Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Αναρχισμός και Μεξικανική Επανάσταση


«Δοξασμένη η στιγμή να αντικρίζει κάποιος έναν ολόκληρο λαό να ορθώνεται. Δεν είναι πια κοπάδι από πρόβατα καψαλισμένα από τον ήλιο, ούτε αξιοθρήνητο πλήθος καρτερικών σκλάβων. Είναι ορδή από εξεγερμένους που ρίχνεται να κατακτήσει τη γη. Και η γη ξαναβρίσκει την περηφάνεια της, γιατί τούτη τη φορά επιτέλους είναι άνθρωποι που την πατούν».

Ρικάρδο Φλόρες Μαγόν, «Το Δικαίωμα στην Εξέγερση»

Το Πορφυριάτο

Δεν είναι δύσκολο να κάνει κανείς μια περιγραφή του προεπαναστατικού Μεξικού. Από το 1876 μέχρι το 1911, η χώρα βρισκόταν κάτω από την απόλυτη εξουσία ενός και μόνο ανθρώπου, του δικτάτορα-στρατηγού Πορφύριο Ντιάζ, γι’ αυτό και η συγκεκριμένη περίοδος της μεξικανικής ιστορίας έμεινε γνωστή ως η μαύρη περίοδος του Πορφυριάτου. Ο «πορφυρισμός» ήταν μια βαθύτατα αντιδραστική ιδεολογία. Η ουσία της κοινωνικής εξουσίας του εκπορευόταν από το τρίπτυχο της βίαιης κρατικής επιβολής, του εγχώριου οικονομικού συγκεντρωτισμού και της εξάρτησης από το ξένο κεφάλαιο. Κάθε έννοια πολιτικής δικαιολόγησης του τυραννικού αυτού συστήματος είχε εκλείψει μαζί με την τροπολογία που ψηφίστηκε από το μεξικανικό κονγκρέσο το 1890, σύμφωνα με την οποία ακυρωνόταν η συνταγματική αρχή της μη-επανεκλογής του προέδρου την οποία ο ίδιος ο Ντίαζ είχε θεσπίσει, και δινόταν το δικαίωμα στον δικτάτορα να παραμείνει στην εξουσία ως ισόβιος πρόεδρος. Με αυτήν την απόφαση συντελέστηκε στην πράξη η υποταγή του συντάγματος στην προεδρική εξουσία. Από εκεί και πέρα, είχαν παραμερισθεί τα εμπόδια που συγκρατούσαν τον Ντίαζ από το να εγκαθιδρύσει την προσωπική δικτατορία του στη χώρα.

Με μεθοδικό τρόπο ο «δον Πορφύριο» επάνδρωσε όλες τις υψηλές θέσεις του κρατικού μηχανισμού με μιγάδες αξιωματούχους προσωπικά αφοσιωμένους σε αυτόν. Το δικαστικό σώμα μετατράπηκε σε πειθήνιο όργανο της πολιτικής εξουσίας, αφού στον πρόεδρο περιήλθε το δικαίωμα να διορίζει και να παύει δικαστές ανάλογα με τις επιθυμίες του. Ο μοναδικός κοινωνικός θεσμός τςη χώρας όπου το καθεστώς διέθετε πραγματική υποστήριξη, παρέμεινε το σώμα των ανώτερων αξιωματικών του ομοσπονδιακού στρατού, κι αυτό γιατί οι περισσότεροι στρατιωτικοί που είχαν προαχθεί στον βαθμό του στρατηγού ήταν παλαιοί συμπολεμιστές και σύντροφοι του Ντίαζ από την εποχή του Μπενίτο Χουαρέζ και των πολέμων της ανεξαρτησίας.

Σύντομα η χούντα είχε επιβάλει τον ασφυκτικό έλεγχο της σε όλους τους τομείς της κοινωνίας των πόλεων. Υπήρχε όμως και το ζήτημα της ανυπότακτης μεξικανικής υπαίθρου. Το κράτος του Μεξικού είχε ομοσπονδιακή δομή που παραχωρούσε περιορισμένα δικαιώματα αυτονομίας και αυτοδιοίκησης στις πολιτείες. Επιπλέον, η απομακρυσμένη ενδοχώρα της μεξικανικής περιφέρειας αποτελούσε terra incognita για την κεντρική κυβέρνηση. Αν εξαιρέσουμε τις επαρχιακές πρωτεύουσες, η ύπαιθρος ήταν κατακερματισμένη σε αναρίθμητα, μικρά ημιαυτόνομα χωριά (πουέμπλος), τα οποία λόγω της ανυπαρξίας οδικού δικτύου, της έλλειψης συγκοινωνιών και συστηματικών επαφών με τον γεωγραφικό τους περίγυρο, είχαν αναπτύξει έντονες τις αρετές της αυτάρκειας αλλά και της αυτοκυβέρνησης μέσω των τοπικών κοινοτικών συνελεύσεων. Με άλλα λόγια, η ύπαιθρος ήταν μια περιοχή όπου η κρατική εξουσία χρειαζόταν να ανορθωθεί.


Το πρώτο μέτρο που πήρε ο Ντίαζ προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η κατάργηση των εκλογών για την ανάδειξη του κάθε πολιτειακού κυβερνήτη. Εφεξής οι κυβερνήτες διορίζονταν απευθείας από τον πρόεδρο, πράγμα που διασφάλιζε την υπαγωγή τους στον κυβερνητικό έλεγχο. Το δεύτερο όμως χτύπημα ήταν και το πιο θανάσιμο και απέβλεπε όχι σε μια απλή τροποποίηση του νομικού καθεστώτος που διήπε τις ελευθερίες των πολιτειών, αλλά στην εξολόθρευση των βαθύτερων κοινοτικών παραδόσεων στις οποίες όφειλαν οι χωρικοί την ελεύθερη ύπαρξη τους. Η δικτατορία εξαπέλυσε έναν ανελέητο νεοαποικιακό πόλεμο εναντίον των αγροτών και των ινδιάνικων φυλών που απάρτιζαν την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της υπάιθρου. Μέσα σε λίγα χρόνια, χιλιάδες εκτάρια καλλιεργίσιμης γης απαλλοτριώθηκαν δια της βίας από το κράτος, εκλάπησαν από τους νόμιμους ιδιοκτήτες τους, τα χωριά, και ενσωματώθηκαν σε τεράστιες ιδιωτικές μονάδες γεωργικής παραγωγής, τα λατιφούντια, που αποτελούσαν ιδιοκτησία ενός και μόνου γαιοκτήμονα. Δημιουργήθηκε έτσι ένα σύστημα φεουδαρχικού δεσποτισμού στην ύπαιθρο που αντικατέστησε σε μεγάλο βαθμό το παραδοσιακό σύστημα συλλογικής ιδιοκτησίας που οι ιθαγενείς εφάρμοζαν για αιώνες. Μάταια οι κοινότητες επιδείκνυαν τους νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας της γης που φύλαγαν ως κόρη οφθαλμού από την εποχή της ισπανικής αντιβασιλείας. Τα αρμόδια πολιτειακά όργανα αρνούνταν να εξετάσουν τις υποθέσεις που έφερναν ενώπιον τους οι δημοτικές συνελεύσεις των χωριών. Πολλές φορές μάλιστα οι αρχές κατέσχεσαν τους τίτλους για να εξαφανίσουν προφανώς τα τεκμήρια της οργανωμένης κλοπής που είχαν διαπράξει σε βάρος των χωρικών.

Απογυμνωμένα από τη γη τους τελικά πολλά ελεύθερα χωριά υπέκυψαν και απορροφήθηκαν από τα λατιφούντια. Οι ελεύθεροι αγρότες μετατράπηκαν σε δουλοπάροικους-πέονες που βρίσκονταν κάτω από την απόλυτη εξουσία του άρχοντα-γαιοκτήμονα που τους επέτρεπε να εργάζονται στη γη του. Ο πέονας ως οικονομική αλλά και κοινωνική μονάδα ήταν ολοκληρωτικά εξαρτημένος από την μεγαλοψυχία του αφέντη του. Ήταν αναγκασμένος να παραχωρεί το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του στον γαιοκτήμονα και να το ξαναγοράζει από αυτόν υπό την μορφή υπερτιμημένων επεξεργαζμένων προϊόντων από το παντοπωλείο της χασιέντας (φυτείας). Για να εξέλθει από τη φυτεία χρειαζόταν την ειδική άδεια του αφέντη, διαφορετικά διέτρεχε τον κίνδυνο να συλληφθεί. Η αλυσίδα της υποδούλωσης διαιωνιζόταν αφού τα δυσβάστακτα χρέη που βάραιναν τους γονείς μεταβιβάζονταν στους απογόνους τους μετά το θάνατο τους. Έτσι ένα παιδί πέονα χρωστούσε ήδη χίλια πέσος κατά μέσον όρο στον γαιοκτήμονα, πριν ακόμη αυτό γεννηθεί!

Εάν ο πέονας τολμούσε να διαμαρτυρηθεί ή να εξεγερθεί η Guardia Rurale, η τρομερή αγροφυλακή οπλισμένη μέχρι τα δόντια, ήταν εκεί για να τρομοκρατήσει, να δολοφονήσει και να φυλακίσει τον βασανισμένο πληθυσμό. Πράγματι η αγροφυλακή ήταν ένα όργανο της πιο καθαρής ταξικής τρομοκρατίας, ένα σώμα ενόπλων που λειτουργούσε περισσότερο με τη λογική των παραστρατιωτικών ταγμάτων θανάτου, παρά ως επίσημη αγροτική αστυνομία. Απαρτιζόταν από ποινικούς εγκληματίες που τους δινόταν η επιλογή να καταταγούν αντί να εκτίσουν την ποινή τους, ή από αγρότες πρόθυμους να προδώσουν τα αδέλφια τους για λίγα ψήγματα εξουσίας και μια άνετη ζωή μακριά από την εξοντωτική εργασία στους αγρούς. Μπορεί να πει κανείς ότι αν ο ομοσπονδιακός στρατός ήταν το κρατικό όργανο που διεκπεραίωσε την «αγροτική μεταρρύθμιση» του Ντίαζ, οι αιμοδιψείς ρουράλες (αγροφύλακες) ήταν αυτοί που περιφρουρούσαν την ύπαρξη της. Στα χρόνια πριν από την επανάσταση του 1911, όσα χωριά συνέχιζαν να αντιστέκονται βρίσκονταν σε μια διαρκή κατάσταση πολέμου με τις γειτονικές χασιέντες που μονίμως έψαχναν την κατάλληλη ευκαιρία να υφαρπάξουν τα εδάφη τους.
 

Βιομηχανία, αναρχοσυνδικαλισμός και αναρχοκομουνισμός
 

Η τεράστια συγκέντρωση καλλιεργήσιμης γης στα χέρια μιας ομάδας μεγαλογαιοκτημόνων συνοδεύτηκε από την εκχώρηση του ελέγχου πάνω σε στρατηγικούς τομείς της βιομηχανίας σε ξένα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, κυρίως εταιρείες από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Γαλλία. Νευραλγικοί τομείς όπως η κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου που προοριζόταν να ενώσει τη χώρα, οι πετρελαιοπηγές καθώς και τα ορυχεία εξόρυξης μεταλλευμάτων πέρασαν στα χέρια του ξένου κεφαλαίου. Ο ιμπεριαλισμός στο Μεξικό πήρε την πιο άγρια μορφή του. Οι εταιρείες δεν διήυθυναν απλώς τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις που είχαν στην κατοχή τους, αλλά είχαν εγκαθιδρύσει ένα είδος βιομηχανικής εθνικής κυριαρχίας πάνω στις αυτοσχέδιες πόλεις-κράτη των εργατών που περικύκλωναν το ορυχείο ή την εργοστασιακή μονάδα, αναπτύσσοντας παράλληλους θεσμούς διακυβέρνησης που υποκαθιστούσαν αυτούς του κράτους. Η εταιρεία διέθετε ένοπλη ιδιωτική αστυνομία που υπαγόταν απευθείας στον αλλοδαπό γενικό διευθυντή. Επίσης λειτουργούσε δίκτυο εταιρικών καταστημάτων απ’όπου οι εργάτες, όπως συνέβαινε στα λατιφούντια, ήταν υποχρεωμένοι να προμηθεύονται τα είδη πρώτης ανάγκης σε τιμές εως και δέκα φορές ακριβότερες από το κανονικό. Ο γενικός διευθυντής της επιχείρισης είχε τις ίδιες αρμοδιότητες με έναν αποικιακό διοικητή. Περιλάμβαναν τα πάντα, από τον καθορισμό των συνθηκών στέγασης των εργατών στους εταιρικούς οικισμούς, μέχρι την απονομή δικαιοσύνης.

Το δικαίωμα στην απεργία δεν ήταν αναγνωρισμένο ενώ απαγορευόταν δια νόμου η σύσταση συνδικαλιστικών ενώσεων ή οποιαδήποτε οργανωμένη εκπροσώπηση του εργατικού δυναμικού. Έτσι οι εργάτες δεν είχαν καν τη δυνατότητα να συγκροτήσουν νόμιμες επιτροπές για να διαπραγματευτούν με την εργοδοσία πάνω στα θεμελιώδη ζητήματα των βιομηχανικών σχέσεων. Ούτε φυσικά μπορούσαν να θέσουν το κίνημα τους υπό την προστασία του επίσημου μεξικανικού κράτους, το οποίο συνιστούσε οργανικό στήριγμα του ιμπεριαλισμού, φτάνοντας στο σημείο να διαθέσει ως σκλάβους τους ιθαγενείς αιχμαλώτους που είχε συλλάβει κατά τη διάρκεια της εκστρατείας εναντίον των επαναστατημένων ινδιάνων Γιάκι, στις αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου.

Παραδόξως, η οπισθοδρομικότητα των μεξικανικών βιομηχανικών σχέσεων και το πρωτόγονο μοντέλο οικονομικής εκμετάλλευσης που είχε επιβληθεί από τη δικτατορία, οδήγησε το προλεταριακό κίνημα να ασπαστεί τις πιο προηγμένες μορφές αυτοοργάνωσης. Από τα σπάργανα του το εργατικό κίνημα στράφηκε προς τον επαναστατικό αναρχισμό που αποτελεί την πιο καθαρή ιδεολογική έκφραση της επιθυμίας των εργατών για κοινωνική απελευθέρωση και για την υπεράσπιση των οικονομικών συμφερόντων τους. Σε μια κοινωνία όπου η κυβέρνηση αναλαμβάνει τον ρόλο του θεματοφύλακα της οικονομικής υποδούλωσης των μη-προνομιούχων τάξεων, είναι λογικό οι μη-προνομιούχες τάξεις να συμπεράνουν πως η κατάργηση της κυβέρνησης συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την προάσπιση των συμφερόντων τους. Έτσι στα 1871, ο «Μεγάλος Κύκλος των Μεξικανών Εργατών» που ελεγχόταν από τους αναρχικούς αριθμούσε περίπου 15.000 μέλη, ενώ το 1876 την οργάνωση αυτή διαδέχτηκε το «Γενικό Συμβούλιο των Μεξικανών Εργατών», ένα αναρχικό συνδικάτο με αριθμητική δύναμη άνω των 50.000 μελών.

Η ανοχή που επεδείκνυε το κράτος απέναντι στα πρώιμα αυτά συνδικαλιστικά φαινόμενα τερματίστηκε με την έλευση του Πορφυριάτου, αλλά παρά τα σκληρά κατασταλτικά μέτρα που έλαβε η δικτατορία για να επιτύχει τη διάλυση των οικονομικών οργανώσεων των εργατών, το πνεύμα του επαναστατικού αναρχισμού που παρακινούσε τους εργάτες να αντισταθούν δεν στάθηκε δυνατό να εξαλειφθεί. Διασώθηκε σε ένα δίκτυο παράνομων εργατικών συμβουλίων που συστάθηκε σε όλη την επικράτεια του Μεξικού, με κυριότερα τις «λέσχες αντίστασης στον καπιταλισμό» που δημιούργησαν οι βιομηχανικοί εργάτες του Ρίο Μπλάνκο και της Κανανέα στον βορρά. Η πολιτική της σαλαμοποίησης και της φυσικής εξόντωσης που ακολούθησε η κυβέρνηση απέναντι στο εργατικό κίνημα όχι μόνο δεν κατόρθωσε να συντρίψει τις επαναστατικές φιλοδοξίες των εργατών, αλλά ουσιαστικά τις τοποθέτησε στο σωστό πλαίσιο τους. Και αυτό γιατί, όπως γράφει ο αναρχικός συγγραφέας Ρούντολφ Ρόκερ, ο αναρχισμός δεν επιζητά τη συνεννόηση με τις αρχές και το φιλικό διακανονισμό των κοινωνικών αντιθέσεων, αλλά την ισχυροποίηση και αυτοτέλεια της εσωτερικής οργάνωσης του προλεταριάτου προκειμένου να καταστούν οι εργάτες μια συμπαγής κοινωνική δύναμη ικανή να επιβάλλει δια της βίας την επαναστατική λύση.

Αναμφίβολα, ο κυριότερος εκφραστής της επαναστατικής τάσης μέσα στο εργατικό κίνημα ήταν ο αναρχικός διανοητής Ρικάρδο Φλόρες Μαγόν. Παρά το γεγονός ότι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εξόριστος ή φυλακισμένος στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μαγόν μέσω της εφημερίδας Regeneracion (Αναγέννηση) που εξέδιδε, και μέσω του Μεξικανικού Φιλελεύθερου Κόμματος (PLM) στο οποίο εντάχθηκε το 1901, άσκησε αποφασιστική επιρροή στο εργατικό κίνημα του Μεξικού. Το PLM αρχικά αποτέλεσε έναν χαλαρό, μετριοπαθή συνασπισμό των αντιδικτατορικών δυνάμεων της μεξικανικής κοινωνίας. Περιλάμβανε στις τάξεις του καπιταλιστές αστούς, φιλελεύθερους αντικληρικούς, δημοκράτες, γιακωβίνους και ριζοσπάστες αναρχικούς. Με την προσχώρηση του Μαγόν όμως υιοθέτησε μια πολύ πιο σκληρή γραμμή και μετατράπηκε σε πυρήνα της αντιπολίτευσης ενάντια στη δικτατορία. Το 1901 το PLM εξέδωσε ένα πρότυπο πολιτικό πρόγραμμα – προοίμιο του φιλελεύθερου συντάγματος που σκόπευε να εισαγάγει στο Μεξικό το οποίο προέβλεπε τη σαφή απαγόρευση της επανεκλογής του προέδρου, την αντικατάσταση του ομοσπονδιακού στρατού από μια εθελοντική εθνοφρουρά, τον αναδασμό της γης στους ακτήμονες αγρότες, την εθνικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, την καθιέρωση γενικής υποχρεωτικής παιδείας και τη θέσπιση οκτάωρης εργασίας και κατώτατου μισθού ενός πέσο για τους βιομηχανικούς εργάτες.

Ο Μαγόν είχε ενεργό συμμετοχή σε οτι αφορά τη σύνταξη αυτού του υποδειγματικού φιλελεύθερου κειμένου. Όμως οι ιδέες του για το μέλλον του Μεξικού έφταναν πολύ πιο πέρα από την εγκαθίδρυση μιας σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ήταν πεπεισμένος πως το γενεσιουργό αίτιο της πολιτικής τυραννίας βρισκόταν στην οικονομική ανισότητα που χαρακτήριζε την μεξικανική κοινωνία και γι’αυτό θεωρούσε απαραίτητη την από κοινού κατοχή των μέσων παραγωγής και τη δημιουργία μιας αναρχικής κομούνας στο Μεξικό. Είναι σαφές πως οι παραδόσεις κοινοκτημοσύνης των ινδιάνικων αγροτικών κοινοτήτων της χώρας, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τη ριζοσπαστική σκέψη του Μαγόν. Χαρακτηριστικά έγραψε στη Regeneracion: «Μεξικάνοι: θυμηθείτε πως έχουν ζήσει οι αγροτικοί πληθυσμοί του Μεξικού. Ο κομουνισμός έχει ήδη εφαρμοστεί στην πράξη στις καλύβες της υπαίθρου. Και από κανέναν δεν έλειψε η εξουσία [...] Υπάρχει έλλειψη εξουσίας μόνο εκεί όπου υπάρχει κοινωνική ανισότητα».

Η έκδηλη ροπή του Μαγόν και των οπαδών του προς τον αναρχισμό δεν άργησε να επιφέρει τη ρήξη στο εσωτερικό του PLM, που διασπάστηκε ανάμεσα στα ριζοσπαστικά στοιχεία του και στους μετριοπαθείς που εκπροσωπούσε ο καπιταλιστής γαιοκτήμονας Φρανσίσκο Μαδέρο. Φαινομενικά η ρήξη επήλθε στο πεδίο της τακτικής που έπρεπε να ακολουθήσει η αντιπολίτευση για να προκαλέσει την ανατροπή του δικτάτορα. Ενώ ο Μαγόν υποστήριζε την άποψη πως οι επαναστάτες όφειλαν να πάρουν τα όπλα και επιθυμούσε να προετοιμάσει μια ένοπλη εξέγερση στο εσωτερικό της χώρας, ο Μαδέρο παρέμενε προσηλωμένος στις νόμιμες μορφές αγώνα με το επιχείρημα πως δεν ήθελε να είναι υπεύθυνος για την πρόκληση εμφυλίου πολέμου. Τα ιστορικά γεγονότα βεβαίως δικαίωσαν τον Μαγόν. Το 1911, ήταν ο Μαδέρο αυτός που τελικά υποχρεώθηκε να απευθύνει στον μεξικανικό λαό από το εξωτερικό έκκληση για ένοπλη εξέγερση ενάντια σε ένα καθεστώς που κατέπνιγε με πρωτοφανή βαρβαρότητα την παραμικρή απόπειρα για εισαγωγή δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων στη χώρα. Όμως κάτω από τη διαμάχη για την τακτική, υπέβοσκε η διάσταση απόψεων περί του τελικού στόχου. Ο Μαδέρο δεν επιθυμούσε να κατστρέψει την εξουσία, αλλά να την κατακτήσει για λογαριασμό του. Αντίθετα, ο Μαγόν ήθελε να καταργήσει ολοκληρωτικά τις κυβερνήσεις μέσω ενός επαναστατικού πολέμου και να εναποθέσει την εξουσία στα χέρια του λαού.
 

Οι άγριες απεργίες σε Κανανέα, Ρίο Μπλάνκο

Το 1906-1907 ξέσπασαν μεγάλης έκτασης βιομηχανικές ταραχές στα ορυχεία Κανανέα της πολιτείας Σονόρα και στα εργοστάσια υφαντουργίας του Ρίο Μπλάνκο στο βόρειο τμήμα του Μεξικού. Οι απεργίες στο βιομηχανικό σύμπλεγμα του μεξικανικού βορρά υπήρξαν το επιστέγασμα της επαναστατικής πολιτικής των οπαδών του Φλόρες Μαγόν και αποτέλεσαν προπομπό του επερχόμενου γενικού ξεσηκωμού. Και οι δύο βιομηχανίες βρίσκονταν στην κατοχή αλλοδαπών οικονομικών συμφερόντων. Τα ορυχεία ανήκαν στην Αμερικανική εταιρεία εξόρυξης Κούπερ, ενώ τα υφαντουργεία βρίσκονταν στα χέρια του Γαλλικού ιμπεριαλισμού.

Το 1906, το CGOL, αναρχοσυνδικαλιστικό όργανο των μεταλλωρύχων της Κανανέα, κήρυξε απεργία εννέα ημερών διεκδικώντας την εφαρμογή του οκταώρου, την καθιέρωση κατώτατου μισθού, την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στις βιομηχανικές παραγκουπόλεις καθώς και την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων σε βάρος του εγχώριου εργατικού δυναμικού. Η εργοδοσία αρνήθηκε να ικανοποιήσει τα αιτήματα και στην πόλη ξέσπασε ένοπλη εξέγερση. Οι εργάτες κατέλαβαν εξ εφόδου το εργοτάξειο και ανακοίνωσαν την επίταξη του στο όνομα των απεργών.

Ο κυβερνήτης της Σονόρα υποχρεώθηκε να ζητήσει βοήθεια από τον βορειοαμερικανό γείτονα για να αποκαταστήσει την τάξη. Ένα σύνταγμα συνοριοφυλάκων ρέιντζερ από την Αριζόνα διέσχισε τα σύνορα και κατευθύνθηκε προς την Οριζάμπα για να «προστατεύσει τις ζωές των αμερικανών πολιτών». Οι απεργοί τους υποδέχτηκαν με πυροβολισμούς και στις οδομαχίες που ακολούθησαν 17 εργάτες έχασαν τη ζωή τους, ενώ άλλοι 80 τραυματίστηκαν. Η εξέγερση της Κανανέα είχε λάβει τέλος.

Τη σκυτάλη πήραν οι εργάτες στο Ρίο Μπλάνκο το 1907. Ένα απόσπασμα από αναρχοσυνδικαλιστές επιτέθηκε στη φυλακή της πόλης και με την πολεμική κραυγή, «Θάνατος στον Ντίαζ!», την κατέλαβε και ελευθέρωσε τους κρατούμενους. Ένα άλλο οπλισμένο απόσπασμα κινήθηκε με φορτηγά προς το Νογκάλες και τη Σάντα Ρόζα. Εκεί ενώθηκε με τους απεργούς και έβαλε φωτιά στα τοπικά εταιρικά καταστήματα. Επιστρέφοντας από αυτή την επιδρομή οι εργάτες αναχαιτίστηκαν από κυβερνητικά στρατεύματα που ήδη είχαν αναπτυχθεί στην περιοχή, έπεσαν σε ενέδρα και σφαγιάστηκαν. Όσοι επέζησαν κατόρθωσαν να επιστρέψουν στο Ρίο Μπλάνκο, όπου άλλη μια ένοπλη εξέγερση βρισκόταν σε εξέλιξη. Η εργατική πολιτοφυλακή είχε κυριεύσει το κέντρο της πόλης και προσπάθησε να την οχυρώσει για την επερχόμενη επίθεση των κυβερνητικών.

Την ίδια νύχτα τρία συντάγματα του ομοσπονδιακού στρατού κατέφθασαν στην πόλη και παρά την λυσσασμένη αντίσταση των πολιτοφυλάκων, εισέβαλλαν στην πόλη, γκρέμισαν τα οδοφράγματα και ανέκτησαν τον πλήρη έλεγχο. Στις ολονύχτιες μάχες κατά των ομοσπονδιακών 200 εργάτες απώλεσαν τη ζωή τους. Οι στρατιώτες είχαν 17 νεκρούς και 40 τραυματίες. Οι ηγέτες της εξέγερσης παραπέμφθηκαν σε στρατοδικείο κι εκτελέστηκαν με την κατηγορία της έσχατης προδοσίας.

Οι εργατικές εξεγέρσεις σε Κανανέα και Ρίο Μπλάνκο απέτυχαν να εκπληρώσουν τους οικονομικούς στόχους που είχαν θέσει. Πολιτικά όμως οι αναρχοσυνδικαλιστές βγήκαν κερδισμένοι. Δίνοντας μια άνιση μάχη κατά του διεθνούς ιμπεριαλισμού πέτυχαν να ενεργοποιήσουν τα αντιαποικιοκρατικά αντανακλαστικά της μεξικανικής κοινωνίας και αναζωπύρωσαν τον εθνικισμό ενάντια στα ξένα συμφέροντα. Ακόμη περισσότερο, στα μάτια της κοινής γνώμης η δικτατορία είχε ατιμασθεί, αφου είχε επιτρέψει την είσοδο των μισητών αμερικανικών στρατευμάτων στη χώρα για να συντρίψει τα νόμιμα αιτήματα των μεξικανών εργατών.


Η Κομούνα της Μπάχα Καλιφόρνια

Στα 1908 το PLM ενορχήστρωσε από τις ΗΠΑ όπου βρισκόταν το εξόριστο αρχηγείο του, μια εκστρατεία ανταρτοπολέμου ενάντια σε μια σειρά από πόλεις του βόρειου Μεξικού. Μικρές ομάδες ένοπλων αναρχικών παρεισέφρυσαν στην μεξικανική επικράτεια από τις ΗΠΑ και διενήργησαν ταυτόχρονες επιθέσεις εναντίον της Βέρα Κρους, της Κουαχίλα, της… . όπως προέβλεπε το στρατηγικό πλάνο που είχε καταστρώσει το Πολεμικό Συμβούλιο (junta στα ισπανικά) του PLM. Εκτός από την Βέρα Κρους, όπου περίπου 1.000 μαχητές των Φιλελευθέρων έφτασαν μια ανάσα από το να κυριεύσουν το δημαρχιακό μέγαρο της πόλης, οι επιχειρήσεις των ανταρτών στο υπόλοιπο Μεξικό είτε αποκρούστηκαν με ευκολία από τον ομοσπανδιακό στρατό, ή επιβίωσαν ως τμήμα του γενικότερου ανταρτοπολέμου που διεξήγαγαν στον βορρά οι καλύτερα εξοπλισμένες ομάδες που πρόσκεινταν πολιτικά στον Μαδέρο. Ο λόγος για αυτήν την αποτυχία ήταν τα ελλειπή μέτρα που είχε λάβει η junta για να προετοιμάσει την εκστρατεία καθώς και η ρομαντική πίστη των μελών της σε μια αυθόρμητη εξέγερση των μαζών. Άλλωστε το 1906 το πολεμικό συμβούλιο συνέγραψε μια οδηγία προς τους επαναστατικούς πυρήνες του PLM σύμφωνα με την οποία η οργάνωση αναλάμβανε να εξοπλίσει τους εθελοντές με λαθραία όπλα από τις ΗΠΑ, πλην όμως ξεκαθάριζε πως τα εφόδια και τα απαραίτητα για τη συνέχιση του πολέμου όφειλαν οι μαχητές να τα προμηθευτούν από τις περιοχές που θα έθεταν υπό τον έλεγχο τους.

Παρ’ όλα αυτά, το 1911 μια νέα ευκαιρία παρουσιάστηκε στο PLM για να εξαπολύσει ένα δεύτερο κύμα εχθροπραξιών. Από τις ΗΠΑ, ο Φρανσίσκο Μαδέρο κάλεσε τους οπαδούς του να πάρουν τα όπλα. Πολλοί οπλαρχηγοί όπως ο Πάντσο Βίγια στον βορρά ανταποκρίθηκαν παρά την αρχική αποτυχία του σχεδίου εισβολής που είχε καταρτίσει το επιτελείο των μαδερικών. Ο Μαγόν και τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου του PLM κινητοποίηθηκαν άμεσα. Μετακόμισαν σύσσωμα στο Λος Άντζελες όπου εγκατέστησαν ένα κέντρο επιχειρήσεων για να οργανώσουν την μεγαλύτερη ως τότε στρατιωτική επιχείρηση του PLM, την κατάληψη της χερσονήσου της Μπάχα Καλιφόρνια στο βόρειο άκρο της μεξικανικής επικράτειας. Τα κριτήρια επιλογής της Μπάχα ως στρατηγικού στόχου ήταν για πρώτη φορά ορθολογικά. Λόγω γεωγραφικής θέσης, η χερσόνησησος ήταν αποκομμένη από την υπόλοιπη χώρα, ενώ οι αμυντικές οχυρώσεις του ομοσπονδιακού στρατού δεν ήταν ιδιαιτέρως ισχυρές. Επιπλέον, στην Καλιφόρνια δεν δρούσαν τα ανταγωνιστικά αντάρτικα αποσπάσματα των μαδερικών και η περιοχή βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από το αρχηγείο του Λος Άντζελες. Συνολικά, η junta μπόρεσε να συγκεντρώσει 500 μαχητές από τους οποίους οι 100 ήταν αμερικανοί, μέλη της αναρχοσυνδικαλιστικής ένωσης «Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου» (IWW), που διατηρούσε στενούς ιδεολογικούς δεσμούς με το PLM.

Παρά τον φτωχό τους οπλισμό οι μαγονικοί αντάρτες μπόρεσαν να νικήσουν τα κυβερνητικά στρατεύματα υπό τον συνταγματάρχη Κέλσο Βέγκα και στις 29/11/1911 κατέλαβαν την πρωτεύουσα Μεξικάλι. Στις 08/02 ο διοικητής Πρισιάνο Σίλβα κυρίευσε την Γκουανταλούπε και στις 09/05, ο Ουαλός αναρχικός διοικητής Πράις μπήκε με το στράτευμα του στην Τιχουάνα. Οι αναρχικοί είχαν τώρα στη σφαίρα επιρροής τους μια λεπτή εδαφική ζώνη στα σύνορα με τις ΗΠΑ που περιλάμβανε την κοιλάδα της Μεξικάλι, την Τιχουάνα και πολλά γειτονικά πουέμπλος. Η προέλαση όμως σταμάτησε αναγκαστικά λόγω έλλειψης πολεμοφοδίων. Η στρατιωτική αδυναμία των κυβερνητικών οχυρώσεων της Καλιφόρνια ήταν ο πρωταρχικός λόγος που οδήγησε στην επιτυχία της εκστρατείας του PLM, αλλά και ο βασικός λόγος της τελικής αποτυχίας της. Οι αναρχοκομμουνιστές κυρίευσαν εύκολα πόλεις και χωριά, αλλά η κατάληψη τους δεν οδήγησε στον εμπλουτισμό του περιορισμένου οπλοστασίου των αναρχικών δυνάμεων αφού το πολεμικό υλικό που κατασχέθηκε από τους ομοσπονδιακούς ήταν πενιχρό. Επιπλέον, το πολεμικό συμβούλιο του PLM αδυνατούσε να παράσχει σταθερή επιμελητειακή υποστήριξη στους μαχητές της πρώτης γραμμής. Οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν με καχυποψία την προοπτική της δημιουργίας μιας αναρχικής κομούνας στην Μπάχα. Κατόπιν επίσημου αιτήματος της δικτατορίας, έκλεισαν τα σύνορα τους απαγορεύοντας τη διέλευση φορτίων με πολεμοφόδια για τους επαναστάτες και εξαπέλυσαν αστυνομικούς διωγμούς ενάντια στην εξόριστη ηγεσία του Λος Άντζελες. Έτσι η περικύκλωση των αναρχικών από βορρά και νότο υπήρξε ολοκληρωτική.

Οι αρχικές οδηγίες που είχαν λάβει οι δυνάμεις του PLM από τη junta προέτρεπαν τους αντάρτες να σεβαστούν την περιουσία των κατοίκων της Μπάχα, να εκδίδουν αποδείξεις στο όνομα του πολεμικού συμβουλίου για τυχόν απαλλοτριώσεις τις οποίες πραγματοποιούσαν και να ασχοληθούν ενεργά με τη δημιουργία των κοινωνικών προϋποθέσεων για την ίδρυση μιας αναρχικής κομούνας στην περιοχή. Όμως, η απουσία εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης, υποχρέωσε τους μαχητές να επιβάλλουν έκτακτες επαναστατικές εισφορές στα εμπορικά καταστήματα της Καλιφόρνιας. Επίσης η κακή διαχείριση των οικονομικών του αγώνα από τη χούντα και οι οργανωτικές αδυναμίες που επέδειξε, είχαν σαν αποτέλεσμα να πάψουν οι αναρχικοί να προσβλέπουν στο ανώτατο στρατιωτικό όργανο του PLM για καθοδήγηση. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε πως ο στρατηγός Πράις επισκέφθηκε επανειλημμένα τη junta για να της μεταφέρει την κατάσταση που επικρατούσε στην Μπάχα και να ζητήσει την αγορά ενός πυροβόλου όπλου που θα αναβάθμιζε ποιοτικά την μαχητική ικανότητα των ανταρτών απέναντι στα σύγχρονα τυφέκια Μάουζερ και τα πολυβόλα Κολτ του ομοσπονδιακού στρατού. Παρ’ όλο που τυπικά τα σχετικά κονδύλια εγκρίθηκαν από το συμβούλιο, το όπλο ποτέ δεν στάλθηκε από το αρχηγείο του Λος Άντζελες στις μαχόμενες μονάδες του PLM.

Στο μεταξύ, ο πόλεμος που είχε κηρύξει ο Μαδέρο ενάντια στο καθεστώς είχε πάρει την μορφή ενός διάχυτου αγροτικού ανταρτοπολέμου που είχε ήδη αποφέρει τις πρώτες καταλήψεις πόλεων και απειλούσε να σαρώσει τα πάντα στο πέρασμα του. Στον βορρά, η προέλαση του αγροτικού στρατού ενός πρώην ληστοσυμμορίτη, του χαρισματικού επαναστάτη στρατηγού Πάντσο Βίγια, κατάπινε την μία πόλη πίσω από την άλλη και στις λόγχες του κουβαλούσε τις αρχές της επανάστασης. Στον νότο, ενέδρευε μια ακόμη πιο θανάσιμη απειλή για την καθεστυκία τάξη, αφού εκεί δρούσε ο αγρότης-στρατηγός Ζαπάτα με την ορδή των 20.000 έφιππων πολεμιστών του. Αντίθετα από τον Βίγια, ο Ζαπάτα ουδέποτε δήλωσε υποταγή στον Μαδέρο και εφάρμοζε μια ριζοσπαστική αγροτική μεταρρύθμιση στα εδάφη που κατακτούσε. Περισσότερο από κάθε άλλο εμφύλιο πόλεμο στην ιστορία, η Μεξικανική Επανάσταση ενσάρκωνε τη συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα. Οι ταξικές σχέσεις και συμμαχίες διαπερνούσαν τα εμπόλεμα στρατόπεδα, υπερέβαιναν την επίσημη γραμμή πυρός και προκαλούσαν μετατοπίσεις και αλλαγές στις στρατιωτικές συμμαχίες των εμπόλεμων παρατάξεων. Έτσι εξηγείται το γεγονός πως τρομοκρατημένοι μπροστά στο φάσμα μιας επερχόμενης αγροτικής επανάστασης, ο γαιοκτήμονας Μαδέρο και ο γηραιός δικτάτορας Ντίαζ υπέγραψαν το Σύμφωνο της Θιουδάδ Χουαρές με το οποίο κήρυσσαν την παύση των εχθροπραξιών. Ο Ντίαζ δέχτηκε να παραιτηθεί και να παραδώσει τα ηνία της εξουσίας στον Μαδέρο. Οι αγροτικές πολιτοφυλακές όφειλαν να αφοπλιστούν άμεσα και να διαλυθούν στα εξ ων συνετέθησαν.

To PLM αρνήθηκε να επικυρώσει το προδοτικό σύμφωνο και διακήρυξε πως θα συνέχιζε την επανάσταση από τα εδάφη που κατείχε στην Μπάχα Καλιφόρνια. Ο εξαίρετος διοικητής Πράις αντικαταστάθηκε αφου κρίθηκε ακατάλληλος. Νέος γενικός αρχηγός των δυνάμεων του PLM εξελέγη ο αμερικανός Τζακ Μόσμπυ των I.W.W., που ήταν επίσης ο αρχηγός της «Δεύτερης Διεθνούς Ταξιαρχίας». Όμως, το στράτευμα υπέφερε από σοβαρές ελλείψεις σε πυρομαχικά και εξοπλισμό, ενώ η άκομψη αποπομπή του Πράις είχε αποξενώσει ένα σημαντικό τμήμα των ξένων εθελοντών που πολεμούσαν υπό τη σημαία του PLM. Όταν η νέα κυβέρνηση του Μαδέρο απέστειλε τον συνταγματάρχη Βέγκα για να ανακαταλάβει την Μπάχα με ένα ισχυρή δύναμη ομοσπονδιακών, οι αναρχικοί δεν είχαν ούτε τα υλικά μέσα αλλά ούτε το ηθικό για να αντισταθούν. Στις 17/06/1911 η μεξικανική «Πρώτη Ταξιαρχία» που επάνδρωνε τη φρουρά της Μεξικάλι, διαπραγματεύτηκε με μια επιτροπή ειρήνης τους όρους για την ειρηνική παράδοση της πρωτεύουσας στους μαδερικούς. Η Δεύτερη Ταξιαρχία απέρριψε τη συνθηκολόγηση κι έσπευσε να συναντήσει τα κυβερνητικά στρατεύματα. Στις 22 του ίδιου μήνα, ο Μόσμπυ οδήγησε 200 αναρχικούς μαχητές ενάντια σε μια υπέρτερη δύναμη 600 ομοσπονδιακών που στρατοπέδευαν στις παρυφές της Τιχουάνα. Οι αναρχικοί πολέμησαν γενναία όμως μετά από τρεις ώρες σκληρής μάχης, υπέκυψαν στην αριθμητική ανωτερότητα του εχθρού και διασκορπίστηκαν στους γύρω λόφους. Αυτό ήταν και το τελευταίο επεισόδιο στην ιστορία της αναρχικής κομούνας της Μπάχα Καλιφόρνια.
 

Επιτροπή Αυτοάμυνας Ανενκουίλκο
 

Το 1909 ο Εμιλιάνο Ζαπάτα εκλέχθηκε πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου και της επιτροπής άμυνας του χωριού Ανενκουίλκο στην πολιτεία Μορέλος του κεντρικού Μεξικού. Ο Ζαπάτα ήταν νεαρός, μόλις 30 ετών, αλλά απολάμβανε της εμπιστοσύνης των συγχωριανών του και είχε τη φήμη ενός ανθρώπου της δράσης, αρετή ανεκτίμητη σε μια εποχή που τα πουέμπλος της Μορέλος έδιναν καθημερινά μια απελπισμένη μάχη επιβίωσης ενάντια στα λατιφούντια. Ένα κύμα αγροτικών καταλήψεων σάρωνε τις χασιέντες της πολιτείας, καθώς οι ελεύθεροι χωρικοί αγωνίζονταν να ανακτήσουν τον έλεγχο των κοινοτικών γαιών που είχαν πάρει υπό την κατοχή τους οι γαιοκτήμονες. Μπροστά σε αυτή την εκρηκτική κατάσταση ο νεαρός δήμαρχος του Ανενκουίλκο δεν έμεινε άπραγος. Λίγες ημέρες μετά την εκλογή του, μετέβη στην πρωτεύουσα και αποπειράθηκε να συναντήσει προσωπικότητες της αντιπολίτευσης που θα αναλάμβαναν να βοηθήσουν τους αγρότες να διατηρήσουν την κυριότητα των εδαφών τους. Ιδιαιτέρως, επιδίωξε μια συνάντηση με τον Μαγόν χωρίς όμως να την κατορθώσει, αφού εκείνη την εποχή ο αναρχικός διανοούμενος ζούσε εξόριστος στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η κεντρική κυβέρνηση είχε μόλις ψηφίσει έναν νόμο που επέτρεπε στις κοινότητες να εγείρουν τις νόμιμες απαιτήσεις τους σχετικά με τις κατειλημμένες γαίες και να τις υποβάλλουν στην κρίση των πολιτειακών δικαστηρίων. Όμως στην πράξη τα αρμόδια όργανα είτε κωλυσιεργούσαν, είτε παρακώλυαν την εφαρμογή της διαδικασίας επικαλούμενα νομικά προσχήματα.

Λόγω της δραστηριότητας που είχε αναπτύξει στην πρωτεύουσα ο νεαρός δήμαρχος συνελήφθη και υποχρεώθηκε να καταταγεί στον στρατό, όπου διακρίθηκε ως ικανός ιππέας. Παρ’ όλα αυτά, η σιδηρά στρατιωτική πειθαρχία δεν μπόρεσε να κάμψει το αδάμαστο πνεύμα του Ζαπάτα. Έπειτα από τρεις μήνες παραμονής σε στρατόπεδο του Μέξικο Σίτυ, ο Εμιλιάνο δραπέτευσε κι επέστρεψε στο χωριό του για να οργανώσει την επιτροπή αυτοάμυνας η οποία δεχόταν έντονη πίεση από τη γειτονική χασιέντα Οσπιταλέτ. Ο Ζαπάτα συγκάλεσε το συμβούλιο του χωριού στο οποίο πάρθηκε απόφαση ότι οι χωρικοί θα έπρεπε να αναλάβουν δράση χωρίς άλλη χρονοτριβή. Την επόμενη νύκτα συγκεντρώθηκε μια ομάδα από 80 άνδρες, μερικοί από αυτούς οπλισμένοι, οι οποίοι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στη χασιέντα, έτρεψαν τους φρουρούς σε φυγή και κατέλαβαν τις διαφιλονικούμενες εκτάσεις για λογαριασμό της κοινότητας.

Με την μέθοδο της άμεσης δράσης, ο Ζαπάτα είχε επιλύσει ένα εδαφικό ζήτημα το οποίο παρέμενε άλυτο επί σειρά ετών. Γρήγορα η φήμη της επιτροπής αυτοάμυνας εξαπλώθηκε στις γύρω περιοχές. Όλο και περισσότερα χωριά προσέτρεχαν στην ομάδα του Εμιλιάνο, τους «ζαπατίστας», για να ζητήσουν τη συνδρομή της στις δικές τους διαμάχες με τις γειτονικές χασιέντες. Έτσι η ομάδα αυτοάμυνας επέκτεινε σταδιακά την δικαιοδοσία της στις γύρω περιοχές. Για να ανταπεξέλθει στις απιτήσεις του νέου ρόλου του, ο Ζαπάτα συγκρότησε μια «ομάδα ταχείας επέμβασης» από 100 περίπου έφιππους άνδρες που ήταν σε θέση να κινητοποιηθούν άμεσα για να υποστηρίξουν δυναμικά τις νόμιμες αξιώσεις των πεόνων απέναντι στους χασιεντάδος και τους ρουράλες. Αυτό το επίλεκτο σώμα αποτέλεσε το πρόπλασμα της θρυλικής «Λεγεώνας του Θανάτου», της ισχυρότερης και ικανότερης μονάδας του ζαπατικού στρατού.

Την ίδια στιγμή ένα ανοργάνωτο αλλά ενθουσιώδες αντάρτικο έκανε την εμφάνιση του στις βουνοκορφές της Μορέλος και ξεκίνησε να διενεργεί σποραδικές επιθέσεις κατά των κυβερνητικών δυνάμεων που στάθμευαν στην περιοχή. Οι ομάδες των ενόπλων δεν ήταν ενταγμένες σε μια εννιαία στρατιωτική δομή. Η κάθε ομάδα είχε τον εκλεγμένο διοικητή της και εκπροσωπούσε το χωριό από το οποίο προερχόταν. Όμως τούτη η αυτονομία δεν εμπόδιζε τους οπλαρχηγούς από το να συντονίζουν τη δράση τους ενάντια στον κοινό εχθρό. Από την άλλη, το κύρος του νεαρού διοικητή Ζαπάτα ανάμεσα στους αρχηγούς ήταν αναμφισβήτητο. Σύντομα, μπόρεσε να συνενώσει κάποιες από τις διάσπαρτες ομάδες σε μια ισχυρή αντάρτικη δύναμη που διέθετε 3.000 έφιππους πολεμιστές. Ο αγροτικός αυτός στρατός είχε ως άτυπο αρχηγό τον δημοκράτη Τόρρες Μπούργκος, όμως ουσιαστικά διοικείτο από τη γενική συνέλευση των αρχηγών, όπου οι αποφάσεις παίρνονταν με δημοκρατικό τρόπο και ακόμη και ο Τόρρες Μπούργκος είχε μια ψήφο σαν όλους τους άλλους.

Μερικοί συγγραφείς ισχυρίζονται πως ήδη από εκείνη την πρώιμη περίοδο ο Ζαπάτα είχε συλλάβει ένα σχέδιο κατάκτησης της Μορέλος την οποία μετά θα χρησιμοποιούσε ως βάση για να εξαπολύσει επίθεση ενάντια στην πόλη του Μεξικού. Είναι γεγονός πως μέσα στη συνέλευση των αρχηγών υπήρχε μια μερίδα από θερμοκέφαλους διοικητές, όπως ο φλογερός Γκαμπριέλ Τεπέπα, που ζητούσαν επίμονα την εμπλοκή των ζαπατικών σε ανοιχτό πόλεμο με τον ομοσπονδιακό στρατό, όμως ο Ζαπάτα δεν ήταν ανάμεσα τους. Η έμφυτη κλίση του προς τα στρατιωτικά ζητήματα του επέτρεπε να αντιληφθεί πως οι άπειροι και φτωχά οπλισμένοι στρατιώτες του δεν θα είχαν καμία τύχη σε μια κατά μέτωπο σύγκρουση με τους κυβερνητικούς. Επιπλέον, βρισκόταν σε εξέλιξη η διπλωματική αποστολή του Τόρρες Μπούργκος, ο οποίος είχε μεταβεί στο Σαν Αντόνιο για να συναντήσει τους αντιπροσώπους του Μαδέρο και να τους αποσπάσει υποσχέσεις για παροχή στρατιωτικής και οικονομικής ενίσχυσης.

Παρ’ όλα αυτά, οι εντολές για την έναρξη προετοιμασιών για μια μαζική εξέγερση είχαν ήδη τεθεί σε ισχύ. Απεσταλμένοι των ανταρτών διέτρεχαν απ’ άκρη σ’ άκρη την πολιτεία, ξεσηκώνοντας τους πέονες και συγκεντρώνοντας εθελοντές από τα πουέμπλος. Μια πλημμυρίδα από νεοσυλλέκτους κατέφθανε καθημερινά στο ορεινό αρχηγείο των ανταρτών και ζητούσε να ενωθεί με τους επαναστάτες. Με θαυμαστή σύνεση, ο Ζαπάτα επέμενε οι εθελοντές να διαθέτουν τουλάχιστον δικό τους άλογο και μια ματσέτα, το κοφτερό μαχαίρι που χρησιμοποιούν οι ινδιάνοι, για οπλισμό.
 

Ο Αττίλας του Νότου

Ο Μπούργκος επέστρεψε από το Σαν Αντόνιο χωρίς να κομίζει την παραμικρή δέσμευση για βοήθεια από το στρατόπεδο των μαδερικών. Για τον Μαδέρο οι κρίσιμες μάχες του επαναστατικού πολέμου ήταν αυτές που έδιναν οι στρατηγοί του στο βορρά και δεν ήθελε να χαραμίσει χρήμα και πολεμικό υλικό για να ενισχύσει τους ρακένδυτους και αναξιόπιστους, ως προς τον βαθμό που μπορούσε να τους ελέγξει, επαναστάτες του νότου. Παρ’ όλα αυτά, όταν ο κυβερνήτης Εσκανδόν της Μορέλος ανακοίνωσε την πρόθεση του να αναδιοργανώσει το σώμα των rurales, οι αρχηγοί των ζαπατικών αποφάσισαν πως είχε έλθει η ώρα για μια γενική επίθεση. Η θερμόαιμη μερίδα της συνέλευσης των οπλαρχηγών με επικεφαλής τον γηραιό κοινοτάρχη Τεπέπα, ήταν υπέρ της διενέργειας μετωπικών επιθέσεων ενάντια στις οχυρωμένες πόλεις της Μορέλος. Μάλιστα ο Τεπέπα δεν δίστασε να οδηγήσει τους άνδρες του σε μια παράτολμη όσο και απερίσκεπτη επίθεση εναντίον της πρωτεύουσας της πολιτείας Κουερναβάκα, όπου όμως απωθήθηκε εύκολα από ένα τμήμα του Ένατου Συντάγματος που φρουρούσε την πόλη έχοντας πρώτα υποστεί αξιοσημείωτες απώλειες.

Από την άλλη, το σχέδιο δράσης του Ζαπάτα προϋπέθετε την εδραίωση της κυριαρχίας των ανταρτών στην περιφέρεια και τα πουέμπλος, μέσω της οποίας θα μπορούσαν να ελέγχουν αποτελεσματικά τις σιδηροδρομικές γραμμές, προτού οι αντάρτες αποκτήσουν μια ισχυρή βάση επιχειρήσεων μέσω της κατάληψης μιας από τις δευτερεύουσες πόλεις της πολιτείας. Ο στρατός των ανταρτών μεγάλωνε καθημερινά αφου κάθε μέρα νέοι αρχηγοί προσχωρούσαν στις επαναστατικές δυνάμεις και κάθε αρχηγός συνεισέφερε από 50 εώς 200 άνδρες. Παράλληλα, τον Μάρτη του 1911 άρχισαν να καταφθάνουν στην Μορέλος και οι πρώτοι συμπαθούντες διανοούμενοι από τις πόλεις. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν οπαδοί του Μαγόν και μέλη του πανίσχυρου αναρχικού συνδικάτου «Οίκος του Παγκόσμιου Εργάτη» (C.O.M.) και πρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στο αγροτικό κίνημα, βοηθώντας στον τομέα της στρατιωτικής συγκρότησης του αντάρτικου και παρέχοντας στους αγρότες το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα απο το οποίο μπόρεσαν να εκφράσουν τις επαναστατικές φιλοδοξίες τους.

Η πρώτη πόλη που κυρίευσαν η ζαπατικοί ήταν η ανοχύρωτη Χοχούτλα. Ο κυβερνήτης Εσκανδόν είχε ξεκινήσει από την Κουερναβάκα με ένα απόσπασμα του Ενάτου Συντάγματος και μερικούς rurales για να ενισχύσει την πόλη ενόψη της επίθεσης των ανταρτών. Δύο ημέρες αργότερα ο Τόρρες Μπούργκος πραγματοποίησε αντιπερισπασμό διεισδύοντας κάπου δέκα χιλιόμετρα μέσα στο Τλακιλτενάνγκο, απειλώντας την ίδια την Κουερναβάκα! Πανικόβλητος ο Εσκανδόν απέσυρε τα στρατεύματα του και γύρισε πίσω στην απροστάτευτη πρωτεύουσα. Την επόμενη ημέρα το ιππικό των επαναστατών περικύκλωσε την Χοχούτλα και την κατέλαβε πραγματοποιώντας μια ορμητική έφοδο. Όμως όταν οι αντάρτες εισήλθαν στην πόλη επιδόθηκαν σε εκτεταμένες λεηλασίες, γεγονός που συγκλόνισε τον Μπούργκος αφου το πλιάτσικο ήταν μια πρακτική αντίθετη προς τις επαναστατικές αρχές. Απογοητευμένος ο Μπούργκος παραιτήθηκε και αναχώρησε από την κατειλημμένη πόλη. Μια ημέρα αργότερα συνελήφθη σε ενέδρα από τους ομοσπονδιακούς και εκτελέστηκε.

Η συνέλευση των αρχηγών συνήλθε στην πόλη Πουέμπλα για να εκλέξει νέο ανώτατο ηγέτη. Η επιλογή ήταν προφανής. Ο Ζαπάτα αναγορεύθηκε στρατηγός από τους ομολόγους του και οι δυνάμεις των επαναστατών μετονομάστηκαν επίσημα σε «Απελευθερωτικό Στρατό του Νότου και του Κέντρου».

Ο νέος αρχηγός θέλησε να επωφεληθεί από την επιθετική ορμή του Απελευθερωτικού στρατού και κινήθηκε εναντίον της Γιαουτεπέκ και της Κουάουτλα. Την πολή υπεράσπιζε ο συνταγματάρχης Ρομίλο Γιάνες προσωπικός φίλος του προέδρου Ντίαζ, με ένα απόσπασμα 240 ομοσπονδιακών. Στον Γιάνες δόθηκε η ευκαιρία να παραδώσει ειρηνικά την πόλη, αλλά ο γηραιός συνταγματάρχης απάντησε απαξιωτικά στους αντάρτες. Όμως ο πληθυσμός της πόλης ήταν με το μέρος των ζαπατικών. Υποβοηθούμενοι από τους κατοίκους οι επαναστάτες ανατίναξαν ένα μέρος του στρατοπέδου με δυναμίτη και μέσα στη γενική σύγχυση που προκλήθηκε, εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επίθεση. Η πόλη καταλήφθηκε, ο Γιάνες εκτελέστηκε, ενώ στους στρατιώτες δόθηκε η επιλογή να προσχωρήσουν στους επαναστάτες ή να επιστρέψουν στα σπίτια τους σώοι, αφού πρώτα έδιναν όρκο ότι δεν θα ξαναπολεμούσαν εναντίον της επανάστασης.

Αντίθετα με την αιφνιδιαστική κατάληψη της Γιαουτεπέκ, η επιχείρηση για την κατάληψη της Κουάουτλα υπήρξε αιματηρή και διήρκεσε έξι ολόκληρες ημέρες. Ο Ζαπάτα επιτέθηκε με 4.000 άνδρες όμως τα κύματα των επιθέσεων του ιππικού των Ζαπατίστας έσπαγαν το ένα μετά το άλλο πάνω στα οδοφράγματα που είχαν στήσει οι 400 υπερασπιστές του «Χρυσού Πέμπτου Συντάγματος». Δυστυχώς γι’ αυτούς, το σχέδιο άμυνας της πόλης βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις ενισχύσεις που θα έστελνε η κυβέρνηση από την Κουερναβάκα, ενισχύσεις που δεν ήλθαν ποτέ, αφού μεγάλο μέρος των ομοσπονδιακών δυνάμεων είχε μεταφερθεί στον βορρά για να πολεμήσει εναντίον του Μαδέρο. Έπειτα από έξι ημέρες σκληρών μαχών σώμα με σώμα η πόλη κυριεύθηκε και ο Ζαπάτα είχε επιτέλους υπό την κατοχή του το μεγάλο αστικό κέντρο που χρειαζόταν, για να εξασφαλίσει την πολιτική και διπλωματική αναγνώριση του κινήματος του από τους επαναστάτες του βορρά.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι μαδερικοί συνήθιζαν να προσποιούνται πως η αγροτική επανάσταση του νότου δεν υπήρχε, ενώ οι αστικές εφημερίδες της πρωτεύουσας είχαν εξαπολύσει μια ανελέητη εκστρατεία δυσφήμισης ενάντια στον Ζαπάτα και του Απελευθερωτικού Στρατού του Νότου. Παρομοίαζαν τους έφιππους αντάρτες με τις ορδές των έφιππων Ούννων πολεμιστών που αιματοκύλησαν την Ευρώπη και αποκαλούσαν τον Ζαπάτα «Αττίλα του Νότου», υπονοώντας πως μοναδική φιλοδοξία του ήταν το πλιάτσικο και η καταστροφή.
 

Ζαπάτα Εναντίον Μαδέρο

Οι Ζαπατίστας δεν ήταν αναρχικοί με την ακαδημαϊκή έννοια του όρου. Πιθανότατα ο Ζαπάτα δεν είχε διαβάσει ποτέ του τα κείμενα του Προυντόν ή του Κροπότκιν, είχε όμως καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα με αυτά που ασπαζόταν ο Μαγόν ακολουθώντας μια διαφορετική όδο.  Η προσφυγή στα όπλα ήταν το έσαχτο μέσον που είχε απομείνει στους αγρότες της Μορέλος στην προσπάθεια τους να διασώσουν τον πυρήνα της ύπαρξης τους, δηλαδή την ελέυθερη πρόσβαση τους στη γη και τη διατήρηση του συστήματος συλλογικής ιδιοκτησίας των γαιών. Ακόμη και όταν στην ύστερη φάση του πολέμου, ο Απελευθερωτικός Στρατός δημιούργησε μια ομοσπονδία δημοτικών συνελεύσεων  και την όρισε υπέρτατη μορφή διακυβέρνησης της πολιτείας, αυτό συνέβη διότι η άμεση δημοκρατία ήταν το μοναδικό πολίτευμα που ήταν απολύτως συμβατό με το γεωργικό σύστημα της κοινοκτημοσύνης. Μόνο αργότερα, μετά τον ερχομό των ελευθεριακών διανοουμένων από την πρωτεύουσα, πραγματοποιήθηκε η διασύνδεση ανάμεσα στον έμφυτο κοινοτισμό των αγροτών και τα υψηλά φιλοσοφικά νοήματα της αναρχίας, παρόλο που αναμφίβολα ανάμεσα στις δύο φιλοσοφίες υπήρχε μια φυσική συγγένεια. Ο αναρχισμός λοιπόν του Ζαπάτα ήταν βιωματικός και απέρρεε από τον τρόπο ζωής των αγροτών στην Μορέλος. Ο επαναστατικός πόλεμος των ζαπατικών ήταν ένας πόλεμος πρώτα και κύρια για τη γη και έπειτα από κάθε νίκη, κάθε κατάκτηση πόλεως οι επαναστάτες ηγέτες του νότου εξέδιδαν εκ νέου οδηγίες στα πουέμπλος να κατασχέσουν τα εδάφη των γαιοκτημόνων και να πάρουν πίσω ότι τους ανήκε. Η απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση ήταν η μέθοδος που είχαν επιλέξει οι Ζαπατίστας για να φέρουν σε πέρας την κοινωνική επανάσταση στην ύπαιθρο.

Η κατάληψη της Κουάουτλα από τον Απελευθερωτικό Στρατό σύνέπεσε με την υπογραφή του Συμφώνου της Θιουδάδ Χουαρές ανάμεσα σε Ντίαζ και Μαδέρο. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης η «επανάσταση» είχε θριαμβεύεσει και ο Απελευθερωτικός Στρατός του Νότου όφειλε να αυτοδιαλυθεί και να αποστρατεύσει τα μέλη του. Όμως οι ζαπατικοί, όπως και οι οπαδοί του Μαγόν στην Μπάχα, ήταν καχύποπτοι. Την εποχή που ο Μαδέρο ήταν ακόμη στην αντιπολίτευση είχε συντάξει το Πρόγραμμα του Σαν Λουις Ποτοσί, ένα επαναστατικό μανιφέστο που μεταξύ άλλων φιλολαϊκών μέτρων προέβλεπε τον αναδασμό της γης στους αγρότες, χωρίς πάντως να υπόσχεται τη διατήρηση του συστήματος των κοινοτικών γαιών. Κάθε αναφορά στην αγροτική μεταρρύθμιση του Προγράμματος είχε απαλειφθεί από το κείμενο της Θιουδάδ Χουαρές, στοιχείο ενδεικτικό για τις ενδόμυχες προθέσεις του Μαδέρο αναφορικά με την πολιτική που σκόπευε να ακολουθήσει.

Πράγματι, έπειτα από την άνοδο του στην εξουσία ο Μαδέρο γρήγορα μετατράπηκε από φλογερός επαναστάτης σε υπερασπιστή του παλαιού καθεστώτος. Πρωταρχικό μέλημα του ήταν να καταπνίξει τις εργατικές και αγροτικές επαναστάσεις στις οποίες όφειλε την εξουσία του, αλλά που τώρα απειλούσαν να τον υπερφαλαγγίσουν. Για να το πετύχει αυτό, δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να προσεταιριστεί τα πιο συντηρητικά στοιχεία της μεξικανικής κοινωνίας, να διατηρήσει ανέπαφες τις δομές του πορφυρικού κράτους και να παραχωρήσει ελευθερία δράσης στον ομοσπονδιακό στρατό, που με το μανιφέστο του Σαν Λουίς είχε υποσχεθεί ότι θα καταργήσει. Η Μορέλος αποτελεί τυπικό παράδειγμα της πολιτικής του. Κυβερνήτης διορίστηκε ο ζάπλουτος τραπεζίτης Καρρεόν, ενώ ο Ζαπάτα διατάχτηκε να σταματήσει τις επιθέσεις στις χασιέντες και να συμβάλλει στην αποκατάσταση της «ηρεμίας» στην περιοχή. Θορυβημένος από αυτή την αλλαγή στάσης, ο Ζαπάτα ταξίδεψε στην πρωτεύουσα όπου συναντήθηκε με τον Μαδέρο και του εξέθεσε τα προβλήματα των αγροτών του νότου. Ο Μαδέρο υποσχέθηκε πως «θα εξετάσει το ζήτημα», όμως αντί για τη λήψη νομοθετικών πρωτοβουλιών ανακοίνωσε την αποστολή επιπλέον στρατευμάτων στην Μορέλος. Οι ζαπατικοί είχαν δει αρκετά.

Τον Νοέμβρη του 1911 ο ζαπατισμός διέκοψε και επίσημα τις σχέσεις του με το καθεστώς του Μαδέρο. Ο Ζαπάτα μαζί με τον πιστό σύντροφο του και πρώην δάσκαλο, Οτίλιο Μοντάνο, επεξεργάστηκαν το έγγραφο που αποτελεί την πολιτική διαθήκη του επαναστατικού ζαπατισμού και που έμεινε στην ιστορία ως το «Σχέδιο της Αγιάλα». Το Σχέδιο επικυρώθηκε με την ψήφο 35 οπλαρχηγών του Απελευθερωτικού Στρατού και κωδικοποίησε τις επιδιώξεις των επαναστατών αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης στην μεξικανική περιφέρεια. Το σημαντικότερο όμως σημείο του ήταν μια διακήρυξη αρχών, που αφού κατηγορούσε τον Μαδερο πως είχε προδώσει την επαναστασή κατέληγε: «Δεν είμαστε προσωπολάτρες, αγωνιζόμαστε για αρχές και όχι για ανθρώπους».

Παράλληλα, ενεργοποιήθηκε ξανά ο ζαπατικος στρατός που τυπικά είχε διαλυθεί, αλλά ουσιαστικά βρισκόταν στο απόγειο της δύναμης του. Ο αναρχικός συγγραφέας Νιούελ γράφει ότι στην καινούρια αυτή φάση, ο Απελευθερωτικός Στρατός αριθμούσε 12.000 άνδρες. Ήταν χωρισμένος σε μικρότερες αυτοσυντήρητες ομάδες που εφορμούσαν από τα χωριά για να διεξαγάγουν μεμονωμένες επιθέσεις ή να ενωθούν ταχύτατα σχηματίζοντας μεγαλύτερα σώματα στρατού. Όταν η επιχείρηση ολοκληρωνόταν, οι μαχητές εξανεμίζονταν ανάμεσα στον πληθυσμό, επέστρεφαν στις αγροτικές εργασίες τους, έχοντας όμως πάντα το όπλο παρά πόδα. Επιπλεόν, μια αξιοσημείωτη αλλαγή είχε επέλθει στο ζήτημα της τακτικής που ακολουθούσαν οι αντάρτες. Δεν στόχευαν πλέον στην κατάληψη και μακροχρόνια κατοχή πόλεων. Διεξήγαγαν έναν καθαρό και εξοντωτικό ανταρτοπόλεμο με τις δυνάμεις τους να βρίσκονται διαρκώς σε κίνηση, να χτυπούν και να εξαφανίζονται, αποδεκατίζοντας τα κυβερνητικά στρατεύματα όποτε αυτά αποτολμούσαν μια έξοδο από τις καλά οχυρωμένες πόλεις. Ο θυελλώδης διοικητής Χενοβέδο δελα Ο ήλεγχε ολόκληρο το βόρειο τμήμα της πολιτείας, ανατινάζοντας τα οπλιταγωγά τραίνα που έστελνε η κεντρική κυβέρνηση και αποκόπτοντας τον ομοσπονδιακό στρατό από την κύρια γραμμή ανεφοδιασμού του. Ένας τεράστιος βοηθητικός στρατός από άμαχους αγρότες εργαζόταν ακατάπαυστα για να εφοδιάζει διαρκώς τους μαχητές της Μορέλος με τρόφιμα, άλογα και πυρομαχικά, να συλλέγει πληροφορίες για τις κινήσεις των ομοσπονδιακών στρατευμάτων και να προειδοποιεί για τυχόν ενέδρες. Όλες οι συνεισφορές ήταν εθελοντικές, με τον κάθε χωρικό να προσφέρει στο μέτρο των δυνατοτήτων του.

Το 1912 κατέφτασε στην Μορέλος ο στρατηγός Βικτοριάνο Χουέρτα με την εντολή να καταστρέψει τους στασιαστές. Στην μικρή περίοδο που ο Μαδέρο βρισκόταν στο ύπατο αξίωμα της χώρας, ο Χουέρτα είχε παίξει με μεγάλη επιτυχία το ρόλο του «μαντρόσκυλου» του καθεστώτος.  Είχε ήδη καταστείλει τις εξεγέρσεις δύο περιθωριακών νοσταλγών του προφυρισμού στον βορρά, παρόλο που και ο ίδιος δεν ήταν δίχως αισθήματα για το παλαιό καθεστώς. Όμως γρήγορα ο Χουέρτα συνειδητοποίησε πως η εκστρατεία στην Μορέλος δεν έμοιαζε σε τίποτα με εκείνες ενάντια στα υπολείμματα της δικτατορίας. Οι Ζαπατίστας ήταν ένας ένοπλος λαός και ολόκληρος ο πληθυσμός βρισκόταν σε πόλεμο με τις κυβερνητικές δυνάμεις. Ο Χουέρτα πραγματοποίησε κάποιες απελπισμένες εξορμήσεις καταδιώκοντας έναν στρατό-φάντασμα που όταν νόμιζε πως βρισκόταν μπροστά του, αυτός εμφανιζόταν πίσω του για να πλήξει τα νώτα του, ή να επιτεθεί σε μια απροστάτευτη πόλη. Παρά τον φαινομενικό έλεγχο που είχαν πάνω στις πόλεις, οι ομοσπονδιακοί ήταν στην ουσία παγιδευμένοι σε εχθρικό έδαφος με την συντριπτική πλειοψήφία του πληθυσμού να μάχεται υπέρ του ζαπατισμού.

Ο Χουέρτα ανακλήθηκε από την κυβέρνηση αφου αποδείχτηκε ότι δεν μπορούσε να φέρει σε πέρας την αποστολή που του είχε ανατεθεί. Λίγες ημέρες πριν από την ανάκληση του, οι ιππείς του Απελευθερωτικού Στρατού έκαναν την εμφάνιση τους στα περίχωρα της πόλης του Μεξικού και πραγματοποίησαν παράτολμη επιδρομή που είχε σαν αποτέλεσμα την πρόκληση κυβερνητικής κρίσης στο τρομαγμένο υπουργικό συμβούλιο του Μαδέρο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο «επαναστάτης» Μαδέρο εγκατέλειψε τα προσχήματα. Ο ζαπατισμός έπρεπε να εξαλειφθεί. Αν ολόκληρος ο λαός της Μορέλος είχε «μολυνθεί» από αυτή την επικίνδυνη ιδεολογία, τότε η κυβέρνηση δεν είχε άλλη επιλογή από το να εξοντώσει ολόκληρο τον πληθυσμό και να ερημώσει τη χώρα. Ο στρατηγός Χουβένσιο Ρόμπλες, ένας «ειδήμων» της γενοκτονίας που είχε λάβει μέρος στους πολέμους κατά των ινδιάνων του βορρά και είχε επιδείξει ξεχωριστή ικανότητα στο να σφάζει τους ιθαγενείς, επιλέχθηκε για να ηγηθεί της εκστρατείας.

Ο Ρόμπλες απελευθέρωσε πάνω στην Μορέλος ολοκληρή την καταστροφική δύναμη ενός στρατού κατοχής. Ο πληθυσμός μεταφέρθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα χωριά των πεόνων πυρπολήθηκαν. Πολλοί χωρικοί δολοφονήθηκαν ενώ όσοι τύχαινε να έχουν κάποια συγγένεια με επιφανείς ζαπατικούς ηγέτες, απήχθησαν από τους κυβενρητικούς και κρατήθηκαν όμηροι. Μπροστά σε αυτή τη λαίλαπα οι ζαπατικοί ανέστειλαν προσωρινά τις επιχειρήσεις τους αφου ο πληθυσμός υπέφερε από τα συλλογικά αντίποινα που εφάρμοζε ο Ρόμπλες και ο κοινωνικός ιστός του ζαπατσιμού κινδύνευε να καταστραφεί εντελώς. Μια δραματική ανατροπή στα πολιτικά πράγματα της πρωτεύουσας ήταν αυτή που έβαλε προς στιγμήν φρένο στα δολοφονικά σχέδια της κυβέρνησης κι επέτρεψε στον Απελευθερωτικό Στρατό να αποσυρθεί στην πολιτεία Γκουερέρο προκειμένου να ανασυνταχθεί.

Στις 09/02/1913 δύο φάλαγγες του ομοσπονιδακού στρατού με 3.000 άνδρες, 6 κανόνια και 14 μυδραλιοβόλα, βάδισαν κατά του Εθνικού Μεγάρου στο Μέξικο Σίτυ. Είχε ερθεί η ώρα για να πληρώσει ο Μαδέρο το τίμημα για την ανίερη συμμαχία που είχε συνάψει με τις δυνάμεις της αντίδρασης. Έχοντας απωλέσει τη λαϊκή υποστήριξη, η προεδρική εξουσία ήταν αναγκασμένη να επαφίεται όλο και περισσότερο στην ωμή βία ως μέσον εφαρμογής της πολιτικής της. Όλο και περισσότερο, η πολιτική εξουσία υποχωρούσε και μεταβίβαζε αρμοδιότητες στον στρατό προκειμένου να επιβιώσει απέναντι στην κοινωνική κατακραυγή. Ο στρατός υπό τον αρχηγό του γενικού επιτελείου Χούερτα έτεινε να γίνει η πραγματική αρχή διακυβέρνησης της χώρας, ενώ ο Μαδέρο είχε μετατραπεί σε περιττό βάρος, μια συνταγματική περιπλοκή από την οποία ο Χουέρτα όφειλε να απαλλαγεί για να μπορεί να ασκήσει ελεύθερα την πραγματική εξουσία. Του λόγου το αληθές αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ενώ οι επιτελείς του είχαν προειδοποιήσει εγκαίρως τον Μαδέρο για τα σκοτεινά σχέδια που εξύφαινε ο Χουέρτα σε βάρος του, αυτός αρνήθηκε να κάνει οτιδήποτε ελπίζοντας μέχρι τελευταία στιγμή ότι ο στρατηγός παρέμενε αφοσιωμένος σε αυτόν. Άλλωστε τί μπορούσε να κάνει; Ο Χουέρτα ήταν η τελευταία του ελπίδα.

Στις 18/02 ο Μαδέρο συνελήφθη και δολοφονήθηκε με δύο σφαίρες στο πίσω μέρος της κεφαλής. Ο Βικτοριάνο Χουέρτα αυτοανακηρύχθηκε δικτάτορας του Μεξικού.

Οι Αγρότες Κατακτούν το Μέξικο Σίτυ

Η παλιννόρθωση της δικτατορίας υπό τον Χουέρτα δεν διήρκεσε πολύ. Μπορεί ο Μαδέρο να είχε απογοητεύσει πολλούς οπαδούς του, όμως η δολοφονία του στα χέρια ενός στρατηγού του ομοσπονδιακού στρατού αποκατέστησε μετά θάνατον το δημοκρατικό κύρος του και τον μετέτρεψε σε μάρτυρα της επανάστασης. Εξαρχής ο κυβερνήτης της πολιτείας Σονόρα στο βόρειο Μεξικό Βενουστιάνο Καρράνσα, αρνήθηκε να αναγνωρίσει την εξουσία του σφετεριστή και σχημάτισε μια επαναστατική στρατιωτική  δύναμη, τον Συνταγματικό Στρατό τον οποίο χώρισε σε τρία εκστρατευτικά σώματα με προκαθορισμένους τομείς δράσης. Ο Αλβάρο Ομπρεγόν, ένας εύπορος αγρότης που οι συνθήκες μετέτρεψαν σε ικανότατο στρατηγό και ακόμη ευφυέστερο πολιτικό, ανέλαβε την αρχηγία της Βορειοδυτικής Στρατιάς με τομέα ευθύνης τις πολιτείες της δυτικής ακτής του Μεξικού. Ο ίδιος ο Καρράνσα έχρισε εαυτόν Ανώτατο Αρχηγό του Συνταγματικού Στρατού και ανέλαβε την Βορειοανατολική Στρατιά, ενώ το κέντρο ηταν ο τομέας ευθύνης του θρυλικού στρατηγού Πάντσο Βίγια και της τρομερής Μεραρχίας του Βορρά, που έμελλε να σηκώσει το κύριο βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων ενάντια στον ομοσπονδιακό στρατό πετυχαίνοντας περίλαμπρες όσο και καθοριστικές νίκες.

Στην πτώση της δικτατορίας του Χουέρτα συνέβαλε επίσης καθοριστικά η εχθρική στάση που κράτησαν απέναντι στο καθεστώς του οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ΗΠΑ χρηματοδότησαν τη στάση του Καρράνσα στον βορρά και παραβίασαν κάθε έννοια ουδετερότητας χρησιμοποιώντας το ναυτικό τους για να αποκλείσουν το λιμάνι της Βερα Κρους απ’ όπου διακινείτο ο κύριος όγκος του πολεμικού υλικού που προοριζόταν για τις κυβερνητικές δυνάμεις. Πολλοί ιστορικοί έχουν ισχυριστεί πως η παρεμβατική αυτή πολιτική έχει τις ρίζες της στον δημοκρατικό ιδεαλισμό του προέδρου Γούντροου Ουίλσον που επιθυμούσε ένθερμα να δει στο γειτονικό Μεξικό μια «αδελφή δημοκρατία». Στην πραγματικότητα, ο Χουέρτα ήταν όργανο του Αγγλικού ιμπεριαλισμού με τον οποίο είχε συνάψει εμπορικές συμφωνίες. Υποστηρίζοντας τον Καρράνσα οι ΗΠΑ δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να επιλέξουν μια επιθετική πολιτική υπεράσπισης των συμφερόντων τους.

Παρ’ όλα αυτά, ο Συνταγματικός Στρατός ήταν ένα θνησιγενές κατασκεύασμα που μαστιζόταν από εσωτερικές αντιθέσεις. Ενώ ο Καρράνσα και ο Ομπρεγόν μάχονταν υπέρ της συνταγματικής νομιμότητας, ο Βίγια μαχόταν στο όνομα της επανάστασης, έστω και με τρόπο ετερόκλητο και συγκεχυμένο. Η Μεραρχία ήταν ένας «πληβειακός» στρατός, με την έννοια ότι η κοινωνική του σύνθεση διέφερε αισθητά πό αυτήν των δύο έτερων σωμάτων των συνταγματικών. Από αυτή την άποψη, είχε περισσότερα κοινά με τους μαχόμενους αγρότες του νότου, παρά με τους αστικούς στρατούς που εκστράτευαν παράλληλα με αυτήν σε ανατολή και δύση. Επιπλέον, στα τέλη Σεπτεμβρίου η Μεραρχία χτύπησε και απέσπασε την πόλη Τορρεόν από τους ομοσπονδιακούς. Σύμφωνα με τον Νιούελ, τα «αποθέματα όπλων και πυρομαχικών που πήρε από τον ομοσπονδιακό στρατό ήταν τεράστια. Περιελάμβαναν ακόμη και ένα ολόκληρο νοσοκομειακό τραίνο, μαζί με τους 60 ιατρούς του».

Η κατάκτηση της Τορρεόν κατέστησε την αγροτική στρατιά του Βίγια πανίσχυρη και έκανε επιτακτική την ανάγκη για την επιβολή κάποιου είδους πολιτικού ελέγχου εκ μέρους της αστικής ηγεσίας των συνταγματικών που θα μετρίαζε τα αποτελέσματα της ιλιγγιώδους καθόδου της Μεραρχίας προς το Νότο. Μόλις το καθεστώς του Χουέρτα έδειξε τα πρώτα σημάδια κατάρρευσης έπειτα από τις συντριπτικές νίκες του Βίγια σε Τορρεόν και Ζακατέκας, ξεκίνησε η πάλη εξουσίας στο εσωτερικό των συνταγματικών. Αυτή εκφράστηκε με μια σειρά κατασταλτικών διοικητικών μέτρων που πάρθηκαν εναντίον της Μεραρχίας από το ίδιο το στρατηγείο των συνταγματικών και κορυφώθηκε με τη διαταγή του Καρράνσα για εκτροπή της εκστρατείας του Βίγια μακριά από τον φυσικό της προορισμό, το Μεξικο Σίτυ, για να επιτεθεί στο ασήμαντο στρατηγικά Σαλτίγιο. Την ίδια στιγμή δόθηκε η εντολή στον Ομπρεγόν για ταχεία προέλαση προς την πρωτεύουσα.

Ο Βίγια δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί αδιαμαρτύρητα αυτή την απροκάλυπτη απόπειρα υποβάθμισης του πολιτικού ρόλου του. Αποτρέποντας τη θριαμβευτική είσοδο του στην πόλη του Μεξικού, ο Βίγια σίγουρα αισθάνθηκε ότι του στερούσαν έναν θρίαβο που δικαιωματικά του ανήκε, αφού η Μεραρχία του Βορρά ήταν η δύναμη που σήκωσε το κύριο βάρος της αντιπαράθεσης με τους ομοσπονδιακούς. Επιπλέον, ο «βιγισμός» δεν διέθετε την ιδεολογική καθαρότητα του ζαπατικού κινήματος, ούτε είχε μπορέσει να αναπτύξει ένα αντίστοιχο επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα. Η Μεραρχία ήταν κατά βάση μία ένοπλη μάζα απόκληρων του βορρά. Αυτό που την κρατούσε ενωμένη ήταν μια αφηρημένη ελπίδα των εξεγερμένων για «καλύτερες μέρες» και η ακατάβλητη επιθυμία τους να «φτάσουν έως το Μέξικο Σίτυ». Ο Βίγια ήταν ικανότατος στρατηγός και γνώριζε τις καταστρεπτικές συνέπειες που θα είχε η ανατροπή αυτής της προσδοκίας για το ηθικό των ανδρών του.

Μετά την πτώση του Χουέρτα διοργανώθηκε στην πόλη Αγκουασκαλιέντες Συνέλευση όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων με πρωτοβουλία του Ομπρεγόν, προκειμένου να βρεθεί συμβιβαστική λύση στη διένεξη που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στον Καρράνσα και τον Βίγια, με τη συμμετοχή και ζαπατικών αντιπροσώπων.  Ο Βίγια αξιίωσε από το βήμα του Συνεδρίου την παραίτηση του Καρράνσα  ο οποίος απάντησε από το Μέξικο Σίτυ όπου βρισκόταν, πως θα αποχωρούσε εφόσον ο Βίγια παραιτείτο από την αρχηγία της Μεραρχίας του Βορρά και ο Ζαπάτα δεχόταν να εγκαταλείψει οικειοθελώς τη χώρα. Ο Βίγια εξουσιοδότησε τους αντιπροσώπους του στη Συνέλευση να αποδεχτούν τους όρους και παραιτήθηκε από το αξίωμα του στρατηγού. Όταν όμως ο Καρράνσα έμαθε για την παραίτηση αρνήθηκε κατηγορηματικά να εκπληρώσει τους όρους που ο ίδιος είχε θέσει και κατηγόρησε τον Βίγια για πολιτικό ελιγμό! Η ρήξη ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα ήταν πλέον ολοκληρωτική. Ταυτόχρονα τέθηκε σε κίνηση η διπλωματική προσέγγιση με το φυσικό σύμμαχο τους, τους Ζαπατίστας του νότου. Με τη στήριξη του βιγικού μπλοκ των αντιπροσώπων, η Συνέλευση υιοθέτησε με ψήφισμα τις θέσεις του Σχεδίου της Αγιάλα ως επίσημη πολιτική της ως προς το αγροτικό ζήτημα, ικανοποιώντας έτσι τον πάγιο όρο των ζαπατικών για τη σύναψη οποιασδήποτε πολιτικής συμμαχίας. Στρατιωτικά, ο Απελευθερωτικός Στρατός ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος του νότιου τμήματος της χώρας. Διέθετε άφθονα πυρομαχικά (πάνω από 2.000.000 φυσίγγια), μυδραλιοβόλα, πυροβόλα μάουζερ και κάπου 30.000 ετοιμοπόλεμους μαχητές. Είχε εκδιώξει τον ομοσπονδιακό στρατό από τα εδάφη του  και ήλεγχε την πρωτεύουσα της Μορέλος, Κουερναβάκα.

Η πολτική και στρατιωτική ένωση του με την μεραρχία του Βορρά σήμαινε πως για πρώτη φορά, οι αγρότες ήταν αρκετά ισχυροί ώστε να υπαγορεύσουν τις εξελίξεις σε εθνικό επίπεδο. Έχοντας επίγνωση της δυσμενούς θέσης στην οποία είχαν περιέλθει, οι Καρράνσα και Ομπρεγόν έσπευσαν να αναδιπλωθούν. Απέσυραν τις υποδεέστερες δυνάμεις τους από την πρωτεύουσα και οχυρώθηκαν σε Πουέμπλα και Βερα Κρους αντίστοιχα. Στις 06/12/1914 30.000 Ζαπατίστας, ζωσμένοι με φυσεκλίκια και κουβαλώντας ντουφέκια, και 40.000 άνδρες της Μεραρχίας του Βορρά, ντυμένοι με τις παλαιές, φθαρμένες στολές του ομοσπονδιακού στρατού, εισήλθαν θριαμβευτικά σε παράταξη στην πόλη του Μεξικού. Ήταν η πιο ήπια και λιγότερο αιματηρή κατοχή που εγκαθιδρύθηκε ποτέ στην πρωτεύουσα της χώρας.

Η Κομούνα της Μορέλος

Το σημαντικότερο επίτευγμα του επαναστατικού ζαπατισμού δεν ήταν οι στρατιωτικές νίκες επί των αντιπάλων του, αλλά η δημιουργία μιας αναρχικής κομούνας στα επαναστατημένα εδάφη της Μορέλος, μεταξύ 1915 και 1917.

Η κομούνα ήταν ένα καθεστώς που στηριζόταν στην άμεση δημοκρατία και τη συλλογική ιδιοκτησία της γης. Αποτέλεσε τη φυσική εξέλιξη του ένοπλου ζαπατισμού που από τα πρώτα βήματα του είχε ως ύψιστη προτεραιότητα τη διάλυση των λατιφούντιων και την επιστροφή των γαιών στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους, τις κοινότητες. Το 1915, ο ζαπατικός Υπουργός Γεωργίας της Κυβέρνησης της Συνέλευσης Μανουέλ Παλαφόξ συνέταξε με τη βοήθεια των αναρχικών διανοουμένων που είχαν ενταχθεί στο κίνημα (Σότο υ Γκάμα, Μαγκάνια, Πέρες-Ταίυλορ και ο βετεράνος της κομούνας των Παρισίων του 1871 Οκτάβιο Γιάν), τον Αγροτικό Νόμο που έθεσε τις βάσεις για την αγροτική μεταρρύθμιση στην Μορέλος. Συστάθηκαν γεωργικές επιτροπές από εθελοντές αγρονόμους που ανέλαβαν το έργο της οροθέτησης των γεωγραφικών συνόρων των χωριών, της καταγραφής των γεωργικών εκτάσεων και του επιμερισμού της χρήσης των δασών και των υδάτινων πόρων ανάμεσα στις κοινότητες.

Ο ρόλος των επιτροπών ήταν κυρίως υποστηρικτικός και τον πραγματικό έλεγχο της διαδικασίας είχαν τα ίδια τα χωριά που γνωμοδότησαν επί της οροθέτησης των γαιών και συμφώνησαν μέσω διαβουλεύσεων για την κατανομή των διαφιλονικούμενων γαιών. Με εντολή του Ζαπάτα τα πορίσματα στα οποία κατέληγαν οι κοινότητες ήταν δεσμευτικά και καθόρισαν το τελικό περιεχόμενο της εργασίας των επιτροπών. Δικαίως καμία αποζημίωση δεν καταβλήθηκε στους γαιοκτήμονες, αφού ο αναδασμός αφορούσε εδάφη που εξαρχής είχαν προσαρτηθεί στα λατιφούντια διά της βίας.

Το 1916, ψηφίστηκε ο δεύτερος βασικός νόμος της κομούνας, ο Γενικός Νόμος περί των Δημοτικών Ελευθεριών, εμπνευστής του οποίου ήταν ο Αντόνιο Ντίαζ Σότο υ Γκάμα. Ο νόμος κατήργησε τη δικαιοδοσία της κεντρικής κυβέρνησης στην Μορέλος και παραχώρησε πλήρη ελευθερία στις δημοτικές συνελεύσεις να ρυθμίζουν τις υποθέσεις τους. Παράλληλα, δημιουργήθηκε μια ομοσπονδία συνελεύσεων (συνέλευση χωριού→συνέλευση κεφαλοχωρίου→περιφερειακή συνέλευση) που επιφορτίστηκε με ζητήματα διακυβέρνησης ολόκληρης της πολιτείας.

Ο νόμος δεν έμεινε νεκρό γράμμα. Στις συνελεύσεις ανατέθηκε η συλλογή των φόρων και η διάθεση τους ανάλογα με τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού. Αυτό σήμαινε πως οι κοινότητες είχαν τα οικονομικά μέσα στη διάθεση τους με τα οποία μπορούσαν να κυβερνήσουν πραγματικά και να παράγουν έργο. Η εξουσία των συνελέυσεων ήταν απαραβίαστη και ο Ζαπάτα είχε δώσει το δικαίωμα στις πολιτοφυλακές των χωριών να συλλαμβάνουν ακόμη και μέλη του Απελευθερωτικού Στρατού, εάν αυτά ενεργούσαν καθ’ υπέρβαση των εντολών τους για να παρασιτίσουν σε βάρος των κοινοτήτων.

Τους πρώτους μήνες του 1916, ο πληθυσμός της Μορέλος ζούσε πραγματικά ελεύθερος για πρώτη φορά και ευημερούσε. Η ελευθερία του όμως καταπατήθηκε άγρια κάτω από τις μπότες του κυβερνητικού στρατού που εισέβαλλε στην πολιτεία την ίδια χρονιά. Ο στρατός του Καρράνσα κατέστρεψε τα πάντα και να σβήσει όλα τα ίχνη της κομούνας, εκτός από την ανάμνηση μιας πραγματικής ισότητας και ελευθερίας που κάποτε επικράτησε στην αγροτική αυτή πολιτεία του νότιου Μεξικού.

Η Αρχή του Τέλους

Η κατάληψη της πόλης του Μεξικού από τους αγροτικούς στρατούς αποτέλεσε το αποκορύφωμα αλλά και την αρχή του τέλους της αγροτικής επανάστασης. Αυτό οφειλόταν σε δύο παράγοντες: πρώτον, στα έμφυτα πολιτικά όρια της αγροτικής επανάστασης, και δεύτερον, στην αποστασία του προλεταριάτου των πόλεων που την πιο κρίσιμη ώρα συντάχτηκε με τις αστικές δυνάμεις της επανάστασης.

Πράγματι, παρόλο που ήταν οι απόλυτοι κύριοι της στρατιωτικής κατάστασης στο Μεξικό, οι αγρότες δεν δημιούργησαν καμία οργανωμένη μορφή πολιτικής εξουσίας που θα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της χώρας. Οι διαθέσεις των ζαπατικών απέναντι στην προοπτική άσκησης της εξουσίας φάνηκαν καθαρά από το γεγονός ότι τη στιγμή που ο Βίγια με τον Ομπρεγόν έδιναν αγώνα δρόμου για το ποιός θα φτάσει πρωτος στην πρωτεύουσα, οι Ζαπατίστας απείχαν μόλις μερικά χιλιόμετρα από το Μέξικο Σίτυ. Παρ’ όλα αυτά, δεν κατέλαβαν την πόλη. Οι περισσότεροι αποστρατεύτηκαν θεωρώντας πως μετά την απελεύθερωση της Μορέλος από τον Χουέρτα, ο στόχος τους είχε επιτευχθεί! Ο Ζαπατισμός ήταν ένα λαϊκό αμυντικό κίνημα και οι Ζαπατίστας ήταν πρώτα και κύρια ένας στρατός υπεράσπισης της Μορέλος δεμένος με τη γη του.

Αλλά και σε προσωπικό επίπεδο ο Ζαπάτα αισθανόταν μια απέχθεια για κάθε αξίωμα που μπορούσε να διαφθείερει την ανθρώπινη φύση. Το παρακάτω επεισόδιο είναι χαρακτηριστικό. Την ημέρα που οι αγρότες εισήλθαν στην πρωτεύουσα, ο Βίγια με τον Ζαπάτα επισκέφθηκαν το Εθνικό Μέγαρο. Όταν ο Βίγια προσκάλεσε τον Ζαπάτα να καθήσει στον προεδρικό θρόνο, ο Ζαπάτα αρνήθηκε ευγενικά και απάντησε: «Θα ήταν καλύτερα να τον καίγαμε, γιατί απ’ότι έχω δει όλοι όσοι έχουν καθήσει σε αυτή την καρέκλα έγιναν εχθροί του λαού».

Μοιραία λοιπόν ο σχηματισμός κυβέρνησης ανατέθηκε στους μικροαστούς οπαδούς του Βίγια, οι οποίοι ουδόλως συμμερίζονταν τον ριζοσπαστισμό των αγροτών. Οι ζαπατικοί ικανοποιήθηκαν με την ανάθεση του Υπουργείου Γεωργίας στον γραμματέα του Ζαπάτα, Μανουέλ Παλαφόξ ο οποίος αμέσως άρχισε να καταστρώνει σχέδια για την εφαρμογή μιας επαναστατικής αγροτικής μεταρρύθμισης στην Μορέλος και στη χώρα. Τα υπόλοιπα υπουργεία όμως δόθηκαν σε μετριοπαθείς βιγικούς, με πρόεδρο τον Εουλάλιο Γκουτιέρες. Οι ένοπλοι αγρότες ανέλαβαν να «επιτηρούν» το πολιτικό έργο της νεοσύστατης κυβέρνησης και να την επαναφέρουν στον «ορθό δρόμο» όποτε οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Η Κυβέρνηση της Συνέλευσης, όπως ονομάστηκε, ήταν ουσιαστικά μια διορισμένη κυβέρνηση αστών, όμηρος στα χέρια των αγροτών. Συνέπεια αυτού του ανορθόδοξου διακανονισμού ήταν ότι η κυβέρνηση του Γκουτιέρες απέφυγε να ψηφίσει έστω έναν επαναστατικό νόμο, ενώ εργάστηκε σιωπηρά για να διασπάσει το ενωμένο στρατιωτικό μέτωπο των αγροτών, μέχρι την οριστική της αυτομόληση στις γραμμές του εχθρού τρεις μήνες αργότερα.

Ο δεύτερος παράγων της αποτυχίας των αγροτών συνιστά και ένα από τα ποιό τραγικά επεισόδια της Μεξικανικής Επανάστασης. Μιλούμε για το σύμφωνο που υπογράφτηκε στις 17/02/1915 στην πόλη Βέρα Κρους, ανάμεσα στον στρατηγό Αλβάρο Ομπρεγόν και την ηγεσία του αναρχικού συνδικάτου «Οίκος του Παγκόσμιου Εργάτη». Με αυτό το σύμφωνο η κυβέρνηση του Καρράνσα υποσχόταν στον Οίκο πλήρη ελευθερία δράσης στα έδαφη που ήλεγχαν οι συνταγματικοί καθώς και την παραχώρηση χρημάτων, χώρων συγκέντρωσης και τυπογραφείων στους αναρχικούς με αντάλλαγμα την οργάνωση «Ερυθρών Ταγμάτων» για την κατάταξη των εργατών στον Συνταγματικό Στρατό. Το 1915 ο Οίκος ήταν η μεγαλύτερη εργατική οργάνωση της χώρας και αριθμούσε 200.000 από όλους τους επαγγελματικούς κλάδους της μεξικανικής οικονομίας. Η συμφωνία απέφερε στους συνταγματικούς τέσσερα τάγματα από βιομηχανικούς εργάτες, οικοδόμους, υφαντουργούς, κλπ. συνολικής δύναμης 9.000 ανδρών και η επίτευξη της οφείλεται σε μεγάλο μέρος στην πολιτική ευφυία του Αλβάρο Ομπρεγόν.

Ο πανέξυπνος στρατηγός έβλεπε τους εργάτες ως δεξαμενή στρατολόγησης πολεμιστών για τον Συνταγματικό Στρατό αλλά και ως πολύτιμο ιδεολογικό σύμμαχο για να εξουδετερωθεί η έλξη που ασκούσε στις μάζες η αγροτική επαναστατική ιδεολογία. Τα κίνητρα του ήταν ιδιοτελή, όπως φάνηκε και από την μετέπειτα στάση του, όταν συναίνεσε στη συντριβή της Γενικής Απεργίας που προκήρυξαν οι αναρχικοί το 1916. όμως, γιατί οι επαναστάτες ηγέτες του Οίκου υπέγραψαν συτό το σύμφωνο σωτηρίας της αστικής τάξης; Γιατί δεν συμπαρατάχθηκαν με το φυσικό ταξικό σύμμαχο τους, τους εξεγερμένους αγρότες και επέλεξαν να προσχωρήσουν στους συνταγματικούς; Ο βασικός λόγος είναι πως υπήρχε πλήρης απουσία πολιτικής επικοινωνίας ανάμεσα στους αγρότες και τους εργάτες. Όπως είδαμε η μερίδα των ηγετών του Οίκου που τασσόταν υπέρ της συνεργασίας με τους ζαπατικούς είχε ήδη αποχωρήσει σύσσωμη από την οργάνωση για να ενταχθεί επίσημα στον Απελευθερωτικό Στρατό. Όταν έγινε η γενική συνέλευση του Οίκου για να αποφασίσει αν θα επικυρώσει το Σύμφωνο, η «ζαπατική» παράταξη των συνδικαλιστών δεν εκπροσωπήθηκε στη διαδικασία. Επιπλέον, ο Ομπρεγόν υποσχέθηκε χειροπιαστά ανταλλάγματα για την εργατική τάξη (αύξηση αποδοχών, μείωση ωραρίου, κλπ.), πράγμα που επικαλέστηκαν οι υπέρμαχοι του Συμφώνου. Μυστηριωδώς, η φιλεργατική προπαγάνδα του Ομπρεγόν έμεινε χωρίς απάντηση από του ζαπατικούς και την προδοτική κυβέρνηση της Συνέλευσης, που δεν πήρε ούτε ένα νομοθετικό μέτρο υπέρ των εργατών κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην εξουσία.

Διάσπαση, Υποχώρηση και Καταστροφή

Έπειτα από μερικές εβδομάδες παραμονής στο Μέξικο Σίτυ, οι αγροτικοί στρατοί ετοιμάστηκαν να εκκενώσουν την πρωτεύουσα για να συναντήσουν τις υποδεέστερες αλλά αναδιοργανωμένες δυνάμεις των συνταγματικών που είχαν καταφύγει την περιφέρεια. Στα απομνημονεύματα του ο καρρανσιστής στρατηγός Χουάν Μπαρραγάν παραδέχεται πως, «οι δυνάμεις των συνταγματικών βρίσκονταν στη χειρότερη δυνατή στρατιωτική κατάσταση». Διασκορπισμένοι και αντιμετωπίζοντας εξαιρετικές δυσχέρειες στον εφοδιασμό, οι συνταγματικοί κατείχαν μόνο το λιμάνι της Βέρα Κρους στα νοτιοανατολικά χάρη στο οποίο μπορούσαν ακόμη να παραλαμβάνουν προμήθειες για τα στρατεύματα τους. Από την άλλη, οι συνασπισμένες δυνάμεις των αγροτών ήταν πανίσχυρες. Διέθεταν άνδρες, άλογα, καθώς και βαρύ πυροβολικό, κανόνια και μυδραλιοβόλα. Επιπλέον, ο Βίγια είχε υπό τον έλεγχο του τις σιδηροδρομικές γραμμές που σήμαινε πως οι αγρότες είχαν τη δυνατότητα να μεταφέρουν ταχύτατα τα στρατεύματα τους σε όποιο μέρος έπρεπε να επιτεθούν ή να υπερασπίσουν.

Ωστόσο, οι πολιτική διάλυση που επικρατούσε στο στρατόπεδο των αγροτών υπερίσχυσε των ευνοϊκών στρατιωτικών συσχετισμών και καταδίκασε την εκστρατεία τους σε αποτυχία. Η αδυναμία των αγροτών ηγετών να καταλάβουν την εξουσία είχε μετριάσει τον επαναστατικό ενθουσιασμό και την ορμή των στρατευμάτων τους. Για πρώτη φορά φώλιαζε στις καρδιές τους η αμφιβολία. Παράλληλα, ο Υπουργός Πολέμου Μάρτιν Λουίς Γκουσμάν έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να σαμποτάρει την εκστρατεία κατά του Καρράνσα. Ειδικά οι ζαπατικοί υπέφεραν από την άρνηση του να διαθέσει πολεμοφόδια και τραίνα για την ταχεία μεταφορά στρατευμάτων στο μέτωπο της Πουέμπλα. Την προδοσία του Γκουσμάν ενάντια στον Απελευθερωτικό Στρατό διευκόλυνε η εσφαλμένη στρατηγική που ακολούθησαν οι αγρότες διασπώντας τις δυνάμεις τους και κατανέμοντας τα στρατεύματα τους σε δύο ξεχωριστά θέατρα επιχειρήσεων, στα βόρεια και βορειοδυτικά υπό τον Βίγια, και στα νότια υπό τον Ζαπάτα. Δεν αναπτύχθηκε μια ενιαία στρατιωτική διοίκηση που θα κατέστρωνε ένα σχέδιο εκστρατείας με προοπτική την επικράτηση των αγροτών σε εθνική κλίμακα. Αντί να μετατραπούν σε έναν τακτικό εθνικό στρατό, οι αγρότες παρέμειναν προσκολλημένοι στις μορφές στρατιωτικής οργάνωσης που είχαν πριν την κατάληψη της πόλης του Μεξικού. Τη στιγμή που είχαν στην κατοχή τους την πρωτεύουσα, ο Βίγια και ο Ζαπάτα εξακολουθούσαν να σκέπτονται σαν ηγέτες ενός αντάρτικου της υπαίθρου. Ο Βίγια θεωρούσε πως η βάση επιχιρήσεων του βρισκόταν στην Τσιουάουα, πολιτεία του βόρειου Μεξικού όπου είχε γεννηθεί, διαθέτοντας ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων του για να περιφρουρήσει τις εκτεταμένες γραμμές ανεφοδιασμού του, ενώ ο Ζαπάτα συνέχιζε να θεωρεί πως ο Νότος ήταν η αποκλειστική περιοχή δικαιοδοσίας του.

Στο διάστημα μεταξύ 06/04/1915 και 11/07/1915 ο Βίγια γνώρισε τέσσερις βαρειές ήττες από τις πειθαρχημένες λεγεώνες του Ομπρεγόν στη Σελάγια και στο Αγκουασκαλιέντες. Οι μανιασμένες επιθέσεις του πεζικού και του ιππικού της Μεραρχίας έσπαγαν η μία μετά την άλλη πάνω στις αμυντικές γραμμές των Ερυθρών Ταγμάτων. Όταν η κούραση και οι απώλειες από τις πολύωρες επιθέσεις εξαντλούσαν τους άνδρες της Μεραρχίας, οι συνταγματικοί αντεπιτίθονταν με φρέσκειες εφεδρίες και πετσόκοβαν τους βιγικούς. Τέσσερις φορές επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό. Η τέταρτη ήττα στο Αγκουασκαλιέντες υπήρξε και η καθοριστικότερη. Μετά τις 11/07 η Μεραρχία ως οργανωμένη στρατιωτική δύναμη έπαψε να υπάρχει.

Στο μεταξύ, ο Ζαπάτα αηδιασμένος από την προδοσία του Γκουσμαν αλλα και από την ενέργεια του Βίγια να συλλάβει και να εκτελέσει στο Μέξικο Σίτυ το μέλος του επιτελείου του Μαρτίνες επειδή είχε προσβάλλει σε ένα άρθρο του την μνήμη του «μάρτυρα» Μαδέρο, απέσυρε τις δυνάμεις του από το μέτωπο της Πουέμπλα και αναδιπλώθηκε στην Μορέλος. Το αγροτικό μέτωπο είχε διαρραγεί και ο δρόμος για το Μέξικο Σίτυ ήταν πλέον ανοιχτός για τους συνταγματικούς. Υπακούοντας στο περιφερειακό κριτήριο του αντάρτη-στρατηγού, ο Ζαπάτα θεώρησε πως οι πολιτείες του Νότου μπορούσαν να του προσφέρουν ασφάλεια. Εκεί θα μπορούσε να αμυνθεί αποτελεσματικά και να προστατεύσει την αγροτική κομούνα που λειτουργούσε στην Μορέλος από το 1915, προσφεύγοντας για μια ακόμη φορά στην παρενόχληση και τον ανταρτοπόλεμο. Όμως, τούτη τη φορά οι υψηλές βουνοκορφές της Μορέλος δεν θα έσωζαν τον Εμιλιάνο και τους άνδρες του.

Ο Ομπρεγόν εγκαταστάθηκε στο Μέξικο Σίτυ και οργάνωσε τις δυνάμεις του υπό την μορφή τακτικού στρατού. Το 1916 μια πανίσχυρη φάλαγγα 40.000 κυβερνητικών στρατιωτών υπό την ηγεσία του αδίστακτου στρατηγού Πάμπλο Γκονζάλες, εισέβαλε στην Μορέλος και άρχισε να καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμα της, εξοντώνοντας συστηματικά τον άμαχο πληθυσμό και λεηλατώντας τα υπάρχοντα του. Παράλληλα, ο Καρράνασα εξέδωσε προεδρικό διάταγμα με το οποίο χορηγούσε αμνηστεία σε όσους οπλαρχηγούς συμφωνούσαν να καταθέσουν τα όπλα και να δηλώσουν υπακοή στην νέα κυβέρνηση. Δυστυχώς για τους αγρότες, πολλοί επαναστάτες διοικητές από τις γειτονικές πολιτείες του νότου (Γκουερέρο, Οαχάκα, Πουέμπλα) αποδέχτηκαν την αμνηστεία και αποστράτευσαν τους άνδρες τους. Έτσι το ζαπατικό αντάρτικο απογυμνώθηκε από τη στρατηγική περιφέρεια του και απομονώθηκε στην Μορέλος. Ο Ζαπάτα και οι παλαιότεροι στρατηγοί του όπως ο Χενοβέδο δελα Ο, συνέχισαν να μάχονται για την επιβίωση της κομούνας, απορρίπτοντας τις κυβερνητικές προσφορές για αμνηστεία και παραχώρηση τίτλων και γης. Εξέφραζαν έτσι ως γνήσιος λαϊκός στρατός τις διαθέσεις των αγροτών της Μορέλος που για πρώτη φορά είχαν αποκτήσει το δικαίωμα να διευθύνουν οι ίδιοι τις υποθέσεις τους μέσω των δημοτικών συνελεύσεων, να δουλεύουν από κοινού τα χωράφια και να κατανέμουν τους πόρους τους ανάλογα με τις δικές τους ανάγκες. Συνεπώς, δεν έδειχναν καμία διάθεση να παραδοθούν.

Παραταύτα, η εκστρατεία γενοκτονίας που διεξήγαγαν οι κυβερνητικές δυνάμεις άρχισε σταδιακά να οδηγεί σε ερήμωση της χώρας και στην καταστροφή της ίδιας της φυσικής ύπαρξης της κομούνας. Οι Ζαπατίστας ήταν τόσο απομονωμένοι και απελπισμένοι για συμμάχους που ο Ζαπάτα για πρώτη φορά αγνόησε την έμφυτη καχυποψία του και κατέβηκε από τα βουνά για να συναντήσει εναν σκιώδη συνταγματάρχη των κυβερνητικών δυνάμεων ονόματι Γκουαχάρδο που είχε ειδοποιήσει μυστικά πως ήθελε να αυτομολήσει με τους άνδρες στην πλευρά των ανταρτών. Ως τόπος συνάντησης είχε οριστεί η χασιέντα Τσιναμέκα. Στις 10 Απριλίου του 1919 ο Εμιλιάνο ξεκίνησε με 10 συνοδούς για τη συνάντηση. Μόλις ο Ζαπάτα και η συνοδεία του φάνηκαν στην είσοδο της χασιέντας ο Γκουαχάρδο ύψωσε το σπαθί του και ήχησε «τιμητικό σάλπισμα». Οι στρατιώτες έκαναν ότι παρουσίαζαν όπλα αλλά την επομενη στιγμή έστρεψαν τα ντουφέκια τους κατά της μικρής έφιππης ομάδας και πυροβόλησαν εξ επαφής. Ο θρυλικός Εμιλιάνο Ζαπάτα έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες. Όμως ο θρύλος του θα ζούσε για πάντα.