Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Σχετικά με τη φυλακή και τη φυλάκιση


Η φυλάκιση είναι ένα μέσο.


Δεν είναι, βέβαια, μέσον αποτροπής της εγκληματικότητας, όπως ισχυρίζεται το κράτος και οι διαχειριστές του, όπως δεν είναι και μέσον απονομής δικαιοσύνης.

Γιατί, το ζήτημα δεν βρίσκεται στις υποκριτικές έννοιες και τους όρους που έχει καθιερώσει η εξουσιαστική ιδεολογία, αλλά στην πραγματικότητα που αναδεικνύεται.

Αυτή η πραγματικότητα συνδέεται με την προέλευση και την ύπαρξη των εξουσιαστικών σχέσεων και δομών, των οποίων η συγκροτημένη εφαρμογή είναι το κράτος.

Η έννοια του περιορισμού τόσο από εδαφικής απόψεως όσο και από την σκοπιά της έκφρασης, είναι στοιχείο υποδούλωσης της ανθρώπινης οντότητας.

Εννοείται πως «περιορισμοί» που έχουν σχέση με τη δραστηριότητα της φύσης (όπως για παράδειγμα βροχή, χιόνι, σεισμός κλπ) δεν εντάσσονται σε διαδικασίες επιβολής και εξουσίας, αφού αφ’ ενός είναι παροδικές καταστάσεις και αφ’ ετέρου οι εκδηλώσεις τους αφορούν τις ενδογενείς λειτουργίες μετασχηματισμού και ανανέωσης των όρων ύπαρξης του πλανήτη.

Η έννοια αλλά και η πραγματικότητα της ελευθερίας έχει κατά κύριο λόγο την αναφορά της στην έλλειψη περιορισμών.

Οι επιβεβλημένοι περιορισμοί, λοιπόν, είναι χαρακτηριστικό της ύπαρξης εξουσιαστικών σχέσεων και καθοριστικών θεσμών και δομών για την εφαρμογή τους.

Αυτού του είδους οι περιορισμοί είναι ανταγωνιστικοί προς την ανθρώπινη οντότητα και την ελεύθερη φύση της, αποτελούν, επομένως, ένα από τα κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικά μέσα υποδούλωσης και βασανισμού της.(1)

Από το σημείο όπου η συγκροτημένη εξουσία θέσπισε νόμους κι έφτιαξε δομές, ήταν επόμενο να προχωρήσει όχι απλά στη διατήρηση της κυριαρχίας της, αλλά να αναπτύξει διαδικασίες αφομοίωσης των όρων της από τους υποταγμένους, προκειμένου να πεισθούν πως η κατάσταση που τους έχει επιβληθεί είναι φυσιολογική. Ο βασανισμός και η διατήρηση των ανθρώπων σε κατάσταση υποταγής και διαρκών περιορισμών συστηματοποιείται και καθιερώνεται σαν μέτρο κοινωνικής ευημερίας και αυτοπροστασίας από τις «παρεκτροπές» και την εγκληματικότητα. Η τεχνική της διαβάθμισης παίζει σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν την κατεύθυνση.

Εννοείται πως η εγκληματικότητα δεν απορρέει από την ανθρώπινη φύση αλλά είναι, κυρίως, προϊόν του μολυσματικού και καταστροφικού για την ανθρωπινότητα εξουσιαστικού περιβάλλοντος.

Η φυλάκιση, συνεπώς, είναι ένα μέσο βασανισμού και εντάσσεται στο πλέγμα των περιορισμών που έχει επιβάλλει η εξουσία. Ο κρατισμός, μέσα από μια μακρόχρονη διαδικασία επιβολής, κατασκεύασε ένα πολύπλευρο καθεστώς περιορισμών και καθιέρωσε μια βαθμίδα διαχωρισμού ανάμεσα στην «ελευθερία» και τους περιοριστικούς ως προς αυτήν όρους και ποινές. Έτσι, το καθεστώς ανελευθερίας και «ελαστικών» μεθόδων καταναγκασμού βαπτίστηκε «ελευθερία» και ό,τι την «περιορίζει» «ανελευθερία».

Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η «ανελευθερία» είναι ένα ειδικό μέσο καταναγκασμού και βασανισμού μέσα σε ένα ήδη υπαρκτό πλέγμα πολύπλευρων και βασανιστικών για την ανθρώπινη φύση περιορισμών.

Εννοείται, πως μέσα σε μια τέτοια κατάσταση ασφυκτικών για την ανθρώπινη φύση συνθηκών εκείνο που προβάλλεται είναι η επιδίωξη μιας «ανάσας», μια μικρή διέξοδος που όμως στην πραγματικότητα είναι προσωρινή. Είναι κάτι ανάλογο με την αύξηση μισθών που καλείται να ζητήσει ο εργάτης προκειμένου να αντιμετωπίσει τις συνθήκες αυξανόμενης στέρησης, που του προκαλεί το καταπιεστικό κι εκμεταλλευτικό σύστημα. Μια αύξηση, όμως, που θα εξανεμισθεί πριν καλά-καλά έρθει στα χέρια του, αφού ήδη υπάρχουν οι διαδικασίες απορρόφησής της μέσω των αυξήσεων των τιμών των απαραίτητων για την επιβίωσή του αγαθών (τα οποία έχουν πάρει τη μορφή προϊόντων). Αυτό όμως είναι και το ζητούμενο από τον κρατισμό και όσων υπηρετούν την διαιώνιση της ύπαρξης του. Πρόκειται για μια αυταπάτη η οποία όμως είναι ικανή να επιβεβαιώσει την εξουσιαστική συνθήκη και τον κρατισμό.

Από την σκοπιά της ατομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, από την αναρχική, δηλαδή, σκοπιά, δεν τίθεται ζήτημα καλλιέργειας αυταπατών, αφού στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν υπάρχει ανακούφιση αλλά επιδεινώνεται η θέση των καταπιεσμένων.

Ο εγκλεισμός ως μια μορφή βασανιστηρίου αποσκοπεί στην επίτευξη των σχεδίων του κράτους, βραχυπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων. Συνεπώς, όταν μιλάμε για φυλακές και «σωφρονιστικά ιδρύματα» δεν μας διαφεύγει πως πρόκειται για χώρους όπου βασανίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη με σκοπό την υποταγή της στις θελήσεις της κάθε μορφής εξουσίας (που εφαρμόζεται με νόμους, διατάγματα και την κατασκευή όρων και περιορισμών).

Έτσι, η οποιαδήποτε μεταρρύθμιση δεν είναι παρά η αναγνώριση αυτού του καθεστώτος. Δίνει μάλιστα το έρεισμα στην καθιέρωση και στο διαχωρισμό των διαδικασιών βασανισμού σε «ανθρώπινες» και μη. Ένα τέτοιο μήνυμα μεταφέρεται μέσα από τα αιτήματα για καλύτερες συνθήκες μέσα στις φυλακές.

Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς πως αυτή η θέση δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν μέσα στις φυλακές κι ότι πρόκειται για μια σκληρή στάση απέναντι στα τόσα δεινά που υφίστανται οι φυλακισμένοι.

Κι όμως. Όποιος ζει μέσα σε συνθήκες εξαθλίωσης έχει δύο δρόμους να επιλέξει: Αυτόν της υποταγής ή τον άλλον της εξέγερσης. Ο φυλακισμένος που ζητά καλύτερες συνθήκες, αποδεχόμενος συνάμα με αυτό τον τρόπο την κατάσταση που του έχει επιβληθεί, τείνει να δεχθεί σαν όρο ζωής τον διαρκή περιορισμό και την υποταγή.

Αντίθετα, ο φυλακισμένος που εξεγείρεται ενάντια στο σύστημα βασανισμού του, είναι δυνατόν να αναγκάσει την εξουσία (εφ’ όσον υπάρξει και η αντίστοιχη κινητοποίηση στη βάση της κοινωνικής –και προ πάντων της ανθρώπινης– αλληλεγγύης, η οποία βγαίνοντας στους δρόμους δημιουργεί συνθήκες που αναγκάζουν σε υποχώρηση το κράτος) να πραγματοποιήσει κάποιες μικρές αλλαγές που ενδεχομένως να ανακουφίσουν τους φυλακισμένους από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται.(2) Αυτό δεν εμποδίζει σε τίποτε να ανακληθούν αργότερα με την πρώτη δικαιολογία είτε αυτούσια, είτε με την επιβολή άλλου τύπου συνθηκών βασανισμού και καταστολής, οι οποίες θα έχουν φανταχτερό περιτύλιγμα, αλλά θα πλήττουν ακόμα πιο οδυνηρά την ανθρώπινη φύση. Γιατί είναι γεγονός, πλέον, ότι ο βασανισμός μέσω του σωματικού πόνου μπορεί κάλλιστα να αντικατασταθεί από τον επιστημονικό, ο οποίος είναι ικανός να διαλύσει κυριολεκτικά τον άνθρωπο που θα τον υποστεί.

Γι’ αυτό το λόγο, η διεκδίκηση, για παράδειγμα, της πρόσληψης μορφωμένων και ειδικευμένων ανθρωποφυλάκων δεν σημαίνει καλυτέρευση των συνθηκών, αφού ο βασανισμός και ο εξευτελισμός των ανθρώπων μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους και είναι, μάλιστα, πιο επώδυνος και καταστροφικός για την ανθρώπινη υπόσταση και την προσωπικότητα του κρατουμένου, όταν γίνεται από έναν ειδικευμένο σ’ αυτό το «έργο».

Εκτός απ’ αυτό, τέτοιου είδους κινήσεις (μεταρρύθμισης) επιβεβαιώνουν το κράτος και επιπροσθέτως αναγνωρίζουν τη «χρησιμότητα» του συγκεκριμένου μέσου βασανισμού. Συνεπώς, τα ερωτήματα στα οποία καλούνται να απαντήσουν όσοι υποκρίνονται πως ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα και υψώνουν σημαίες προόδου, είναι κατά πόσο αποδέχονται τον βασανισμό (σε κάθε του μορφή) και τι σημαίνει γι’ αυτούς καλύτερες συνθήκες σε μια τέτοια κατάσταση. Γι’ αυτό, οι, κατά καιρούς, προσπάθειες να στραφούν οι φυλακισμένοι σε κινητοποιήσεις με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών βασανισμού τους βρίσκονται μέσα στα πλαίσια αξιοποίησης και εκμετάλλευσης του πόνου που υφίστανται αυτοί οι άνθρωποι και να αποκομισθούν πολιτικά κέρδη τα οποία δεν έχουν σχέση με την απελευθερωτική κοινωνική προοπτική, αλλά συσσωρεύουν εμπόδια στην πραγμάτωσή της.

Κάθε κίνηση «καλυτέρευσης» των συνθηκών εγκλεισμού εντάσσεται στις διαλεκτικές αρλούμπες του είδους: «το κράτος θα μαραζώσει, αφού πρώτα δυναμώσει» (Λένιν). Έχει όμως αποδειχτεί πως τέτοιες εφαρμογές θεωριών και ιδεολογημάτων οδηγούν, στην πράξη, στο θρίαμβο του κρατισμού και την απομάκρυνση από την ατομική και κοινωνική απελευθέρωση. Στην προκειμένη περίπτωση είναι ο δρόμος για την αποδοχή και ολοκληρωτική αφομοίωση των μέσων σωφρονισμού και βασανισμού των ανθρώπων.

Εφ’ όσον, βεβαίως οι άνθρωποι, που βρίσκονται μπλεγμένοι στα δίχτυα αυτού του καταστροφικού μέσου που χρησιμοποιεί το κράτος, ζητούν μεταβολή των συνθηκών αθλιότητας δεν σημαίνει πως οι αναρχικοί θα σταθούν ανταγωνιστικά, αλλά ούτε είναι σύμφωνο με την αναρχική προοπτική να ταχθούν με το μέρος των αιτημάτων. Επειδή, σκοπός των αναρχικών δεν είναι να καλυτερέψουν το κράτος και να κάνουν «ηπιότερες» τις εξουσιαστικές σχέσεις, αλλά να συμβάλλουν καθοριστικά στην εξάλειψη όλων αυτών. (3)

Η ουσιαστική ανθρώπινη αλλά και κοινωνική αλληλεγγύη, η αναρχική άποψη και στάση προσδιορίζεται από την συνολική απελευθερωτική προοπτική πάνω στην οποία κινούνται τόσο ο λόγος όσο και η δράση. Συνεπώς αυτά είναι άρρηκτα συνδεμένα με μια συνεχή αντικρατική πρακτική και ενάντια στην ύπαρξη των μέσων, θεσμών και μηχανισμών καταπίεσης.

Η ανυποχώρητη δράση και στάση σε μια τέτοια κατεύθυνση, που δεν ταυτίζεται με τα όποια αιτήματα και δεν τα προβάλλει, αλλά επιμένοντας στην καταστροφή των φυλακών και κάθε μορφής βασανισμού-σωφρονισμού, ως συστατικό του αναρχικού αγώνα, όχι μόνο ενισχύει την όποια κινητοποίηση των φυλακισμένων, αλλά διατηρεί στη πρώτη γραμμή της μάχης τον απελευθερωτικό στόχο της καταστροφής του κράτους,(4) των θεσμών και μηχανισμών του σε όλες τους τις παραλλαγές και την εξάλειψη κάθε μορφής εξουσίας, για την επανα-οικειοποίηση της ΑΝΑΡΧΙΑΣ από τους ανθρώπους.

Συσπείρωση Αναρχικών
(Δημοσιεύτηκε στο φύλλο 65, Οκτώβριος 2007, της ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ)
———————————

(1) Στη βάση των αναρχικών παραδεδεγμένων και θεμελιακών αντιλήψεων και απόψεων, η αντίθεση στη φυλάκιση και το βασανιστήριο είναι ΑΠΟΛΥΤΗ. Επομένως, δεν δεχόμαστε την οιαδήποτε εξαίρεση, ούτε και για τους πλέον απάνθρωπους εξουσιαστές. Επειδή, είτε πρόκειται για την «τιμωρία» τους από τους καταπιεσμένους, είτε για πολιτικές σκοπιμότητες που εξυπηρετούν το image ή την επικράτηση της μιας εξουσιαστικής ομάδας σε μια άλλη, η ουσία δεν αλλάζει.

(2) Η αδιαπραγμάτευτη, λοιπόν, απαίτηση μέσω μιας εξέγερσης που δεν διαμεσολαβείται, έχει μεγάλη σημασία κυρίως επειδή γίνεται από συγκεκριμένη οπτική και είναι μία στάση με την οποία παίρνεται συγκεκριμένη θέση σε ό,τι αφορά την διεργασία διαρκούς αμφισβήτησης και κυρίως άρνησης του εξουσιαστικού-καταπιεστικού πλέγματος. Έχει λοιπόν μεγαλύτερη σύνδεση με την αναρχική θεώρηση και οπτική. Αυτό είναι το μεγάλο όφελος από απελευθερωτικής σκοπιάς, ακόμα κι όταν οι όποιες επιτυχίες, που θα προκύψουν, καταστρατηγηθούν από την εξουσία.

(3) Προβάλλεται συνήθως ο ισχυρισμός πως εφ’ όσον οι αναρχικοί δεν υποστηρίζουν ένα αίτημα καλυτέρευσης των συνθηκών μέσα στις φυλακές ουσιαστικά εγκαταλείπουν τους φυλακισμένους στην μοίρα που τους επιφύλαξε το κράτος. Ας μην υποκρίνονται πως ανησυχούν τόσο πολύ όλοι αυτοί οι «ευαίσθητοι». Επειδή, είναι γνωστό σε όλους πως το κράτος διατηρεί πολλούς επιδιορθωτές των «κακώς κειμένων» (κόμματα, οργανώσεις αρωγής, ΜΚΟ, κ.λπ.) γι’ αυτό ακριβώς το σκοπό: Να σπεύσουν και να αποσυμπιέσουν την κάθε έκρυθμη κατάσταση που προκύπτει. Αλλά, (και το πλέον απάνθρωπο), να εκμεταλλευτούν την κατάσταση των φυλακισμένων ώστε να αποκομίσουν εξουσιαστικά (οικονομικά και πολιτικά) οφέλη. Επομένως οι αναρχικοί δεν μπορούν να έχουν σχέση ούτε με την επιδιόρθωση του συστήματος, αλλά ούτε και με την όποια εκμετάλλευση των ταλαιπωρημένων, από αυτό, ανθρώπων.

(4) Άλλωστε, ακόμα και στις περιπτώσεις που τα αιτήματα προς το κράτος έχουν «ακραίες» διατυπώσεις, όπως το να δημιουργήσει(!?) ουσιαστικές συνθήκες απεμπλοκής των ανθρώπων, που έχουν παραβεί του νόμους ή έχουν «εγκληματήσει», και να προωθήσει όρους ελευθερίας είναι κάτι το εντελώς εξωπραγματικό. Είναι σαν να ζητάμε να αρνηθεί την υπόστασή του, να αυτοκαταργηθεί ως προς ένα σημαντικότατο μέρος του, κοινώς να ακρωτηριαστεί.