Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Ένας - τρεις, Χρήστος Τσουτσουβής!


"Για το Χρήστο Τσουτσουβή ισχύει η φράση του Θουκυδίδη - του αρχαίου ιστορικού που κατέγραψε την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου -, ότι "ο θάνατος στη μάχη είναι τίτλος τιμής και συνοδεύεται από τις επευφημίες των πολιτών". Σκοτώθηκε μεν από τους αστυνομικούς, αλλά πήρε και δυο-τρεις μαζί του. Για μένα, ήταν ένας πολεμιστής, ένας μαχητής. Πιστεύω ότι η κοινωνία χρειάζεται κι άλλους τέτοιους."


Απ' την απολογία του αναρχικού Νίκου Μαζιώτη.

Ο Χρήστος Τσουτσουβής υπήρξε ο δεύτερος νεκρός αντάρτης πόλης με τον Κασσίμη. Ισως ο Χ. Τσουτσουβής είναι το πρόσωπο που τιμήθηκε περισσότερο απ' όλα τ' άλλα στον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο.

Ενοπλες ομάδες όπως η "Επαναστατική Φράξια για την Ανατροπή - Χρήστος Τσουτσουβής" έκαναν χτυπήματα σε καπιταλιστικούς στόχους για να τιμήσουν την μνήμη του.

Συνθήματα σε τοίχους και πορείες με αναφορά στο όνομα του, τραγούδια αφιερωμένα σ' αυτόν, αφιερώματα σε αναρχικά έντυπα δείχνουν ότι ο θάνατος του Τσουτσουβή δεν πέρασε απαρατήρητος από ένα μεγάλο μέρος του αντικαπιταλιστικού κινήματος.

Σχετικά με τη φυλακή και τη φυλάκιση


Η φυλάκιση είναι ένα μέσο.


Δεν είναι, βέβαια, μέσον αποτροπής της εγκληματικότητας, όπως ισχυρίζεται το κράτος και οι διαχειριστές του, όπως δεν είναι και μέσον απονομής δικαιοσύνης.

Γιατί, το ζήτημα δεν βρίσκεται στις υποκριτικές έννοιες και τους όρους που έχει καθιερώσει η εξουσιαστική ιδεολογία, αλλά στην πραγματικότητα που αναδεικνύεται.

Αυτή η πραγματικότητα συνδέεται με την προέλευση και την ύπαρξη των εξουσιαστικών σχέσεων και δομών, των οποίων η συγκροτημένη εφαρμογή είναι το κράτος.

Η έννοια του περιορισμού τόσο από εδαφικής απόψεως όσο και από την σκοπιά της έκφρασης, είναι στοιχείο υποδούλωσης της ανθρώπινης οντότητας.

Εννοείται πως «περιορισμοί» που έχουν σχέση με τη δραστηριότητα της φύσης (όπως για παράδειγμα βροχή, χιόνι, σεισμός κλπ) δεν εντάσσονται σε διαδικασίες επιβολής και εξουσίας, αφού αφ’ ενός είναι παροδικές καταστάσεις και αφ’ ετέρου οι εκδηλώσεις τους αφορούν τις ενδογενείς λειτουργίες μετασχηματισμού και ανανέωσης των όρων ύπαρξης του πλανήτη.

Εκσυγχρονισμός του ελληνικού κράτους και κοινωνικός ανταγωνισμός τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα


Ήδη από τις αρχές του 1880 το ελληνικό κράτος εκπροσωπείται πλέον, και ύστερα από μια μακρά περίοδο, –που σημαδεύτηκε από την εναλλαγή στη διαχείριση της εξουσίας πολλών και μικρών κομμάτων, (του ρωσικού, γαλλικού και αγγλικού κόμματος) αλλά και κυβερνήσεων συνασπισμού–, από δύο κύρια πολιτικά κόμματα: το «Νεωτερικό» του Χαρίλαου Τρικούπη (το οποίο καταλαμβάνει την εξουσία το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 1880-95) και το «Εθνικό» του Θεόδωρου Διληγιάννη.

Τα δύο αυτά κόμματα εναλλάσσονται όλη αυτή την περίοδο στη διαχείριση της εξουσίας και συνυπάρχουν με το στέμμα, κάτω από το συνεχή έλεγχο των «προστάτιδων» μεγάλων δυνάμεων.

…«Από τη μια» το κόμμα του Διληγιάννη ως συνέχεια του κόμματος του Κωλέττη, (που είχε στηριχθεί σε γαλλικά βαλάντια), με μπόλικη δόση κοτζαμπασισμού, εθνικισμού και φιλοπόλεμου μεγαλοϊδεατισμού. Ανεβαίνει στην εξουσία, όποτε το κόμμα του Τρικούπη τα βρίσκει σκούρα, είτε με τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα, είτε λόγω της συσσωρευμένης κοινωνικής δυσφορίας για την άγρια φορολόγηση που επέβαλλε ο Τρικούπης, είτε κατάλληλα εμφανιζόμενο να έχει άσχημες σχέσεις με το παλάτι. «Στα προγράμματα των δυο αυτών κομμάτων δεν υπάρχει, γύρω στα 1880, καμία ουσιαστική κοινωνική διαφορά… Μέθοδοι δράσης είναι ο τραμπουκισμός, το ρουσφέτι… οι ατέλειωτες επιθέσεις μεταξύ τους από τις στήλες του Τύπου, οι θορυβώδεις, επ’ αμοιβή των συμμετεχόντων, διαδηλώσεις, ο εντυπωσιακός χαρτοπόλεμος και η θεσιθηρία. Η ύπαιθρος, διαιρεμένη σε κομματικά φέουδα, ταλανίζεται από τους κομματάρχες, οι οποίοι διαθέτουν τα πάντα, από τα στρατιωτικά αποσπάσματα ως τα κονδύλια του προϋπολογισμού…».(1)

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Σημειώσεις πάνω στον Αναρχισμό


Γράφει ο Νόαμ Τσόμσκυ:


Ένας Γάλλος συγγραφέας, που συμπαθούσε τον αναρχισμό, έγραψε το 1890,«ο αναρχισμός έχει μεγάλη πίσω επιφάνεια, όπως το χαρτί υπομένει τα πάντα» (εδώ εννοεί ότι πολλές ιδέες καλούνται αναρχικές όπως πάνω στο χαρτί μπορείς να γράφεις όσο θες) -ακόμα και αυτούς των οποίων οι πράξεις είναι τέτοιες που «ένας θανάσιμος εχθρός του αναρχισμού δεν θα μπορούσε να τα πάει καλύτερα».[1] Έχουν υπάρξει πολλές μορφές σκέψης και δράσης που έχουν αναφερθεί ως «αναρχικές».Θα ήταν αδύνατο να παρουσιάσουμε όλες αυτές τις αντιφατικές τάσεις σε μία γενική θεωρία ή ιδεολογία. Και ακόμα και αν προβούμε στο να εξάγουμε από την ιστορία της ελευθεριακής σκέψης μια ζωντανή, εξελισσόμενη παράδοση, όπως ο Ντανιέλ Γερίν κάνει στο βιβλίο «Αναρχισμός», παραμένει δύσκολο να διατυπώσουμε τα δόγματα του αναρχισμού ως μια συγκεκριμένη και καθορισμένη θεωρία για την κοινωνία και την κοινωνική αλλαγή. Ο αναρχικός ιστορικός Ρουντολφ Ρόκερ, ο οποίος παρουσιάζει μια συστηματική αντίληψη για την ανάπτυξη της αναρχικής σκέψης μέσα από τον αναρχοσυνδικαλισμό, σε σύγκριση με τη δουλεία του Γέριν, θέτει το θέμα καλά όταν γράφει ότι ο αναρχισμός δεν είναι ένα σταθερό, κλειστό κοινωνικό σύστημα αλλά μάλλον μια ξεκάθαρη τάση στην ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους, η οποία σε αντίθεση με τη διανοούμενη ηγεσία κληρικών και κυβερνητικών θεσμών, προσπαθεί για την απρόσκοπτη εξέλιξη όλων των ατομικών και κοινωνικών δυνάμεων στη ζωή. Ακόμα και η ελευθερία είναι μόνο μια σχετική, δεν είναι απόλυτη έννοια, δεδομένου ότι τείνει διαρκώς να γίνει ευρύτερη και να επηρεάσει περισσότερους κύκλους με ποικίλους τρόπους . Για τον αναρχικό, η ελευθερία δεν είναι μια αφηρημένη φιλοσοφική έννοια, αλλά η συγκεκριμένη δυνατότητα ζωτικής σημασίας για όλους τους ανθρώπους να θέσουν σε πλήρη ανάπτυξη όλες τις δυνάμεις, τις ικανότητες και τα ταλέντα με τα οποία η φύση τους προίκισε, και να τα μετατρέψουν σε κοινωνικό λογαριασμό. Όσο λιγότερο η φυσική εξέλιξη του ανθρώπου επηρεάζεται από εκκλησιαστική ή πολιτική καθοδήγηση, τόσο περισσότερο θα γίνει αποτελεσματική και αρμονική η προσωπικότητα του ανθρώπου, θα γίνει μέτρο του πολιτισμού της κοινωνίας στην οποία αυτός θα έχει μεγαλώσει.[2]

Ο ιδιότυπος «αντιθεωρητισμός» του Νόαμ Τσόμσκυ


Από τότε που o Νόαμ Τσόμσκυ αποφάσισε, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και προτού η δυναμική των κοινωνικών κινημάτων βελτιώσει το κλίμα για την ενεργή ενασχόληση των πανεπιστημιακών με τα κοινά, να εγκαταλείψει τις προοπτικές της απρόσκοπτης πορείας που θα του εξασφάλιζε η ακαδημαϊκή καταξίωσή του στη γλωσσολογία και να αφιερωθεί παράλληλα στην πολιτική και στον ακτιβισμό (διοργανώνοντας νυχτερινά σεμινάρια για εργαζόμενους, συμμετέχοντας ενεργά σε τοπικά συμβούλια και σε συζητήσεις με μέλη συνδικάτων, σωματείων και ενοριών, περνώντας αμέτρητες ώρες τη βδομάδα απαντώντας σε επιστολές και e-mail, συγγράφοντας βιβλία και άρθρα, ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο δίνοντας διαλέξεις και συνομιλώντας με ανθρώπους, αλλά και προβαίνοντας σε πράξεις πολιτικής ανυπακοής) έχει γίνει αντικείμενο κριτικής από ολόκληρο το ιδεολογικό φάσμα της διανόησης.

Η κριτική που ασκείται σε βάρος του έφτασε στο επίπεδο της λασπολογίας όταν του καταλογίστηκαν κάποιες ακραίες θέσεις. Mεταξύ άλλων, το ότι υπήρξε φιλοσοβιετικός και σταλινιστής, σοβινιστής, απολογητής των εγκλημάτων του Πολ Ποτ στην Καμπότζη, νεοναζιστής, αντισημίτης και αρνητής του Ολοκαυτώματος. Οι επιθέσεις αυτού του είδους, η ποιότητα των επιχειρημάτων που τις υποστηρίζουν και οι σκοπιμότητες που τις υποκινούν είναι εμφανείς σε δημοσιεύματα στα οποία μπορεί κανείς –εάν βρίσκει κάποια αξία σε αυτό– να ανατρέξει.[1] Aξίζει όμως να σταθούμε στην κριτική που προσάπτει στον Τσόμσκυ ένα τμήμα της αριστερής διανόησης. Συγκεκριμένα, στην επίμονη άρνησή του να ενδύσει με «θεωρητικό» περίβλημα τα γραπτά του πάνω στα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα. Δηλαδή, στην παντελή απουσία θεωρητικής διάστασης στο κομμάτι του έργου του που αφορά το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.