Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ’95


Όντας κυρίως προσδιορισμένη από τον τοπικό της περιορισμό, μια εμπειρία αυθόρμητη δεν έχει κατανοήσει τις ίδιες τις δυνατότητες που ενυπήρχαν στον φαινομενικά εχθρικό περιβάλλοντα κόσμο. Κι ενώ έβλεπες την άμυνά μας να καταποντίζεται και το θάρρος ορισμένων να κάμπτεται, βρεθήκαμε μερικοί που σκεφτήκαμε πως θα έπρεπε πιθανόν να συνεχίσουμε, τοποθετούμενοι στην προοπτική της επίθεσης: με δυο λόγια, αντί να περιχαρακωθούμε στο συγκινητικό οχυρό της στιγμής, να ξανοιχτούμε, να επιχειρήσουμε μια έξοδο, να καταλάβουμε το πεδίο και να επιδοθούμε απλούστατα στην πλήρη καταστροφή του εχθρικού αυτού κόσμου, για να ξαναφτιάξουμε κατόπιν, αν γινόταν σε άλλες βάσεις. Είχαν υπάρξει προηγούμενα, μα είχαν τότε ξεχαστεί...”


Γκυ Ντεμπόρ

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ’95

ΝΟΕΜΒΡΗΣ ’73 - ΝΟΕΜΒΡΗΣ ’95

Το μήνυμα της εξέγερσης παραμένει ζωντανό.



Μια εξέγερση, αυτή του Νοέμβρη ’73, αφού πέρασε από επανειλημμένες χειρουργικές επεμβάσεις πάνω στο τραπέζι της προκρούστειας κρατικής παραμόρφωσης, προβλήθηκε ως ανώδυνη γιορτή, η στιγμή “θριάμβου” του δημοκρατικού καθεστώτος.

Μια συμβολική ταφόπλακα της οπισθοδρομικής χούντας των συνταγματαρχών, η φαινομενική δύση του άκρατου συντηρητισμού και του κρατικού ολοκληρωτισμού: αυτή ήταν η εικόνα που οι εξουσιαστές επιθυμούσαν να προτάσσεται απέναντι στην ζωντανή σε πολλούς ακόμη και σήμερα μνήμη εκείνης της εξέγερσης.


Οραματίστηκαν αυτό το ιστορικό κατασκεύασμα να παίξει το ρόλο μιας ουσιαστικής ταφόπλακας όλων αυτών των διαδρομών και πρακτικών που οδηγούν σε αγώνες ανατρεπτικούς ενάντια σε όλο το φάσμα των θεσμοθετημένων εξουσιών.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την εξέγερση του Νοέμβρη του ’73, επανειλημμένα η 17η Νοέμβρη και ο χώρος του Πολυτεχνείου αποτέλεσαν, με την ασυνείδητη συμβολή των αναρχικών, το χωροχρονικό κομβικό σημείο αναφοράς των εξεγερμένων της μητρόπολης που, γιορτάζοντας την λυτρωτική χαρά της σύγκρουσης, με αφορμή την επέτειο, καταπατούσαν και βεβήλωναν- συνειδητά ή μη- την κατασκευασμένη γιορτή της δημοκρατίας, μαζί με όλο το συνονθύλευμα των μασκαρεμένων αξιών που τη συνόδευαν.

Μ’ αυτό τον τρόπο, διαταρασσόταν ο κύκλος της ομαλότητας σε ένα τόπο και χρόνο άρρηκτα συνδεδεμένο με το παρελθόν και την δυναμική ιστορικότητα της κοινωνίας, την οποία καλούσε να βγει από τη λήθη, ενεργοποιώντας μνήμες και συνθήματα και υπενθυμίζοντάς της πως μόνο κατ’ όνομα και όχι κατ’ ουσίαν έχουν αλλάξει τα πράγματα, μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια.

Σε αυτό το σημείο άλλωστε έγκειται- ως ένα βαθμό- η επικινδυνότητα του Πολυτεχνείου ως πόλου αναφοράς των πιο ριζοσπαστικών κομματιών της νεολαίας και των αναρχικών, στο ότι πρόκειται για ένα σημείο διαλεκτικής σύνδεσης με την υπόλοιπη κοινωνία, αφού το συλλογικό υποκείμενο που δρα- συνειδητά ή ασυνείδητα- ως φορέας της ιστορικότητας των αγώνων του παρελθόντος έχει και τις μεγαλύτερες δυνατότητες να διεισδύει στην ίδια την καρδιά της κοινωνίας, μέσα από τις μικρές ή μεγάλες εκρήξεις που προκαλεί. Γι’ αυτό άλλωστε δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί σημείο σφοδρής ιδεολογικής και πολιτικής σύγκρουσης ανάμεσα στο κράτος αφενός και το πιο εξεγερμένο κομμάτι της νεολαίας και τους αναρχικούς αφετέρου- με αποκορύφωμα το Πολυτεχνείο του ’95.

Τα τελευταία χρόνια, η ανανέωση της συνάντησης άγριας νεολαίας- αναρχικών (Πολυτεχνείο ’80, ’85,’88, ’90, ’91, ’94) μέσα σε ένα περιβάλλον προϊούσας όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και η ενεργός παρουσία αναρχικών συντρόφων στα σημεία όπου εκδηλώνονταν αυτές οι αντιθέσεις προλείαναν το έδαφος για το κορυφαίο γεγονός της εξέγερσης του πολυτεχνείο ’95.

Μέρες πριν, οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί, με αιχμή τα Μ.Μ.Ε., άρχισαν να προετοιμάζουν το έδαφος του πολέμου που περίμεναν για την καθιερωμένη μέρα, επιχειρώντας να διαμορφώσουν μια κοινωνική συναίνεση αντιθετική στις βίαιες πρακτικές των 50 “γνωστών- αγνώστων”. Έτσι, πίστεψαν πως θα τρομοκρατούσαν κάθε καταπιεζόμενο που σκεφτόταν να μην ακολουθήσει τη μουσειακή πορεία, παραμένοντας στο χώρο του Πολυτεχνείου, και πως θα εμπεδωνόταν στη συνείδηση όλης της κοινωνίας η ανάγκη απομόνωσης των ελαχίστων “αντικοινωνικών” στοιχείων που κάθε χρόνο “προκαλούν επεισόδια αμαυρώνοντας την επέτειο της δημοκρατίας”.

Η προπαγάνδα του κράτους που για χρόνια πολεμούσε τις όποιες αντιθεσμικές πρακτικές και τη δράση του αναρχικού- αντιεξουσιαστικού χώρου, με το ψέμα, την παραπληροφόρηση και τον μύθο των “γνωστών- αγνώστων”, θεωρήθηκε ότι είχε αποφέρει τους επιθυμητούς καρπούς ώστε να νομιμοποιηθεί στην κοινωνία η όποια εγκληματική κατασταλτική επιχείρηση κρίνονταν αναγκαία, εάν όλα τα υπόλοιπα μέσα ελέγχου και αποτροπής αποδεικνύονταν ανεπαρκή. Οι κρατούντες βασίστηκαν σε μια παλιά αρχή της προπαγάνδας που λέει ότι “μπορείς να πείσεις το λαό για οτιδήποτε, ακριβώς γιατί στο φαντασιακό του, λέξεις και εικόνες υποβάλουν ανακλαστικές συμπεριφορές”. Πίστεψαν πως με την παραπληροφόρηση, μέσω του θεάματος, θα κατάφερναν να πείσουν πως οι αναρχικοί είναι ένας μικρός αριθμός ατόμων, ξεκομμένων από την κοινωνία, που ο λόγος και η δράση τους δεν έχουν καμιά διεισδυτικότητα σε αυτήν.

Πολλά όμως κατέρρευσαν και μαζί και το πολυχρησιμοποιημένο και ξεθωριασμένο παραμύθι των “γνωστών- αγνώστων”, με την επιχείρηση καταστολής του Νοέμβρη όπου μια πραγματικότητα παρουσιάστηκε πολύ διαφορετική από αυτήν που χρόνια τώρα κατασκευαζόταν από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς. Η συνύπαρξη και η σύμπραξη αναρχικών- άγριας νεολαίας καταγράφηκε στην κοινωνία σαν μια πραγματικότητα που έχει τη δύναμη να προκαλεί εκρήξεις και τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον, αποτελούσε και θα αποτελεί μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα

Η ταυτόχρονη εκδήλωση δύο εξεγέρσεων (Πολυτεχνείο, φυλακές Κορυδαλλού) σε διαφορετικά σημεία του κοινωνικού πεδίου και από διαφορετικά υποκείμενα ως φορείς τους, φάνταζε αρκετά μεγάλο πρόβλημα για τους κρατούντες που θα επιθυμούσαν να απέτρεπαν τουλάχιστον τη μία, του Πολυτεχνείου.

Τα “αυστηρά” μέτρα περιφρούρησης του Ε.Μ.Π., μερικά λουκέτα στις πόρτες και λίγες δεκάδες φοιτητικά κομματόσκυλα (θλιβερά απομεινάρια ενός “ένδοξου” παρελθόντος) που είχαν ήδη εκδιωχθεί κακήν- κακώς με τα επεισόδια της 15ης Νοέμβρη, ήταν το σχέδιο κράτους, κομμάτων και πρυτανικών αρχών για να αποτραπεί η κατάληψη του Πολυτεχνείου.

Το απόγευμα της 17ης Νοέμβρη, με ευκολία πέρασαν οι πρώτοι τις πόρτες και κατέλαβαν την μικροφωνική, ώστε μέσα σε λίγες ώρες ο κόσμος μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο να ξεπερνά τα 2.000 άτομα. Ήταν μια αυθόρμητη συσπείρωση όλων αυτών που μέσα από τις ιδιαίτερες διαδρομές του ο καθένας, συναντήθηκαν σε κοινό τόπο και χρόνο, για να πράξουν ένα εγχείρημα λυτρωτικό ενάντια σε ό,τι τους καταπιέζει, να εξεγερθούν.

Πέρα από το ιδιαίτερο παρελθόν του καθένα που είτε είχε επαναλάβει ανάλογες πρακτικές, είτε είχε κάνει προσωπικές εξεγέρσεις ενάντια στους θεσμούς που αγγίζουν τον άμεσο κοινωνικό του περίγυρο- σχολείο, δουλειά, οικογένεια-, είτε επρόκειτο για αναρχικό, είτε για συνειδητά αντιστεκόμενο, είτε για τίποτε από όλα αυτά, εκείνη τη νύχτα έγινε ο πολεμιστής του κοινωνικού πεδίου, καταγράφοντας ιστορικά τη φιγούρα του εξεγερμένου τόσο του παρόντος όσο και του μέλλοντος.

Η συνεύρεση του πλήθους καθοριζόταν από την απουσία, στο μεγαλύτερο βαθμό, κάθε θεσμοθετημένου κοινωνικού ρόλου (εργάτες, φοιτητές, μαθητές κ.λπ.) και συντεχνιακού διαχωρισμού. Αν είναι αλήθεια ότι το νεαρό της ηλικίας των εξεγερμένων καθιστούσε επισφαλή την ενσωμάτωση και την παγίωση οποιασδήποτε επιμέρους κοινωνικής ιδιότητας- πράγμα που τους οδηγούσε πολύ πιο κοντά στο κατώφλι του ξεπεράσματος διαχωρισμών και ρόλων-, είναι εξίσου αλήθεια ότι σαν αναρχικοί, όχι μόνο αποδεχτήκαμε, αλλά και αναδείξαμε αυτή την πραγματικότητα σαν αναγκαία συνθήκη απελευθέρωσης της εξεγερτικής δυναμικής.

Τα χαρακτηριστικά του πλήθους και ο τρόπος που συνευρέθηκε είναι που στοιχεία που δείχνουν πως αυτό το κοινωνικό κομμάτι, μέσα στις σύγχρονες συνθήκες εκμετάλλευσης και καταπίεσης, καλείται να παίξει το ρόλο του προάγγελου των μελλοντικών μορφών κοινωνικής σύγκρουσης, καθώς η ίδια η αναδιαρθρωτική πορεία του κράτους και του κεφαλαίου αλλάζει και τους όρους διεξαγωγής του κοινωνικού- ταξικού πολέμου.

Η καταξιωμένη, πλέον, αρχή της καπιταλιστικής κοινωνίας, το “όλοι εναντίον όλων”, δημιουργεί αναπόφευκτα ρωγμές και προκαλεί ατονία σε κάθε θεσμό που διασφαλίζει την όποια υπαρκτή κοινωνική συνοχή, ιδίως στους χώρους των μητροπόλεων. Το “συλλογικό” αίσθημα και οι δεσμοί συνύπαρξης και συνυποταγής δεν έχουν την ίδια δύναμη, όπως παλιά. Ασφυκτιώσα υποκειμενικότητα, όταν δεν εγκλωβίζεται στον ιδιοτελή και εξατομικευμένο ανταγωνισμό,- φαινόμενο πολύ έντονο στην εποχή μας-, βρίσκει διέξοδο στον κοινωνικό ανταγωνισμό μέσα από τις ρωγμές ενός εδάφους που συνεχώς διαβρώνεται και χωρίς ιδιαίτερους περιορισμούς από τις αλυσίδες της θεσμοθετημένης κοινωνικής οργάνωσης, ψάχνει σε πρώτο στάδιο μέσα από την πολεμική, μια ουσιαστικότερη ταυτότητα.

Ο νέος προλετάριος, σήμερα αδυνατεί να βρει μια σταθερή ταυτότητα μέσα από το πεδίο της παραγωγής, γιατί η ίδια η εξουσία του το αρνείται. Η ρευστότητα κάθε παλιού ρόλου, μέσα σε ένα μεταλλασόμενο περιβάλλον εντεινόμενης εκμετάλλευσης και καταπίεσης, καθιστά ανεδαφικό οποιονδήποτε αγώνα διεκδίκησης και συντεχνιακής παρέμβασης. Γι’ αυτή τη ρευστότητα, εξάλλου, τα αφεντικά έχουν εκφράσει τους φόβους τους, μιας και ένα τέτοιο μέλλον κάνει τα πράγματα ανεξέλεγκτα.

Δεν μένουν πια πολλά περιθώρια βελτίωσης των υλικών συνθηκών ζωής. Για τον καθένα η πραγματικότητα είναι και θα γίνεται όλο και πιο ωμή: πέρα από την άμεση σύγκρουση, πέρα από την καταστροφή του υπάρχοντος, Δε μένει τίποτε άλλο παρά μόνο η περιθωριοποίηση και ο θάνατος.

Πιστεύουμε πως αυτός ο άνεμος μιας μελλοντικής πραγματικότητας φύσηξε εκείνο το βράδυ της 17ης Νοέμβρη και δεν ήταν λίγες οι παρελθοντικές και σβησμένες καταστάσεις που σάρωσε.

Η ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ

Η πολυμορφία στις πρακτικές, τις αγωνίες, τους τρόπους με τους οποίους ο καθένας καταργούσε τους όποιους κοινωνικούς περιορισμούς, τα μέσα που χρησιμοποιούσε (από τον πετροπόλεμο, τις μολότωφ και το κάψιμο της σημαίας μέχρι το λόγο που έβγαινε από τη μικροφωνική και τις μαζικές συνελεύσεις) ανέδειξε τον πλούτο της υποκειμενικότητας, αναγκαίας συνθήκης για την εκδήλωση μιας εξέγερσης.

Όσον αφορά στις επιμέρους πρακτικές που έλαβαν χώρα εκείνο το βράδυ στο Πολυτεχνείο είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να καταγραφούν όλες και να γίνει μια εξαντλητική ερμηνεία των γεγονότων. Ο καθένας εκφραζόταν με την ανάλογη πρακτική που η ιδιαιτερότητά του του επέβαλλε.

Μπορούμε όμως να σταθούμε σε εκείνη την πρακτική που πήρε και τη μεγαλύτερη πολιτική διάσταση: το κάψιμο της σημαίας.

Το κάψιμο της σημαίας έγινε αφού υπήρχαν σημαίες και αφού αυτοί-ες που τις ανακάλυψαν είχαν την έμπνευση να τις χρησιμοποιήσουν για την πιο έντονη εκδήλωση της έχθρας τους απέναντι στα σύμβολα που επιδιώκουν και δημιουργούν “κοινή συνείδηση”. Άλλωστε, για ορισμένους, ήταν απλώς το μέσον για να προκαλέσουν όσο το δυνατόν περισσότερη αγανάκτηση και μίσος στον εχθρό.

Αν ο λόγος περί καταστροφών αποτελούσε, σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις το μόνιμο και τετριμμένο πλέον επιχείρημα της εξουσίας στην προσπάθειά της να ενεργοποιήσει τα μικροαστικά ανακλαστικά των πιο συντηρητικών κομματιών της κοινωνίας, αυτή τη φορά σχεδόν καλύφθηκε από τις υστερικές κραυγές περί απαράδεκτης έως και εγκληματικής ενέργειας του καψίματος της σημαίας. Σε μια εποχή κατάρρευσης των αξιών και σήψης των θεσμών της δημοκρατίας, όπου οι κοινωνικές αντιστάσεις οξύνονται επικίνδυνα από την αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού, η σημαία- ως σημείο κοινής αναφοράς καταπιεστών και καταπιεζόμενων- συμβολίζει ένα από τα τελευταία καταφύγια κοινωνικής συνοχής υπό την σκέπη του κράτους. Πρόκειται για το σύμβολο κάτω από το οποίο κάθε παρέκκλιση και δυσαρέσκεια αμβλύνεται, που εξουσιαστής και εξουσιαζόμενος κατασκευάζουν και αποδέχονται αντίστοιχα τα “κοινά” συμφέροντα. Το κάψιμό της ήταν καταλυτικό, γιατί δήλωσε δημόσια την πολεμική προς κάθε προπύργιο του “συλλογικού” αισθήματος, έγινε η αφορμή για τη δημιουργία ολικής ρήξης και με το τελευταίο σημείο αναφοράς της επιβαλλόμενης συλλογικής ταυτότητας.

Υπερβαίνοντας κάθε όριο νομιμότητας και κάθε κατασκευασμένο κοινωνικό διαχωρισμό, χωρίς ιεραρχία και μεσολάβηση, καταργήσαμε στο εσωτερικό μας- σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός κοινωνιολόγου- “όλους τους κανόνες της δεδομένης κοινωνικής συνύπαρξης”.

Αν θα θέλαμε να δώσουμε έναν καταρχήν ορισμό στην εξέγερση- όσο ο ΄πλούτος και η εμπειρία της πραγματικότητας μπορούν να χωρέσουν σε λέξεις- θα λέγαμε ότι η εξέγερση είναι το γεγονός που πραγματώνεται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, όπου μέσα από την πρόσκαιρη κατάργηση των κοινωνικών περιορισμών και ρόλων, απελευθερώνεται κάθε μορφής υποκειμενικότητα στο δημιουργικό έργο της καταστροφής των θεσμών, των αξιών και των συμβόλων ενός συστήματος εκμετάλλευσης και καταπίεσης.

Η εξέγερση είναι η διαδρομή που μπορεί να προσφέρει την απάντηση στην κατασκευασμένη ρήξη ανθρώπινης φύσης- κοινωνίας, η οποία παρουσιάζεται ως αυτονόητη. Η διαδρομή αυτή για τον καθένα ξεκινά από την ιδιαίτερή του υπόσταση, την πολεμική άρνηση της ίδιας του της αποξένωσης. Με την συνάντηση αυτών των ιδιαίτερων- επιμέρους αρνήσεων γεννιέται η εξέγερση. Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση κυοφορείται η αγωνιώδης αναζήτηση για το ξεπέρασμα του “γενικού ανθρώπου” που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα του πολίτη- υπηκόου, με τα αφαιρετικά χαρακτηριστικά δικαίωμα- υποχρέωση, στα οποία η εξουσιαστική δόμηση αυτού του κόσμου εγκλωβίζει και αλλοτριώνει την ανθρώπινη- κοινωνική φύση.

Η εξέγερση τελικά αποτελεί την πράξη που τελείται κατευθυνόμενη από το ιστορικό υποσυνείδητο, σύμφωνα με το οποίο ο άνθρωπος αμφισβητεί και τελικά πολεμά κάθε καταναγκασμό που τον εμποδίζει να βρει την ανθρώπινη και κοινωνική του ουσία. Η ατομική πρωτοβουλία και ιδιαιτερότητα είναι αυτές που ξεπετιούνται από τα συντρίμμια της καταστροφής. Είναι η στιγμή που γεννιέται η ουσιαστική ανάγκη για την κατάργηση κάθε εμποδίου που αρνείται στην προσωπικότητα του καθένα την εκδήλωση και την ολοφάνερη ανάπτυξή της.

Μέσα στη δημιουργική καταστροφή της εξέγερσης ταυτόχρονα προκύπτει και η αναγκαιότητα της ένωσης μέσα στην άπειρη διάσπαση. Εκείνο το βράδυ της 17ης Νοέμβρη, αυτό που κάναμε σαν αναρχικοί ήταν να βάλουμε τα θεμέλια της αυτοοργάνωσης, του μόνου επαναστατικού τρόπου δόμησης ενός κοινωνικού χώρου, όπου τα πάντα έχουν καταλυθεί. Μέσα σε χώρους δράσης, αντίστασης και αγώνα που είναι τα μόνα πεδία που κατακτιέται η ουσιαστική χειραφέτηση, η όποια συγκροτημένη πολιτική μερίδα “δεν έχει το ρόλο ούτε προστάτη, ούτε του ευεργέτη, ούτε του δικτάτορα του λαού, αλλά του μαιευτήρα της αυθόρμητης χειραφέτησής του” (Μπακούνιν). Και ο ίδιος πολύ σωστά συμπληρώνει: “ Η ταραχή είναι το πάθος της λαϊκής ζωής, η μόνη ικανή να απαλλάξει όλο αυτό τον κόσμο από τις αδικίες που υπάρχουν...”

Το πάθος αυτό υπάρχει και όπως κανένα καθεστώς δεν είναι ικανό να το εξαφανίσει, έτσι και καμιά πρωτοπορία- όσο διακριτική κι αν είναι- δεν είναι ικανή να το δημιουργήσει.

Πολλοί κατά τη διάρκεια της νύχτας αποχώρησαν, πολλοί όμως ήταν και αυτοί που- παρά τις ολονύκτιες πιέσεις των πρυτανικών αρχών, παρά τα αλλεπάλληλα μηνύματα για την καταπάτηση του ασύλου- αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν αυτό το εγχείρημα. Εξάλλου δεν ήταν λίγοι αυτοί που γνώριζαν πόσα σήμαινε και πόσα περισσότερα θα σημάνει στο μέλλον, τόσο για τους ίδιους όσο και για την κοινωνία ολόκληρη.

Στο τελικό μήνυμα του χτυπήματος της κατάληψης απ’ τις δυνάμεις καταστολής, καταφέραμε να νικήσουμε την τρομοκρατία μιας σύλληψης που θα ακολουθούσε και να μετατρέψουμε τις τελευταίες και πιο δύσκολες ώρες σε γιορτή. Εκείνο το ξημέρωμα της 18ης Νοέμβρη, η ιστορία θα μπορούσε να έχει πολλές εκδοχές, διόλου άγνωστες και ασύλληπτες για μας. Η στάση που υιοθετήθηκε τελικά δεν ήταν ούτε προϊόν σύμπτωσης, ούτε προϊόν ανάγκης, λόγω της υποτιθέμενης έλλειψης άλλων εναλλακτικών επιλογών. Ήταν αντίθετα συνειδητό προϊόν της επιθυμίας μας να ανεβρεθεί εκείνο το κοινό σημείο σύγκλισης όλων που θα υπηρετούσε ταυτόχρονα το στόχο της μέχρι τέλους υπεράσπισης του εξεγερτικού εγχειρήματος. Έτσι επιλέξαμε να κρατηθούμε ενωμένοι και όρθιοι και αρνηθήκαμε να εγκαταλείψουμε το χώρο του Πολυτεχνείου, ακυρώνοντας τα σχέδια των κατασταλτικών μηχανισμών να μας επιτεθούν, να μας διασπάσουν και να προχωρήσουν σε “ανώδυνες” για το κράτος συλλήψεις, έξω από το χώρο του Πολυτεχνείου. Με την εμπειρία πολλών από προηγούμενες συγκρούσεις, ακόμα και συλλήψεις και την πίστη στη δυναμική του εγχειρήματος, καταφέραμε να διατηρήσουμε μέχρι τέλους την ιδιότητα του εξεγερμένου. Στις επανειλημμένες εκκλήσεις των μπάτσων και των εισαγγελέων, αρνηθήκαμε να παραδοθούμε. Οι ανήλικοι, παρά τις διαβεβαιώσεις του εισαγγελέα ότι θα αφήνονταν ελεύθεροι, αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους. Σταθήκαμε με περηφάνια ο ένας δίπλα στον άλλο,, αντιπαρατάσσοντας στα πάνοπλα ανθρωποειδή του νόμου και της τάξης το πιο ισχυρό όπλο, την αλληλεγγύη, που μόνο το ασίγαστο πάθος για ελευθερία μπορεί να γεννήσει.

Τελικά, το μήνυμα της αντίστασης και της αξιοπρέπειας διαπέρασε το τείχος που έστησαν από κοινού οι ένστολοι και μη φρουροί του κράτους και των Μ.Μ.Ε., καταδεικνύοντας ότι η εξουσία δεν είναι άτρωτη, όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με ανθρώπους που τους συνδέει η συντροφικότητα, η αποφασιστικότητα και η πίστη σ’ αυτό που δημιουργούν, δεν είναι άτρωτη στο βαθμό που δεν κατορθώνει να εμπνεύσει τον τρόμο και να κάμψει τη βούληση για αγώνα.

To κράτος δεν ανέχεται να υπάρχουν υποκείμενα που επιλέγουν μόνα τους το χώρο και το χρόνο που θα αντισταθούν, δεν επιτρέπει την αυτοοοργάνωση, αυτό τον όρο της κοινωνικής δόμησης που απ’ τη φύση του είναι πολεμικός στον εγκλωβισμό της μεσολάβησης.

Το χτύπημα της κατάληψης έπρεπε να γίνει για να λειτουργήσει παραδειγματικά σε όλους αυτούς που από άλλα σημεία του κοινωνικού πεδίου παρακολουθούσαν ένα εγχείρημα να πραγματώνεται πέρα από κάθε προσδοκία, πέρα και ενάντια σε κάθε θεσμοθετημένο όριο.

Εμείς από την άλλη, γνωρίζαμε ότι έπρεπε να παραμείνουμε αυτοί που ήμασταν όλο το βράδυ. Έπρεπε να διατηρήσουμε το ηθικό και τη συνοχή μας. Με την προηγούμενη εμπειρία πολλών και το πνεύμα συντροφικότητας που διατηρήσαμε ακόμα και μέσα στην Ασφάλεια, καταφέραμε να υπονομεύσουμε σε μεγάλο βαθμό την ίδια την προανακριτική διαδικασία, αρνούμενοι οποιαδήποτε συμμετοχή σε αυτήν. Ο λόγος και η στάση μας έδειχνε ότι παραμένουμε αγωνιζόμενοι, ακόμα και μέσα στα κρατητήρια, ανατρέποντας ουσιαστικά ακόμη και αυτόν τον ρόλο του κρατούμενου. Αφού έγινε η πρώτη “επιλογή” από το κράτος, με βάση το παρελθόν, την ηλικία και την ιδιότητα του καθένα- κίνηση που επανατοποθετούσε βίαια όλους αυτούς τους διαχωρισμούς που εμείς είχαμε καταργήσει- παραμείναμε 137 στα κρατητήρια της ασφάλειας.

Στην προσπάθεια των δεσμοφυλάκων να επιβάλλουν την πειθαρχία και την τάξη, μέσω της απομόνωσης ενός συντρόφου, με στόχο την παραδειγματική τιμωρία του, η αντίδρασή μας ήταν άμεση και δυναμική, με αποτέλεσμα ο σύντροφος να επιστρέψει γρήγορα ανάμεσά μας και τα κρατητήρια να μετατραπούν σε χώρο ζωτικό, με αλλεπάλληλες συνελεύσεις, πραγματώνοντας έναν τρόπο συνύπαρξης ασύλληπτο για τα κυρίαρχα κοινωνικά δεδομένα.

Λίγες μέρες αργότερα, η δίκη των 137, με τις αυθαίρετες ομαδοποιήσεις και το γελοίο κατηγορητήριο, που στερούνταν κάθε προσχήματος νομιμότητας, μας έδωσε την ευκαιρία να μετατρέψουμε τη δικαστική αίθουσα σε χώρο σύγκρουσης και βεβήλωσης του θεσμού της δικαιοσύνης, ανατρέποντας τον ίδιο το ρόλο του κατηγορούμενου και καταδεικνύοντας το ευάλωτο ενός θεσμού που εμφανίζεται παντοδύναμος απέναντι στην κοινωνία.

Όμως μια νίκη δεν επαναλαμβάνεται ποτέ στον ίδιο τόπο, με τον ίδιο τρόπο και σε κοντινό χρόνο, ιδίως όταν στηρίζεται στον αιφνιδιασμό, όπως πολύ σωστά παρατήρησε ένα μέλος της Ένωσης Δικαστών. Η σκλήρυνση της στάσης της δικαστικής εξουσίας, μετά την αρχική έκπληξη, ήταν αναμενόμενη, με αποτέλεσμα την επίδειξη πυγμής μπροστά σε έδρανα που επιλέξαμε να αφήσουμε άδεια πίσω μας και σε ελάχιστους μετανιωμένους που εκλιπαρούσαν την επιείκεια του δικαστηρίου.

Με διάχυτη εκδικητικότητα βάλθηκαν να αποκαταστήσουν το κύρος της δικαιοσύνης, γκρεμίζοντας το ένα μετά το άλλο κάθε κοινωνικό καταφύγιο που ονομάζεται πολιτικό δικαίωμα και κοινωνική ελευθερία. Μέσα στη δικαστική αίθουσα, καταδείξαμε τον υποκριτικό χαρακτήρα των νόμων που οι ίδιοι εφαρμόζουν κατά βούληση, αποδεικνύοντας πως κάθε δικαίωμα πολιτικό και κοινωνικό είναι μια συνθήκη ανακωχής ενός κοινωνικού πολέμου, που περικλείει από τη φύση της τη διαιώνισή του και καταστρέφεται, όποτε ο πόλεμος παραβιάζει τα δοσμένα όρια νομιμότητας.

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ’95 ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Το Πολυτεχνείο του ’95 έγινε η ιστορική σφραγίδα πάνω στο λόγο των πιο ριζοσπαστικών κομματιών της κοινωνίας που συνειδητά αρνούνται την ύπαρξη της όποιας ουσιαστικής διαφοράς ανάμεσα στην χούντα και τη δημοκρατία. Η τελευταία με τη στάση της ταυτίστηκε με το καθεστώς των συνταγματαρχών, βάζοντας τα ΜΑΤ μέσα στο Πολυτεχνείο και προχωρώντας σε μια από τις μαζικότερες συλλήψεις των τελευταίων δεκαετιών. Φάνηκε πόσο λεπτές και εύθραυστες είναι οι κοινωνικές ισορροπίες, πως μόνο με τη βία μπορεί να διατηρηθεί η κοινωνική ειρήνη και πως η τάξη δεν εννοείται, επιβάλλεται. Εξάλλου, “ένα δημοκρατικό κράτος μπορεί να γίνει πολύ απολυταρχικό, πιο απολυταρχικό ακόμα και από το μοναρχικό κράτος, όταν με το πρόσχημα ότι αντιπροσωπεύει τη βούληση του συνόλου, βαραίνει πάνω στη βούληση και την ελεύθερη κίνηση κάθε μέλους του, με όλο το βάρος της συλλογικής του εξουσίας.”

Με την καταστολή της κατάληψης του Πολυτεχνείου, καταδείχτηκε για μια ακόμη φορά ότι η εξουσία δεν ανέχεται οποιαδήποτε εστία αντίστασης και αυτοοργάνωσης που αμφισβητεί έμπρακτα την αναγκαιότητα διαμεσολάβησης των κοινωνικών σχέσεων από το κράτος και, κατά συνέπεια, την αναγκαιότητα ύπαρξης του ίδιου του κράτους ως μοναδικής και αναντίστρεπτης πραγματικότητας.

Σίγουρα, πολλές άλλες εστίες εξέγερσης και αντίστασης προηγήθηκαν και πολλές θα ακολουθήσουν. Όμως το Πολυτεχνείο του ’95 θα παραμείνει σταθμός, γιατί κατάφερε να σφραγίσει το Πολυτεχνείο του ’73, που εδώ και 22 χρόνια, έπαιζε το ρόλο του βωμού της δημοκρατίας. Σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να παραβιάσει πολλά οχυρά- θεσμούς της αστικής δημοκρατίας, αναδεικνύοντας την προχωρημένη σήψη τους και τα σαθρά θεμέλια ενός πολιτεύματος που όλο και περισσότερο επιβάλλεται με τη βία.

Υπήρξε ένα γεγονός που τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της εποχής μας. Κανείς δεν μπόρεσε να μείνει ανεπηρέαστος από τα κύματα που ξεσήκωσε, ακόμα κι αν βρισκόταν στο πιο απομακρυσμένο σημείο από την εστία των γεγονότων. Η κοινωνική γαλήνη διακόπηκε, έστω και για λίγο, και η σκέψη πως “κάτι δεν πάει καλά στην κοινωνία” άγγιξε και τους πιο ναρκωμένους. Κάποιοι στάθηκαν θετικά κι αφέθηκαν να ανιχνεύουν από που πηγάζει αυτή η έκρηξη. Πολλοί αναθεμάτισαν τόσο το συγκεκριμένο γεγονός, όσο και αυτούς που το δημιούργησαν, αναζητώντας μάταια τους τρόπους για να μην επαναληφθούν ποτέ παρόμοια γεγονότα. Άλλοι έμειναν έκπληκτοι απ’ το βάθος και την έκτασή του, κι άλλοι βιάστηκαν να στραφούν ξανά στην ηρεμία της καθημερινότητας, διαμαρτυρόμενοι γι’ αυτούς που- έστω και για λίγο- τους τάραξαν την ησυχία.

Πίσω όμως από την επιφάνεια, πίσω από τις ανακλαστικές συμπεριφορές, που μεγενθύνονται μέσα από τον παραμορφωτικό φακό του θεάματος, το πρόταγμα της αυτοοργανωμένης ανατρεπτικής δράσης παραμένει επίκαιρο και εξαιρετικά επικίνδυνο, μέσα στις εκρηκτικές συνθήκες που γεννά η αποδιάρθρωση των κοινωνικών και οικονομικών δομών, με την κοινωνική εξαθλίωση που προκαλεί και την εντεινόμενη καταστολή που επιτάσσει. Τα κοινωνικά κομμάτια που είναι από τη θέση τους υποχρεωμένα να αντιστέκονται στην αναδιαρθρωτική επέλαση του κράτους και του κεφαλαίου (νεολαίοι, εργάτες, αγρότες, τοπικές κοινωνίες κ.λπ.) λαμβάνουν θετικά το μήνυμα της εξέγερσης και καθώς τα διαπραγματευτικά όρια διεκδίκησης διαρκώς στενεύουν, οι αντιστάσεις τους ήδη αποκτούν και θα αποκτούν ολοένα και περισσότερο το χαρακτήρα ανεξέλεγκτων εκρήξεων που δονούν το ήδη ασταθές που πάνω του κινούνται οι πάσης φύσεως εξουσιαστές.

Το Πολυτεχνείο του ’95 έδωσε μια εικόνα μόνο των δονήσεων που προκαλεί η ασφυξία και η λύσσα των καταπιεσμένων, ήταν ένας οιωνός μιας επαπειλούμενης, γενικευμένης κοινωνικής ανάφλεξης. Ένα γεγονός - τομή που χαράχτηκε στη μνήμη της κοινωνίας και περιμένει εκείνα τα ερεθίσματα, εκείνες τις επόμενες μικρές ή μεγάλες εκρήξεις για να ξανάρθει στην επιφάνεια, για να ζωντανέψει σαν οδηγός που θα καθορίσει το μέλλον.

Όλος ο μηχανισμός του θεάματος με τις ορδές των αναλυτών και των κοινωνιολόγων βάλθηκε να επεξεργάζεται το γεγονός και να αναλύει τους φορείς του: τους εξεγερμένους. Γρήγορα απέδειξαν την αδυναμία τους να συλλάβουν το γεγονός σε όλες του τις διαστάσεις και στράφηκαν είτε στον αρνητικό σχολιασμό είτε στην αναζήτηση των αιτιών που γεννούν τέτοια “φαινόμενα”. Την αρχική απόπειρα εγκληματοποίησης των εξεγερμένων, τη διαδέχτηκε η τάση αποπολιτικοποίησης του γεγονότος, με τη μηχανιστική αναγωγή του στα αδιέξοδα που γεννά η κοινωνία σε κομμάτια της νεολαίας. Όμως, είτε πρόκειται για το μύθο των “γνωστών-αγνώστων”, είτε για εκείνο των “προβληματικών παιδιών της διπλανής πόρτας”, ο στόχος παραμένει ο ίδιος: η απομόνωση, η απονεύρωση και ο ευνουχισμός, όχι απλώς ενός εξεγερτικού εγχειρήματος, αλλά και της ίδιας της ιδέας της εξέγερσης, που με αυτόν τον τρόπο επιχειρείται να εμφανιστεί είτε ως εγκληματική και παράλογη, είτε ως τυφλή και αδιέξοδη.

Από την άλλη, η κοινωνική βαρύτητα των γεγονότων ανάγκασε τους πιο “ευαίσθητους” να σταθούν διαιτητικά στη μέση, αντιτιθέμενοι στην αυταρχικότητα και εκδικητικότητα των κατασταλτικών μηχανισμών, στην προσπάθειά τους να καταδείξουν την αναγκαιότητα επαναφοράς των εξουσιών του κράτους στα προϋπάρχοντα όρια.

Όμως το Πολυτεχνείο του ’95 δημιούργησε ένα κοινωνικό ρήγμα που είναι πολύ δύσκολο να κλείσει. Κάποιος κοινωνιολόγος ανέφερε ότι αν δεν ξεπεραστούν τα αίτια που γέννησαν αυτό το γεγονός, “είναι ορατός ο κίνδυνος οι στασιαστικές αντιπαραθέσεις να εξελιχθούν κάποια μέρα σε γενικευμένη αιματηρή σύγκρουση”.

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη έβρισκαν το αληθινό τους νόημα, όσο η αντίσταση έπαιρνε σάρκα και οστά στα πεδία που ανοίγονταν μπροστά μας και έδιναν αφορμές για δράση.

Σε πολλές δύσκολες στιγμές που οι κλυδωνισμοί που δημιουργεί η καταστολή γίνονται αισθητοί, όσοι διαπνέονταν από την πίστη στην ανατρεπτική δύναμη του εγχειρήματος γίνονταν με τη στάση τους πηγή έμπνευσης και για τους υπόλοιπους, πυροδοτώντας τη δυναμική της αλληλεγγύης πέρα και ενάντια σε κάθε δεδομένη κοινωνική “πραγματικότητα”.

Όταν η σκόνη στο πεδίο της μάχης άρχισε να καταλαγιάζει, μετά το πέρας των πρώτων και πιο σκληρών επεισοδίων, αρχίσαμε να βλέπουμε πιο καθαρά τα αποτελέσματά της, τις απώλειες, τους μετανιωμένους και τους φοβισμένους, αλλά και τους αποφασισμένους να συνεχίσουν τον κοινωνικό πόλεμο που το Πολυτεχνείο υπήρξε μια στιγμή του.

Πολλοί ίσως να είναι αυτοί που σήκωσαν στις πλάτες τους ένα ιστορικό γεγονός πολύ βαρύτερο από τις αντοχές τους. Το Πολυτεχνείο τελικά ξεπέρασε -ως ένα βαθμό- τα ίδια τα υποκείμενα που το δημιούργησαν. Η μιζέρια της καθημερινότητας απορρόφησε αρκετούς που τελικά βρέθηκαν να αποδοκιμάζουν μπροστά σε δικαστές τα γεγονότα που με τόσο πάθος δημιούργησαν μέχρι και τη σύλληψή τους. Ουσιαστικά όμως αποκήρυξαν τον ίδιο τους τον εαυτό και αυτή η διαδρομή τις περισσότερες φορές δεν έχει επιστροφή. Ίσως δεν γνώριζαν τον εχθρό, ίσως τον εαυτό τους. Ίσως να μην γνώριζαν τίποτα απ’ τα δύο. Ίσως το μόνο που μπορούσαν να διαγνώσουν ήταν το πανηγύρι της εξέγερσης (όπως πολλοί εκείνο το βράδυ χαρακτήρισαν) και την επιθυμία να συμμετέχουν.

Ένας παλιός γνώστης του πολέμου ανέφερε πως “αν γνωρίζεις τον εχθρό και τον εαυτό σου δεν έχεις ανάγκη να φοβάσαι το αποτέλεσμα (ακόμη και) εκατό μαχών. Αν γνωρίζεις τον εαυτό σου αλλά όχι τον εχθρό, για κάθε νίκη που θα κερδίζεις θα έχεις και μία ήττα. Αν δεν γνωρίζεις ούτε τον εαυτό σου, ούτε τον εχθρό, θα νικηθείς σε κάθε μάχη”. (Σουν Τσου).

Τη εξέγερση του Νοέμβρη του ’95 και όλα όσα επακολούθησαν πολλοί βιάστηκαν να τα ξεχάσουν. Για όσους δεν αντιλαμβάνονται το καινούριο που μια κορυφαία εμπειρία τους προσφέρει και μην μπορώντας να ξεπεράσουν το κενό που αφήνει η συγκίνηση ενός γεγονότος, όσο απομακρύνεται κανείς χρονικά από αυτό, είναι μοιραίο να προσπαθούν να καλύψουν αυτό το κενό κάτω από τον εκβιασμό της κρατικής καταστολής, επαναλαμβάνοντας τον εαυτό τους και τις “εγγυημένες” συνταγές κινήσεων και τακτικών του παρελθόντος. Η έλλειψη στιγματισμού των δηλώσεων μετανοίας, από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε αυτό το φαινόμενο και η σταδιακή -συνειδητή ή μη- αποσιώπηση του εξεγερτικού εγχειρήματος αφαίρεσαν σιγά - σιγά το έδαφος που πάνω του θα μπορούσε να στηριχτεί και να αναπτυχθεί η αλληλεγγύη, αφού η τελευταία ποτέ δεν είναι αυτονόητη σε καμιά σχέση υπό κρατική δίωξη.

Πλάι στα τεχνάσματα του Κράτους με τους απανωτούς διαχωρισμούς, συμπληρωματικά ως προς τον κατακερματισμό των εξεγερμένων της 17ης Νοέμβρη λειτούργησαν οι εχθρικές απόψεις προς το εγχείρημα, όπως κι αν αυτές εκφράστηκαν. Κάθε αποκήρυξη του γεγονότος υπήρξε ρηχή και θεαματική και σαν στόχο είχε να κλονίσει τη βούληση των δημιουργών του από μια γωνία και με τρόπο που το Κράτος και η καταστολή δεν θα κατάφερναν.

Στο διάστημα που ακολούθησε τη δίκη των 137, κάποιες επιμέρους, αλλά σημαντικές πρωτοβουλίες αντιπληροφόρησης, και κυρίως η αξιοπρεπής στάση πολλών συντρόφων μέσα στα δικαστήρια κατάφεραν να σπάσουν την εξισωτική σχέση αγωνιστών και μετανιωμένων, να διαφοροποιήσουν και κατ’ επέκταση να περιφρουρήσουν -στο μέτρο του δυνατού- τα υποκείμενα που στάθηκαν υπεύθυνα απέναντι στις επιλογές τους από αυτούς που ζητούσαν συγχώρεση από τους διώκτες τους.

Τελικά όμως καμιά απώλεια, κανένας μετανιωμένος δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός της εξέγερσης που κατέγραψε ανεξίτηλα τα χνάρια του στο ιστορικό πεδίο. Ποιος άλλωστε μπορεί να ισχυριστεί ότι υπήρξε ποτέ κοινωνική σύγκρουση χωρίς απώλειες και ηττημένους;

Το Πολυτεχνείο του ’95 ήταν ένα γεγονός με πολιτικές αιτίες και αποτελέσματα. Όπως είναι επόμενο, το Κράτος έπρεπε να προβάλει μπροστά στη δράση που γεννιόταν μια αντίδραση ανάλογη προς τη δυναμική που αντιμετώπιζε προκειμένου να την εκμηδενίσει. Η μεγαλύτερη όμως μέριμνα της καταστολής και στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν να φέρει τους δημιουργούς του γεγονότος ατομικά αντιμέτωπους με το τίμημα των επιλογών τους, ώστε να αποποιηθούν την ευθύνη της πράξης αυτής που τους κατέστησε -πολλούς για πρώτη φορά- δρώντα υποκείμενα στο κοινωνικό πεδίο.

Ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την ικανότητά του να γράφει ιστορία, από τη στιγμή που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως υποκείμενο με ύπαρξη χρονικά καθοριζόμενη, από τη στιγμή που συνειδητοποιεί το δυναμικό χαρακτήρα της υπόστασής του. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι εξεγερμένοι αποκτούν αυτή τη συνείδηση κατά τη διάρκεια των γεγονότων που δημιουργούν. Εξεγέρσεις και κινήματα αποτελούν τα πεδία όπου ο καθένας μπορεί να ανακαλύψει τη ζωογόνα την πολιτική και κοινωνική του ουσία. Μέσα από τις μικρές και μεγάλες σελίδες της ιστορίας που κομμάτια της κοινωνίας γράφουν με τις πράξεις τους και μέσα από τη βαθιά κατανόηση της σημασίας των πράξεων αυτών σε κάθε επίπεδο, μπορεί να αναπτυχθεί η επαναστατική συνείδηση. Αυτή, εξάλλου, είναι το πιο δυνατό όπλο που έχει τη δύναμη να πολεμήσει ενάντια σε μια πραγματικότητα που θέλει το Κράτος σαν το μοναδικό υποκείμενο που γράφει ιστορία, με τη χρήση της κοινωνίας ως αντικείμενο της αποστολής του. Τίποτα από ό,τι περιέχει η ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι απλά συμβάντα, αλλά γεγονότα, με αιτίες και αποτελέσματα. όταν αναγνωρίζονται τα γεγονότα αυτά και η βαρύτητά τους από τους φορείς του, τότε οι τελευταίοι μπορούν να σπάσουν τη δυαδικότητα υποκειμένου (κράτους) -αντικειμένου (κοινωνίας) που οι κρατούντες θέλουν να παρουσιάζουν σαν μια πάγια πραγματικότητα, τότε μπορούν να μετατραπούν σε υποκείμενα που με τη δράση τους έχουν τη δυνατότητα να ανατρέψουν τη “μονόδρομη” πραγματικότητα πλήρους εξάρτησης και καταπίεσης.

Αυτό είναι το πιο εύφορο ‘έδαφος για την ανάπτυξη αλληλεγγύης, η οποία είναι από τη φύση της πολεμική προς την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Αποτελεί το ζωτικότερο στοιχείο που θεμελιώνει τις σχέσεις των δρώντων υποκειμένων ως απαραίτητη συνιστώσα της δυναμικής τους παρέμβασης στο κοινωνικό πεδίο, αποτελεί την ουσία της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ ανθρώπων που αναζητούν την ελευθερία μέσα από την καταστροφή του εχθρικού κόσμου που τους περιβάλλει.

Αντίθετα, η “παροχή βοήθειας” προς τους πάσχοντες από την κρατική καταστολή μπορεί να έχει το χαρακτήρα της συμπόνιας, της συμπάθειας, της συμπαράστασης, πάντως όχι της αλληλεγγύης. Μια τέτοια στάση, ενδεδυμένη το μανδύα της αλληλεγγύης, όχι μόνο αδικεί τους διωκόμενους αγωνιστές, αντιμετωπίζοντάς τους συλλήβδην ως θύματα, αλλά επιπλέον διαστρέφει ή και αποσιωπά το ίδιο το γεγονός της εξέγερσης,- εκείνης δηλαδή της δράσης που αναπόφευκτα συναντά την κρατική αντίδραση και καταστολή-, λειτουργώντας ανασχετικά στην παραπέρα ανάπτυξη του αγώνα.

Η αλληλεγγύη δεν μπορεί παρά να υπάρχει από τον καθένα για όλους και από όλους για τον καθένα, αφού όμως έχει αναγνωριστεί και κατανοηθεί βαθιά η αιτία που παρέχει σε όλους τη δυνατότητα να ορθώνονται δυναμικά στο κοινωνικό πεδίο. Και η αιτία δεν είναι άλλη από τα γεγονότα που από κοινού έχουν δημιουργήσει. Με αυτό τον τρόπο, η αλληλεγγύη σφραγίζει σχέσεις βαθιάς εμπιστοσύνης που μπορούν να ανοίξουν τους μελλοντικούς δρόμους αντίστασης και αγώνα.

Το Πολυτεχνείο, όπως συμβαίνει και με κάθε σημαντικό γεγονός, υπήρξε τοπ σταυροδρόμι που συναντήθηκαν οι επιμέρους ιστορίες εκατοντάδων ανθρώπων. Τα πάθη, οι αγωνίες, οι φόβοι, η ελπίδα, η συντροφικότητα υπήρξαν σελίδες αυτής της υπόθεσης που καταγράφηκαν από το ζωντανό παρελθόν της κάθε ατομικότητας. Η τομή που δημιούργησε περνώντας μέσα από την κοινωνία, προεκτείνεται τόσο στις σχέσεις μεταξύ μας κι όλων όσων συμμετείχαν, όσο και στον καθένα ξεχωριστά, για να καθορίσει το παρόν και να στιγματίσει το μέλλον.

Κάθε τόπος και κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, το δικό της παλμό, και είναι εις βάρος μας όταν συνειδητά ή ασυνείδητα δεν τα βλέπουμε.

Το Πολυτεχνείο, σαν ένα κορυφαίο γεγονός που ήταν, σαν συμπύκνωση και έκρηξη των κοινωνικών αντιφάσεων της εποχής μας, έχει πολλές δυνατότητες, αν κατανοηθεί βαθιά, να συνεισφέρει στην πολιτική ωριμότητα του καθένα μας, να εμπνεύσει και να φωτίσει τις επόμενες πράξεις μας. Χωρίς να ξεχνάμε πως τίποτα ιστορικά δεν επαναλαμβάνεται, αφού είναι τετελεσμένο, και χωρίς να επιδιώκουμε κάτι τέτοιο, γνωρίζουμε πως ό,τι πετυχαίνουμε πάντα και ό,τι χάνουμε είναι αυτό που θα προστεθεί ή θα λείψει αντίστοιχα από τη μελλοντική μας δράση.

Όσοι από μας ή άλλοι καταφέρουν να δημιουργήσουν τα επόμενα πεδία μαχών καλύτερα από εκείνα του Πολυτεχνείου, είναι και εκείνοι που θα ασκήσουν έμπρακτη κριτική στο όλο εγχείρημα. Κάθε εκ του ασφαλούς παρατήρηση του ενεργού κοινωνικού πεδίου όσων η μόνη σχέση με τα κοινωνικά δρώμενα είναι η ανέμπρακτη κριτική, παραμένει πάντα κενή ουσίας και αδιάφορη για όσους επιλέγουν τη δράση -με όλα τα προβλήματα που αναπόφευκτα τη συνοδεύουν- από τη φαντασιακή επινόηση ιδεατών προτύπων που βρίσκονται πέρα και έξω από την κοινωνική πραγματικότητα και τις αντιφάσεις της.

Ο καταπιεσμένος που εξεγείρεται είναι αυτός που μπορεί να λειτουργήσει ανατρεπτικά και μόνο μέσα από τη δράση, από τα γεγονότα που αυτός μαζί με άλλους δημιουργεί, υπάρχει δυνατότητα να αναπτυχθεί επαναστατική συνείδηση.

Όποιος είναι ζωντανός κοινωνικά και πολιτικά, όποιος επιλέγει τη δράση από την αδράνεια, βάζοντας όσο μπορεί τους δικούς του όρους σε κάθε μέτωπο που ανοίγεται μπροστά του, όποιος έχει πλήρη συνείδηση της κοινωνικής και πολιτικής του ύπαρξης και στέκεται διορατικός στο παρόν, έχοντας ζωντανή τη μνήμη του παρελθόντος, είναι αυτός που μπορεί να καταφέρει το επιθυμητό για μας: να λειτουργήσει σαν πυροδότης σε όποιο σημείο του κοινωνικού πεδίου μπορεί να προκληθεί ανάφλεξη με την παρέμβασή του.

Κύκλος Αναρχικών για την Κοινωνική Εκτροπή

Υ.Γ: Μέσα από τεμνόμενες διαδρομές -που το Πολυτεχνείο υπήρξε μια κορυφαία, αλλά όχι η πρωταρχική στιγμή τους- αναπτύχθηκαν μεταξύ μας σχέσεις συντροφικές με ρίζες τόσο βαθιές ώστε το πέρας του συγκινησιακού να μην μπορεί να τις σαρώσει.

Το παρόν κείμενο γεννήθηκε από την κοινή μας ανάγκη να ερμηνεύσουμε την ουσία και τη δυναμική ενός εξεγερτικού εγχειρήματος στο οποίο είχαμε την τύχη να συμμετάσχουμε. Επιθυμία μας είναι να λειτουργήσει σαν πέτρα που θα θρυμματίσει τον καθρέφτη όπου ο καθένας αναζητά το είδωλο μιας βολεμένης καθημερινότητας για την πρόσκαιρη αυτοεπιβεβαίωσή του. Μόνο τότε η πέτρα αυτή θα έχει τη μέγιστη δυνατότητα να αναταράξει τα λιμνάζοντα νερά της κοινωνικής “πραγματικότητας” που όλοι ζούμε.

Στην επεξεργασία αυτού του κειμένου -που ξεκίνησε στα τέλη Μάρτη για να ολοκληρωθεί τον Ιούλη του ’96- συνετέλεσαν με τον τρόπο τους, με τις ιδέες και το πάθος τους, πολλοί περισσότεροι σύντροφοι από αυτούς που συνέβαλαν άμεσα στην καταγραφή του.

Σε μια περίοδο που κάθε ζωογόνα αντιπαράθεση απόψεων τείνει να χάσει τη διαλεκτική σημασία, ελπίζουμε αυτή η κατάθεση να γίνει μια αφορμή για ουσιαστικό διάλογο ανάμεσα σε όσους εξακολουθούν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους σαν δρώντα υποκείμενα στο κοινωνικό πεδίο.

ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

11/10/95 Ο αναρχικός Κώστας Καλαρέμας αρχίζει απεργία πείνας. Προφυλακίστηκε κατηγορούμενος για 2 ληστείες τραπεζών, με βάση την “ομολογία” ενός καταδότη. Ξεκινούν εκδηλώσεις αλληλεγγύης και πληροφόρησης.

2/11/95 Αρχίζει απεργία πείνας ο αναρχικός Χριστόφορος Μαρίνος. Προφυλακίστηκε τον Ιούλη του ’95, κατηγορούμενος για ληστεία και φόβο, με βάση τις “ομολογίες” ορισμένων “συγκατηγορουμένων” του, οι οποίες στη συνέχεια αναιρέθηκαν.
12/11/95 Ο αναρχικός Οδυσσέας Καμπούρης καταδικάζεται σε 5ετή φυλάκιση για “ληστεία κατά συναυτουργία, παράνομη οπλοφορία και σύσταση”.

14/11/95 Ξεσπά η εξέγερση των κολασμένων στις φυλακές Κορυδαλλού.

Πορεία φοιτητών από τις κατειλημμένες σχολές στο κέντρο της Αθήνας. Συμπλοκές αναρχικών και άγριας νεολαίας με την περιφρούρηση της πορείας.

Στη Θεσσαλονίκη, πριν ξεκινήσει μια διαδήλωση αλληλεγγύης στον απεργό πείνας Κ. Καλαρέμα, η αστυνομία επιτίθεται στους συγκεντρωμένους και συλλαμβάνει τρεις συντρόφους και μία συντρόφισσα. Κατάληψη της Θεολογικής σχολής από αναρχικούς και συγκρούσεις με την αστυνομία.

15/11/95 Σύγκρουση αναρχικών και άγριας νεολαίας στο Πολυτεχνείο με ομάδες κομματόσκυλων του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ που παριστάνουν αυτόκλητα την περιφρούρηση του χώρου. Βίαιη εκδίωξή τους. Ακολουθούν πύρινα οδοφράγματα στη Στουρνάρη και συγκρούσεις με την αστυνομία και τους “αγανακτισμένους πολίτες”.
Σύλληψη 8 φασιστοειδών τα οποία αθωώνονται.

17/11/95 Ομάδες συντρόφων εισέρχονται στο Πολυτεχνείο. Χιλιάδες άτομα παραμένουν στο χώρο και κατακλύζουν τους γύρω δρόμους. Με αυτό τον τρόπο, αρνούνται αυθόρμητα να ακολουθήσουν τη μουσειακού τύπου πορεία για την επέτειο του ’73.

Συγκρούσεις με την αστυνομία και συλλήψεις. Το μήνυμα που βγαίνει από τις συνελεύσεις του Πολυτεχνείου είναι ένα: ΕΞΕΓΕΡΣΗ.

Οι ολονύκτιες προσπάθειες της αστυνομίας για τη διάλυση των εξεγερμένων, η άρση του ασύλου και οι υποκριτικές εγγυήσεις των πανεπιστημιακών για τη σωματική ακεραιότητά τους, αν αποχωρήσουν, πέφτουν στο κενό. Εκατοντάδες είναι όσοι παραμένουν στο χώρο κάτω από βροχή ασφυξιογόνων.

18/11/95 Ξημερώματα. Ο εισαγγελέας, η αστυνομία και οι πανεπιστημιακοί ζητούν να ανοίξουν οι πόρτες και οι καταληψίες να βγουν όλοι έξω. Επανέρχονται ζητώντας να αποχωρήσουν τουλάχιστον οι ανήλικοι. Οι εξεγερμένοι πιασμένοι σε αλυσίδες, όλοι μαζί, τραγουδούν και φωνάζουν επαναστατικά συνθήματα.

Οι αστυνομικές δυνάμεις εισβάλλουν από παντού στο Πολυτεχνείο και σχηματίζουν κλοιό γύρω τους. “Είμαστε ενωμένοι, τρελοί κι ευτυχισμένοι”. 504 άτομα συλλαμβάνονται και οδηγούνται στην Ασφάλεια.

Το απόγευμα πραγματοποιείται πορεία από 1000 περίπου συντρόφους που φτάνει έξω από την Ασφάλεια προς ένδειξη αλληλεγγύης στους συλληφθέντες.

19/11/95 Αρχίζουν οι διαχωρισμοί των 504, με βάση κοινωνικά και πολιτικά κριτήρια, σε μια προσπάθεια των εισαγγελέων και της ασφάλειας να εντοπίσουν τους “πρωταίτιους” και να τους απομονώσουν.

Οι ανήλικοι που αριθμούν 86 άτομα αφήνονται αμέσως ελεύθεροι, αφού τους χωρίζουν σε ομάδες και τους ορίζουν τακτικές δικάσιμους.

Από τους υπόλοιπους, όσοι είναι μέχρι 21 χρονών και δεν έχουν φάκελο στην Ασφάλεια, καθώς επίσης και οι φοιτητές αφήνονται ελεύθεροι. Τους διαχωρίζουν κι αυτούς σε ολιγομελείς ομάδες και τους ορίζουν τακτικές δικάσιμους.

Τέλος, όσοι είναι πάνω από 21 χρονών, δεν είναι φοιτητές ή έχουν φάκελο, 137 άτομα, κρατούνται και παραπέμπονται να δικαστούν με την αυτόφωρη διαδικασία.

20/11/95 Οι 137 οδηγούνται στα δικαστήρια. Πλήθος συντρόφων και άλλων συγκεντρώνονται εκφράζοντας της αλληλεγγύη τους. Η δίκη όλων αναβάλλεται για τις 2

22/11. Μέχρι τότε κρατούνται στα κελιά της Ασφάλειας.

Στη Θεσσαλονίκη καταδικάζονται οι 3 συλληφθέντες. Για τους Πάρη Σοφό και Ηλία Χατζηλιάδη η ποινή είναι 3,5 χρόνια και για τον Γιάννη Αναγνώστου 2,5 χρόνια. Το δικαστήριο διαχώρισε την υπόθεση για τη μαθήτρια Κ.Σ. Οι 3 οδηγούνται στις φυλακές Διαβατών. Αρχίζουν αμέσως απεργία πείνας.

22/11/95 Οι 137 ξανά στα δικαστήρια της Ευελπίδων. Οι προσπάθειες των δικαστών να τους διαχωρίσουν και να τους δικάσουν κατά ομάδες δεν καρποφορούν. “Να δικαστούμε στο Σπόρτινγκ όλοι μαζί” και “Μαζικές συλλήψεις - μαζικές δίκες” φωνάζουν οι “κατηγορούμενοι”.

Νέα αναβολή της δίκης για τις 5/12. Αφήνονται όλοι ελεύθεροι. Μετά το Πολυτεχνείο και τα κελιά της Ασφάλειας οι συνελεύσεις συνεχίζονται τώρα στην ΑΣΟΕΕ.

23/11/95 Πορεία αλληλεγγύης στους συλληφθέντες αγωνιστές από 1.000 περίπου αναρχικούς και αντιεξουσιαστές στη Θεσσαλονίκη.

5/12/95 Οι 137 και πάλι στα δικαστήρια. Στα συνεχή αιτήματα ορισμένων δικηγόρων για αναβολή της δίκης, πολλοί “κατηγορούμενοι” αντιδρούν με αποδοκιμασίες. Τα συνθήματα που φωνάζουν μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου δημιουργούν ένα κλίμα ενθουσιασμού και όταν κάνει την εμφάνισή της η πολιτική αγωγή του Πολυτεχνείου, τα πνεύματα οξύνονται...

Πλήθος συντρόφων και άλλων έχει συγκεντρωθεί στο χώρο των δικαστηρίων. Η ανάρτηση πανό αλληλεγγύης στον απεργό πείνας Κ. Καλαρέμα γίνεται αφορμή για συμπλοκή με τα ΜΑΤ. Κατά τη διάρκειά της, συλλαμβάνονται 3 σύντροφοι και τραυματίζονται αρκετοί. Η μία συντρόφισσα, που είναι ανήλικη, αφήνεται ελεύθερη, αφού της ορίζεται τακτική δικάσιμος. Οι δύο άλλοι κρατούνται για τρεις μέρες. Η δίκη τους αναβάλλεται και αφήνονται ελεύθεροι.

Το δικαστήριο απορρίπτει τελικά τα αιτήματα για την αναβολή της δίκης των 137 αγωνιστών και αγωνιστριών.

7/12/95 Αλλάζει η σύνθεση του δικαστηρίου για λόγους... “ασθενείας” του προέδρου. Με το πρόσχημα ότι δεν υπάρχει η κατάλληλη δικαστική αίθουσα, οι δικαστές διαχωρίζουν τελικά τους 137 αγωνιστές σε 6 ομάδες προκειμένου να τους δικάσουν. Οι “κατηγορούμενοι” απαντούν με συνθήματα και έντονες διαμαρτυρίες.

8/12/95 Αρχίζει η δίκη της πρώτης ομάδας από τους 137. Οι “κατηγορούμενοι” εκδηλώνουν τη διαφωνία τους για τους διαχωρισμούς με φωνές και συνθήματα, -παρά το γεγονός ότι ορισμένοι δικηγόροι δεν τους αφήνουν να μιλήσουν και πιέζουν για την αποχώρησή τους- μέσα σε μια ατμόσφαιρα διάχυτης αταξίας. Ο ΔΣΑ καταγγέλλει τη δίκη ως αντισυνταγματική και αποχωρεί. Οι αγωνίστριες από την πρώτη ομάδα, αλλά και οι υπόλοιποι “κατηγορούμενοι” χλευάζουν τη δίκη-παρωδία. Κείμενα-καταγγελίες, συνθήματα, η εξέγερση συνεχίζεται μετά το Πολυτεχνείο στην αίθουσα του δικαστηρίου. Οι δικαστές μάταια προσπαθούν να επιβάλουν την τάξη...

9/12/95 Μετά τα παραπάνω γεγονότα ακολουθεί δημόσια, αποκαλυπτική παρέμβαση του προέδρου του Αρείου Πάγου, Β. Κόκκινου, προκειμένου να αποκαταστήσει το καταβαραθρωμένο κύρος του θεσμού της δικαιοσύνης. Προκαθορίζει την επιβολή παραδειγματικών ποινών για όσους τόλμησαν να αμφισβητήσουν τη δικαστική εξουσία και να προκαλέσουν τη διάλυση της “εννόμου τάξεως”.

15/11/95 Αποφυλακίζονται οι 3 σύντροφοι της Θεσσαλονίκης. Η μαθήτρια Κ.Σ. καταδικάστηκε σε 6 μήνες με δικαίωμα έφεσης.

Δικάζεται και η τελευταία ομάδα από τους 137. Συνολικά δικάστηκαν 118 (ορισμένοι πήραν αναβολή ή δικάστηκαν χωριστά για προσωπικούς τους λόγους).

Οι ποινές που επέβαλαν οι δικαστές καθορίστηκαν με βάση την αξιολόγηση που έκαναν στις στάσεις που κράτησαν οι “κατηγορούμενο”. Ειδικότερα, 99 αγωνιστές και αγωνίστριες που αρνήθηκαν να απολογηθούν, καταδικάζονται σε ποινή 40 μηνών, χωρίς εξαγορά, με το δικαίωμα η έφεση να έχει ανασταλτικό χαρακτήρα. Για 7 από αυτούς (Βεζιρτζόγλου, Ι. Σωτήρχου, Ε. Τζούτζια, Γ. Βλασσόπουλο, Στ. Αφράτης, Β. Οικονόμου και Γ. Τσιγαρίδη) επιφυλάσσεται ιδιαίτερη μεταχείριση, καθώς το δικαίωμα έφεσης δεν έχει ανασταλτικό χαρακτήρα. Αυτή την παραδειγματική τιμωρία τους επέβαλε το δικαστήριο σε μια ύστατη προσπάθεια να περισωθεί το “κύρος της δικαιοσύνης”.

7 δικάζονται σε ποινή 31μηνών. Για 4 από αυτούς δεν έχει ανασταλτικό χαρακτήρα, αλλά η ποινή είναι εξαγοράσιμη. Είναι αυτοί που κάτω από το καθεστώς τρόμου και ασφυκτικών πιέσεων κατέληξαν να απολογηθούν. Ένας από αυτούς, ο Στ. Αμίλητος, οδηγείται στις φυλακές Χανίων. Στις αρχές του Μάρτη του ’96, αφήνεται ελεύθερος, αφού εξαγοράζεται η ποινή του.

Το δικαστήριο ανταμείβει με την επιείκειά του και επιβραβεύει για την υποταγή τους, τους περίφημους δηλωσίες, 11 τον αριθμό, που τους καταδικάζει σε 4 μήνες. Τέλος, ένας φοιτητής αθωώνεται.

18/12/95 Οι εκδηλώσεις αλληλεγγύης για την απελευθέρωση του απεργού πείνας Κ. Καλαρέμα συνεχίζονται, ενώ αυτός αρχίζει και απεργία δίψας.

19/12/95 Εισβολή της αστυνομίας στα κατειλημμένα κτήρια των οδών Λ. Καραγιάννη 37 και Αχαρνών & Χέυδεν, με το πρόσχημα της προανακριτικής έρευνας για... εμπρησμούς αυτοκινήτων. Το ίδιο διάστημα και άλλοι αγωνιστές καλούνται στα τοπικά αστυνομικά τμήματα για την ίδια υπόθεση.

Αποφυλακίζεται ο Κ. Καλαρέμας μετά από 68 ημέρες απεργία πείνας.
Δυναμική πορεία αλληλεγγύης στους φυλακισμένους αγωνιστές στο κέντρο της Αθήνας.

(Η μπροσούρα “ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ '95" εκδόθηκε το καλοκαίρι του'96 από τον Κύκλο Αναρχικών για την Κοινωνική Εκτροπή.)