνωση της τηλεγραφικής και ταχυδρομικής υπηρεσίας, ενώ, από το 1887 μέχρι το 1889, κατασκευάζονται σιδηροδρομικές γραμμές σ’ όλο τον ελλαδικό χώρο, αλλά και οδικό δίκτυο, μ’ αποτέλεσμα, την απαρχή μιας εκβιομηχάνισης που ελέγχεται πάντα από ξένα κεφάλαια.

Στην Αθήνα, την ίδια περίοδο, παρατηρείται ένας οικοδομικός οργασμός και μια ραγδαία αύξηση του πληθυσμού. Μέσα σε μία δεκαετία, από 65.000 κατοίκους, ο πληθυσμός αυξάνεται στις 110.000.

Μεγάλο μέρος των δανείων προορίζονται για την ανασυγκρότηση, πάντα υπό τον Τρικούπη, που αναλαμβάνει ο ίδιος και το υπουργείο των στρατιωτικών το Φεβρουάριο του 1882, τόσο του στρατού, όσο και του ναυτικού, ενώ η άφιξη γαλλικής στρατιωτικής αποστολής, υπό τον στρατηγό Βωσέρ, στα 1884, έρχεται να εντάξει την προσπάθεια αυτή στο συνολικότερο «εξευρωπαϊσμό του ελληνικού κράτους».

Αλλά, και η πολεμική κινητοποίηση του 1885-86, επί Διληγιάννη, είναι ενδεικτικό ότι κόστισε 130.000.000 δρχ. Επιστράτευση, που αποσκοπούσε περισσότερο στο να κατοχυρώσει κάποια εδαφικά ανταλλάγματα από τις μεγάλες δυνάμεις, μέσα σ’ ένα κλίμα οξυμένου αλυτρωτισμού, που τροφοδοτήθηκε ύστερα από την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρία, το Σεπτέμβρη του 1885 και κάτω από τη σκιά μιας γενικευμένης αναταραχής στα Βαλκάνια.

Ακολουθεί ο αποκλεισμός του Πειραιά από πολεμικά πλοία της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Αυστρίας και της Γερμανίας, που απαιτούν και επιτυγχάνουν την αποστράτευση και τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις της συνόδου των πρεσβευτών στην Κωνσταντινούπολη, για τα ζητήματα που προέκυψαν από το σερβοβουλγαρικό πόλεμο.

Ο Διληγιάννης, κάτω από το βάρος της κοινωνικής κατακραυγής, πέφτει, και ο Τρικούπης επανέρχεται για να προχωρήσει προσανατολισμένος, όσον αφορά τη λεγόμενη εξωτερική πολιτική και όχι μόνο, προς τη Μεγάλη Βρετανία (όντας βρετανοθρεμμένος ο ίδιος), δίνοντας με διάφορες αφορμές τις εγγυήσεις για την απομάκρυνση από την παραδοσιακή προσήλωση στη Μεγάλη Ιδέα. Έτσι το ελληνικό κράτος μαζί με το τουρκικό, επί Τρικούπη, καταστέλλει τις στασιαστικές κινήσεις των Κρητών (1889), πυροδοτώντας τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης,(4) και διακηρύσσει την εξομάλυνση των σχέσεων με την Τουρκία, στην κατεύθυνση της μεγιστοποίησης της διαπραγματευτικής ικανότητας, μέσω του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης.

Ακριβώς σ’ αυτή την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού του στρατού, ως διαπραγματευτικού χαρτιού, το 1891, επιμένει στην υλοποίηση της αγοράς τριών νέων θωρηκτών, που κοστίζουν 26 εκατ. δρχ. (ποσό υπέρογκο για την εποχή) και άλλων μικρότερων πολεμικών πλοίων.

Πάντως, οι ήδη τεταμένες και εχθρικές σχέσεις του στρατού με την κοινωνία, επιδεινώνονται ραγδαία, καθώς ο απλός κόσμος φαίνεται να καταλαβαίνει πολύ καλά τι σημαίνει εκσυγχρονισμός. «Η απόπειρα κατασκευής κράτους λειτουργικού, περνούσε –ανάμεσα στ’ άλλα- μέσα από την επιβολή φορολογικών βαρών και από την εμπέδωση της δημόσιας τάξης. Ο στρατός, ως μοναδικός συχνά κρατικός μηχανισμός, στον οποίο μπορούσε να βασιστεί η εκπλήρωση των παραπάνω, στάθηκε αρωγός αυτών των …εκσυγχρονιστικών πρωτοβουλιών… Το περίφημο σύστημα του κονακίου, λόγου χάρη, συνίστατο στην εγκατάσταση στρατιωτικού αποσπάσματος στην οικία της ύποπτης οικογένειας και στη συντήρησή του από τους πόρους της τελευταίας, μέχρις ότου, ο φυγόστρατος ή ο φυγόδικος παραδοθεί, ή, μπροστά στην απειλή της πείνας, να αναγκαστεί η ίδια η οικογένεια, να τον καταδώσει ή να τον παραδώσει. Φυσικά, στην πράξη, συχνά ο εκβιασμός αυτός δεν είχε αποτέλεσμα και το μόνο που πετύχαινε, ήταν η καταστροφή ανθρώπων και η επαύξηση της, προς τον τακτικό στρατό, απέχθειας». Και όπως καταγράφεται μέσα από την εφημερίδα «Αιών» στις 14 Μαΐου 1888, το «κονάκι», στην Κεφαλονιά προκαλεί εξέγερση.(5)

Την ίδια στιγμή, ο Τρικούπης, δεν παραβλέπει να προικίζει τους βασιλείς και τους γόνους τους και να τους χτίζει τα γνωστά ανάκτορα της Ηρώδου του Αττικού, ενώ ταυτόχρονα, δεν διστάζει να ρίχνει στις φυλακές, ακόμα και πολιτικούς αντιπάλους του, όπως τον Ρόκκο Χοϊδά, από τους σφοδρότερους επικριτές του στέμματος, ο οποίος, και πεθαίνει έγκλειστος (Μάιος 1890), μετά την επιδείνωση παλαιοτέρου τραύματος, που είχε ύστερα από μονομαχία με βασιλικό βουλευτή. (Ο Ρόκκος Χοϊδάς, είχε υπερασπιστεί διωκόμενους αναρχικούς παλαιότερα και είχε συμβάλλει στην αποφυλάκιση τους).

Όσο για την ανάπτυξη του τραπεζικού κεφαλαίου, αυτή συνεχίζεται μ’ αμείωτους ρυθμούς, παρά τη χρεωκοπία του κράτους, στα 1893 και 1897, επιβεβαιώνοντας την άμεση σχέση της, με τις εξελίξεις στη λεγόμενη εξωτερική πολιτική, έστω και αν αυτή δεν είναι πάντοτε άμεσα ορατή. Έτσι, «στα 1899 η Εθνική Τράπεζα απορροφά την Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας· τον ίδιο χρόνο ιδρύει, μαζί με τον οίκο Hambro του Λονδίνου, την Τράπεζα Κρήτης, με κεφάλαια 10.000.000 χρυσές δραχμές».(6)

Επίσης, χαρακτηριστική είναι η αλληλεπίδραση των συμφερόντων ελλήνων μεγιστάνων της ομογένειας και των «επιτυχιών» της εξωτερικής πολιτικής, όπως η προσάρτηση το 1881 της Θεσσαλίας και μιας στενής λωρίδας της Ηπείρου.

Η προσάρτηση, των περιοχών αυτών, στο ελληνικό κράτος, πραγματοποιείται, ύστερα από την εφαρμογή των αποφάσεων της συνόδου του Βερολίνου (Ιούνιος 1878), η οποία, εκτός των άλλων, επέβαλλε και το σεβασμό στα «κεκτημένα δικαιώματα» των Τούρκων νομέων γης. Έτσι, από τους τελευταίους, μέσα σε μόλις τρία χρόνια (1878-1881), μεταβιβάζεται στη χρηματιστική αγορά της Κωνσταντινούπολης, η ιδιοκτησία τσιφλικιών που κατέχουν, σε έλληνες μεγιστάνες που κινούνται ανάμεσα στις παροικίες του εξωτερικού (Οδησσού, Αλεξάνδρειας, Κωνσταντινούπουλης, Βουκουρεστίου) και των κυρίων χρηματιστικών αγορών της Ευρώπης (Λονδίνου, Παρισίου, Τεργέστης). Ζωγράφος, Συγγρός, Ζάππας, Σκυλίτσης, Στεφάνοβικ, Μπαλτατζής, Ζαφίρης, Τερτιπής, Καρτάλης, είναι μερικά από τα γνωστότερα ονόματα εκείνων.

Μερικοί, θα μείνουν γνωστοί μέχρι σήμερα, σαν «μεγάλοι ευεργέτες». «…Ομογενείς χρηματιστές, που προτιμούσαν κέρδη έμμεσα και κερδοσκοπικά από υπεραξίες ακινήτων και χρεωγράφων, προσόδους από τακτικές ή πρόχειρες χρηματοδοτήσεις του δημοσίου, ίσως και αφανή κέρδη από παράλληλες τοκογλυφικές δραστηριότητες των τραπεζικών διοικήσεων, και όλα αυτά, προστατευμένα από ένα κεφάλαιο, εκφρασμένο σε χρυσά φράγκα…».(7)

Ένα μικρό μέρος, μόνο, των κερδών τους, δαπανείται σε μια επιδεικτική κατανάλωση μέσα στη χώρα, ένα ποσοστό διοχετεύεται προς τις ιδιωτικές μεταλλευτικές επενδύσεις και τα μεγάλα έργα δημόσιων επενδύσεων της δεκαετίας του 1880.

Το μεγαλύτερο, όμως, μέρος των κερδών της περιόδου 1886-1909, μεταφέρεται στο εξωτερικό, είτε άμεσα είτε έμμεσα, με την επένδυση στη ναυτιλία ανάμεσα στα 1892 και 1909.

Το ελληνικό κράτος προστατεύει, φυσικά χωρίς ενδοιασμούς, την τεράστια αυτή ιδιοκτησία τσιφλικιών, «υπό την προτροπή των ελλήνων μεγιστάνων…»,(8) αλλά και τα γενικότερα συμφέροντά τους.

Σε λιγότερο από ένα χρόνο από την προσάρτηση της Θεσσαλίας, πάνω από 300 αγρότες βρίσκονται κλεισμένοι στα μπουντρούμια των φυλακών.

Τον Μάρτη του 1883, ο Τρικούπης κατοχυρώνει ένα άνευ προηγουμένου ξέσπασμα κρατικής βίας, με τη φράση του: «Δεν υφίσταται αγροτικόν ζήτημα Θεσσαλίας».

Οι τσιφλικάδες, κρατώντας μερικές φορές ακόμα και τους ίδιους επιστάτες που είχαν στη δούλεψή τους, προηγουμένως, οι τούρκοι αφεντάδες, μισθώνοντας ακόμα και συμμορίες ληστών,(9) με την υποστήριξη αποσπασμάτων του στρατού και της χωροφυλακής, προβαίνουν σε ανείπωτες αγριότητες.

Καταπατήσεις κτημάτων, αρπαγές του γήμορου από τα αλώνια, έρευνες σε σπίτια, λεηλασίες, εμπρησμοί, βιασμοί γυναικών, βίαια ξεσπιτώματα, κατεδαφίσεις οικιών, ακόμη και ολόκληρων χωριών, μετακινήσεις πληθυσμών, ξυλοδαρμοί, συλλήψεις, βασανιστήρια και πολλές δολοφονίες αγροτών.

Επί χρόνια, χιλιάδες αγρότες σ’ ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο, γεμάτοι οργή και αγανάκτηση, θα αντισταθούν με κάθε μέσο, απέναντι στις συμμορίες των τσιφλικάδων και στον ελληνικό στρατό, για τον οποίο, πολύ γρήγορα καταλαβαίνουν ότι διαφέρει μόνο στα ρούχα από τον τουρκικό.

Οι τσιφλικάδες, που πολλές φορές έχουν και την ιδιότητα του βουλευτή, δεν αρκούνται, όμως, στην άμεση βία. «Το πρώτο βήμα, για μεθοδευμένη προσφυγή στη δικαιοσύνη, έγινε με πρόσκληση αγροτών να απαντήσουν “ενώπιον μαρτύρων” προφορικά στην ερώτηση: – Ποιος έχει την κυριότητα; Η εφημερίδα Ανεξαρτησία, της 8ης Αυγούστου 1882, επισήμαινε ότι: Όποιος αγρότης απαντά πως ο κεφαλαιούχος δεν έχει κυριότητα σε σπίτια και χωράφια, τότε απαγγέλλεται κατηγορία εναντίον του ότι “διαπράττει …αυτοδικία”, αν τυχόν διαμαρτυρόταν γιατί καλείται στις αρχές για το ζήτημα αυτό, τότε διέπραττε “αντίστασιν κατά της αρχής”».(10)

Όσο για τον τρόπο, που εκλέγονται οι τσιφλικάδες βουλευτές; Δεν θα μπορούσε να είναι άλλος: Οι επιστάτες τους και οι διάφοροι μπράβοι τους, οδηγούσαν τους κολίγους να ψηφίζουν φανερά, δια της βίας, όποιον ήθελαν, με την απειλή της έξωσης.

Οι όποιες απόπειρες, που φυσικά ισοδυναμούσαν με κοροϊδία, έκανε ο Διληγιάννης το 1896, αναλαμβάνοντας την εξουσία, για ν’ απαλλοτριωθεί, έστω το 1/8 των τσιφλικιών, βρήκαν ακόμη κι αυτές, σθεναρή αντίσταση στην βουλή. Και ματαιώθηκαν οριστικά, με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, που έφερε ολόκληρες περιοχές σ’ απόγνωση, ύστερα από την τρομοκρατία που εξαπολύουν 100.000 άνδρες του τουρκικού στρατού, που παρέμειναν για 14 μήνες, ληστεύοντας, βασανίζοντας, βιάζοντας τους, ήδη, εξαθλιωμένους κατοίκους των περιοχών αυτών.

Μέσα, λοιπόν, σε τέτοιες εκρηκτικές κοινωνικές συνθήκες, κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους και οι αναρχικοί, κυρίως στην Αθήνα, στην Πάτρα, τον Πύργο, αργότερα στη Σύρο και αλλού.

«Με χαρακτηριστικές χρονολογίες το 1895, το 1896, το 1898 και την τριετία 1903-1905, τα ένοπλα συλλαλητήρια των αγροτών είναι πυκνά και συνήθως καταστέλλονται μόνο μετά από συγκρούσεις με μονάδες του στρατού, της εθνοφυλακής και των ιδιωτικών αστυνομιών. Καταλαμβάνονται ολόκληρα χωριά ή συγκοινωνιακοί κόμβοι. Οι εξεγερμένοι αγρότες απειλούσαν με κάθοδο στις πόλεις ή εμπόδιζαν δυναμικά, την είσοδο στο χωριό των φοροεισπρακτόρων και ενόπλων οργάνων του νόμου. Οι συμπλοκές, κατέληγαν συχνά, σε εκτελέσεις, σοβαρούς τραυματισμούς, εκτεταμένες συλλήψεις και καταδίκες. Η αντίθεση των αγροτών, με την υποκίνηση Ελλήνων αναρχικών ή ανώνυμων Ιταλών εμιγκρέδων έφτασε, μέσα από την παράδοση αυτή, να τους οδηγήσει σε θεωρήσεις καθαρά αναρχικές, δηλαδή αντιαστικές, αντικρατικές και αντιεξουσιαστικές».(11)

Ο Διληγιάννης, εν τω μεταξύ, λίγο πριν το ξέσπασμα του ελληνοτουρκικού πολέμου, αντιμετωπίζει φοιτητική εξέγερση στην Αθήνα, από ένοπλους φοιτητές, που καταλαμβάνουν το πανεπιστήμιο, ύστερα από διένεξή τους με καθηγητή της ιατρικής, ενώ, μάταια προσπαθεί, να έρθει σε συμβιβασμό με τους ξένους δανειστές.

Οι χρηματιστικοί κύκλοι στο Λονδίνο και το Παρίσι, αποβλέπουν πλέον άμεσα, στον απόλυτο έλεγχο των δημοσιονομικών προσόδων του ελληνικού κράτους. Και, δεν αργούν να το πετύχουν.

Εθνικιστικοί κύκλοι, που υποδαυλίζονται από το παλάτι, συγκροτούν την «Εθνική Εταιρία» και στέλνουν ένοπλες ομάδες στην Μακεδονία, που βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή, ως κίνηση αντιπερισπασμού, τη στιγμή που κηρύσσεται ο ένοπλος αγώνας στην Κρήτη.

Η κυβέρνηση Διληγιάννη εναρμονίζεται με το κλίμα και στέλνει δύο πολεμικά πλοία στην Κρήτη, όπου η κατάσταση έχει κλιμακωθεί πλέον. Οι μεγάλες δυνάμεις δεν διστάζουν να πλήξουν, με βομβαρδισμούς των πολεμικών τους πλοίων, θέσεις που υποστηρίζουν ελληνικά στρατεύματα και Κρήτες επαναστάτες. Τον Απρίλιο του 1897, η Τουρκία κηρύσσει τον πόλεμο, φθάνει μέχρι τη Λαμία και πείθεται σε ανακωχή, ύστερα από την επέμβαση του ρωσικού παράγοντα. Το ελληνικό κράτος εξαναγκάζεται από τις μεγάλες δυνάμεις, ύστερα από διαπραγματεύσεις που γίνονται στην Κωνσταντινούπολη, σε πολεμική αποζημίωση προς την Τουρκία 100.000.000 χρυσών δραχμών, ενώ δέχεται και το Διεθνή οικονομικό έλεγχο (Δ.Ο.Ε), από επιτροπή που ανέλαβε τη διαχείριση όλων των μονοπωλίων του («του άλατος, του πετρελαίου, των σπίρτων, των φόρων του καπνού, τα τέλη των τελωνείων» κτλ).

Η κοινωνική οργή, που στρέφεται, σε μεγάλο βαθμό, ενάντια στη μοναρχία,12 τα επόμενα χρόνια γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, από μεγάλες μερίδες των στρατιωτικών. Ανοίγει, έτσι, ο μακρύς δρόμος των στρατιωτικών επεμβάσεων….

Συσπείρωση Αναρχικών

(Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ φ. 1, Μάρτιος 2002)


————————

Παραπομπές
1. Τάσος Βουρνάς, Η ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, τόμος πρώτος (1821-1909).
2. H. Richter, 1936-1946 Δυο Επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα.
3. R.A.H. Bickford-Smith, Η Ελλάδα την Εποχή του Γεωργίου του Α΄, Το Δημόσιο Χρέος.
4. Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, Νεοελληνική Ιστορία 1204-1940, κεφ. ένατο Εσωτερική ανασυγκρότηση και αλυτρωτικά διλήμματα (1881-1909).
5. Ο Χαρίλαος Τρικούπης και η Εποχή του, Γιώργος Μαργαρίτης, Οι Λυτρωτές των Αλύτρωτων αδελφών.
6. Κωστής Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, Η Διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα.
7. Δερτιλής Γ.Β., Κοινωνικός Μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση 1880-1909.
8. Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας.
9. Φυσικά, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε, ότι, οι συγκεκριμένοι ληστές, δεν έχουν σχέση, ούτε αυτοί, ούτε οι πρακτικές τους, με τη ληστεία, που είχε εμφανιστεί από τις απαρχές της συγκρότησης του ελληνικού κράτους και είχε πάρει τη μορφή ένοπλης ανταρσίας, στην οποία συμμετείχαν χιλιάδες αγωνιστές. Αγωνιστές, που εξεγείρονταν, όχι πλέον ενάντια στους Οθωμανούς, αλλά, απέναντι στο ελληνικό κράτος και τους Βαυαρούς του Όθωνα. Αγωνιστές, που βοηθούσαν και είχαν την απεριόριστη εκτίμηση και υποστήριξη σημαντικότατων πληθυσμιακών κομματιών της υπαίθρου για πολλές δεκαετίες, στον «απελευθερωμένο» ελλαδικό χώρο. (Βλ. και Ομάδα Ενάντια στη Λήθη: Κυριαρχία και Κοινωνικοί Αγώνες στον ελλαδικό χώρο, εκδ. Αναρχική Αρχειοθήκη, σελ. 382 κ.α.).
10. Λάζαρος Αρσενίου, Το Έπος των Θεσσαλών αγροτών και οι εξεγέρσεις τους 1881-1993.
11. Μιχάλης Δημητρίου, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα, κεφ. πέμπτο: Η Έξαρση του Αναρχισμού.
12. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόπειρα δολοφονίας ου βασιλιά Γεωργίου το 1898 αντιμετωπίσθηκε με μεγάλη δυσπιστία. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριξαν ότι ήταν εικονική ώστε ν’ αναστραφεί το αντιμοναρχικό κλίμα.