Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

Γένοβα 2001


Η υπενθύμιση όσων συνέβησαν στην Γένοβα τον Ιούλιο του 2001 δεν αποτελεί κανενός είδους μνημόσυνο, αλλά μέρος μιας συνολικότερης και επίμονης προσπάθειας να μην τυλιχθεί στο πέπλο της λήθης ούτε μία «στιγμή» των κοινωνικών συγκρούσεων και εξεγέρσεων για έναν κόσμο ελεύθερο και ανεξούσιο.

Η επίσημη ιστορία, όπως είναι γνωστό, δεν ανέχεται αυτές τις «στιγμές», αφού οι ειδικοί –ιδίως οι αριστεροί– τις χαρακτηρίζουν παραφωνία ή μια «θλιβερή και αποπροσανατολιστική» παρέκκλιση στους νόμιμους διεκδικητικούς αγώνες ή εκείνους που αποσκοπούν στην συνδιαχείριση των εκάστοτε εκσυγχρονιστικών μοντέλων που προκρίνονται εκ μέρους των κυρίαρχων. Και είναι πράγματι εντυπωσιακή η βούλησή τους να εξαφανίζονται στην κυριολεξία –και μάλιστα όσο πιο γρήγορα είναι δυνατόν– γεγονότα που συντάραξαν άλλοτε την λεγόμενη επικαιρότητα.

Μερικά χρόνια, λοιπόν, μετά έχουμε κάθε λόγο να συνεχίζουμε να «ψηλαφούμε» τι έγινε στην Γένοβα, το μέγεθος και την εμβέλεια της εξεγερτικής αντιπαράθεσης που δόθηκε σε ένα από τα πολλά «στημένα» ραντεβού με τους κυρίαρχους του πλανήτη, λίγο πριν τις επιθέσεις της 11η Σεπτέμβρη και την έναρξη ή μάλλον τον επανακαθορισμό του επονομαζόμενου πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία με αιχμή το Αφγανιστάν, το Ιράκ και την Τσετσενία.


Έχουμε κάθε λόγο ακόμη, να επανεκτιμούμε την παρουσία του «μαύρου μπλοκ», καθώς η ζωηρή δραστηριοποίηση των αναρχικών ήρθε να σημαδέψει με έναν ανεξίτηλο τρόπο μια σειρά κινητοποιήσεων των πολέμιων της «παγκοσμιοποίησης», αλλά και να φέρει με έναν ιδιαίτερα έντονο τρόπο στο προσκήνιο τις απόψεις και τις πρακτικές τους (και μάλιστα μακριά από τις συνήθεις προβοκατορολογίες) σε μια περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη για τις διαδικασίες ενοποίησης της κυριαρχίας.

Επιμείναμε και επιμένουμε να μιλάμε για διαδικασίες ενοποίησης της κυριαρχίας, γεγονός που επιβεβαιώνεται με τον πιο περίτρανο τρόπο –εκτός των άλλων– και από τα «ευχολόγια» ή τις προτροπές διαφόρων εκπροσώπων της πολιτικής και οικονομικής ελίτ που μιλούν για την «αναγκαιότητα μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης». Θα επιμείνουμε, επίσης, να αναζητούμε ολοένα και περισσότερα χαρακτηριστικά της συμβολής αναρχικών από τον ελλαδικό χώρο σ’ αυτές τις κινητοποιήσεις, της δυναμικής και της εμπειρίας, που έγινε δυνατόν να μεταγγισθεί. Επειδή, οι αναρχικοί από τον ελλαδικό χώρο, που βρέθηκαν στους φλεγόμενους δρόμους της Γένοβας αφ’ ενός δεν αποτελούσαν παρατηρητές των γεγονότων ούτε βρέθηκαν στην Ιταλία για λόγους «επαναστατικού» τουρισμού. Αφ’ ετέρου δεν ανήκαν στους θιασώτες ενός διεθνούς κινήματος που στόχευε σε μια καμπάνια διαγραφής του χρέους των κρατών του λεγόμενου τρίτου κόσμου ή στην φορολόγηση των κερδών των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Όσον αφορά εμάς συγκεκριμένα μπορούμε ανενδοίαστα να επισημάνουμε ότι κινητήριος μοχλός της αναρχικής παρουσίας και δράσης στην Γένοβα δεν ήταν η ύπαρξη κάποιων δομών, που οργάνωσαν και συντόνισαν συντρόφους από δεκάδες χώρες, αλλά οι πραγματικές δυνατότητες σύνθεσης που πήγασαν από απόψεις και πρακτικές που δεν αμφιταλαντεύθηκαν ούτε στιγμή ψάχνοντας κινηματικές ισορροπίες, ή την προσφορότερη ένταξη στα αριστερά της αριστεράς και συγκεκριμένα σε μια αντιεξουσιαστική αριστερά (βλ. ιδεολογικό περίβλημα διηπειρωτικών αριστερών συναντήσεων για τους Ζαπατίστας κλπ).

Η παρουσία και η δράση, λοιπόν, αναρχικών απ’ όλο τον κόσμο –τον Ιούλιο του 2001 στην Γένοβα– παραμένει ένα σημαντικότατο γεγονός που έχουμε κάθε λόγο να μην αφήσουμε να ξεθωριάσει. Ούτε φυσικά να παραγκωνισθεί από τις πρόσφατες δικαστικές εξελίξεις σχετικά με την «καταδίκη» αξιωματικών της ιταλικής αστυνομίας για τους κτηνώδεις ξυλοδαρμούς και βασανισμούς διαδηλωτών σε διάφορους χώρους, όπου είχαν καταλύσει. Θα υπενθυμίσουμε, ακόμη, ότι εκτός από την δολοφονία του Κάρλος Τζουλιάνι, στραγγαλισμένη βρέθηκε και μια συνδικαλίστρια στον Πάδο ποταμό, ενώ τραυματίστηκαν 500 διαδηλωτές και έγιναν εκατοντάδες συλλήψεις.

Παραθέτουμε στην συνέχεια μέρος του κειμένου που αναφέρεται στην εξέγερση της Γένοβας από την έκδοση του Αρχείου Κοινωνικών Αγώνων – Αναρχική Αρχειοθήκη, ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΟΙ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ, Από το Άμστερνταμ και το Σιάτλ μέχρι την Γένοβα και την Κοπεγχάγη, όπου συμπεριλαμβάνονται 203 φωτογραφίες κείμενα και χρονικά γεγονότων.

Γένοβα, 20 Ιουλίου 2001

«Σήμερα θα δώσουμε στην εξέγερση πρόσωπο –με τις κουκούλες αποδεικνύουμε την ενότητά μας και με την κραυγή μας στους δρόμους εκφράζουμε την οργή μας προς την απρόσωπη βία της εξουσίας–, διότι οι κουκούλες δεν κρύβουν αλλά αποκαλύπτουν την κοινωνική ταυτότητα, την ενότητα και το στόχο μας».

Από το πρωί με πυρετώδεις ρυθμούς δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές προετοιμάζονται για να κατευθυνθούν, από χώρους στους οποίους έχουν καταλύσει, σε διάφορα σημεία συγκεντρώσεων.

Το Ροζ Μπλοκ, δηλαδή οι ειρηνιστές (Δίκτυο Λίλιπουτ, Δίκτυο εναντίον των G8, Παγκόσμια Πορεία των Γυναικών, Περιβαλλοντική Λίγκα), συγκεντρώνονται στην πλατεία Manin για να κατευθυνθούν στην κόκκινη ζώνη.

Περίπου 15.000 άτομα (οι Τute Bianche, η νεολαία της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, η γαλλική επανίδρυση, η ελληνική επιτροπή για την διαδήλωση της Γένοβας), ξεκινώντας από το στάδιο Carlini θα κατευθυνθούν προς την «κόκκινη ζώνη» κοντά στο σταθμό Μπρινόλε.

Η γαλλική και η ιταλική Attack, η Κομμουνιστική Επανίδρυση, το συνδικάτο των εργατών μετάλλου και άλλες μικρότερες οργανώσεις συγκεντρώνονται στην Πιάτσα Ντάντε, όπου και παραμένουν μέχρι το απόγευμα. Οι συγκεκριμένοι διαδηλωτές το μεσημέρι κατορθώνουν, τελικά, ν’ ανοίξουν τη σιδερένια πύλη που τους χωρίζει από την κόκκινη ζώνη και να εισέλθουν συμβολικά 3 ή 4 απ’ αυτούς. Δέχονται, όμως, επίθεση με αντλίες νερού και δακρυγόνα και απωθούνται.

Δυτικά, στην πλατεία Μοντάνο, συγκεντρώνονται απεργοί εργαζόμενοι, μαζί με αναρχοσυνδικαλιστές της FAI, για να κατευθυνθούν προς την κόκκινη ζώνη, συμβολικά.

Από το χώρο του GSF, στην παραλία, ξεκινά η πορεία του Globalise Resistance προς την «κόκκινη ζώνη» επίσης.

Γύρω στις 12.00, περισσότεροι από 7.000 αναρχικοί, αυτόνομοι, αντιεξουσιαστές και αντιφασίστες (Ιταλοί, Ισπανοί, Έλληνες, Ιρλανδοί, Πολωνοί, Γερμανοί, Άγγλοι, Αμερικάνοι, Γάλλοι κ.ά.), συγκεντρώνονται στην πλατεία Πάολο ντα Νόβι. Το πλακόστρωτο της πλατείας ξηλώνεται. Όλοι, πλέον, είναι οπλισμένοι με όποιον τρόπο είναι δυνατόν. Αρκετοί διαθέτουν αντιασφυξιογόνες μάσκες που αργότερα θα φανεί πόσο χρήσιμες είναι. Τα πρόσωπα καλύπτονται για να φανερωθούν οι εξεγερμένοι, ενώ τα τύμπανα της μπάντας του Σιάτλ ηχούν ασταμάτητα.

Οι COBAS ξεκινούν την πορεία τους κατευθυνόμενοι όχι απευθείας στην «κόκκινη ζώνη», αλλά λοξοδρομώντας για να ενωθούν μ’ ένα ακόμα δικό τους μπλοκ που πλησίαζε.

To Black Block αρχίζει να κατεβαίνει την Corso Torino και πολύ γρήγορα ξεκινά τις επιθέσεις στις δυνάμεις καταστολής και σε κρατικά κτίρια. Με τα πρώτα δακρυγόνα οι συγκρούσεις γενικεύονται και στήνονται οδοφράγματα.

Οι δυνάμεις καταστολής σ’ αυτό το σημείο αναγκάζουν το Black Βlock να χωριστεί σε δύο βασικά τμήματα, αλλά και μικρότερες ομάδες.

Το ένα τμήμα κατευθύνεται αρχικά προς το Forum μέσω της Corso Torino για να συνεχίσει αργότερα τη διαδρομή του παραλιακά, ενώ το άλλο, συνοδευόμενο από τους τυμπανιστές του Σιάτλ, βόρεια, για να καταλήξει περίπου στις έξι το απόγευμα στις φυλακές Marasi, στις οποίες και προκαλούνται σοβαρές καταστροφές παρά τους πυροβολισμούς που δέχονται, από τους μπάτσους, οι αγωνιστές που επιτίθενται σ’ αυτές.

Το τμήμα που κατευθύνθηκε προς την παραλία αποτελείται από 2.000 περίπου αναρχικούς, οι οποίοι αργότερα αυξάνονται, ενώ μέσα σ’ αυτούς βρίσκεται και ένα σημαντικό κομμάτι από συγκρουσιακούς COBAS.

Στην Corso Torino, λοιπόν, στήνονται τα πρώτα οδοφράγματα, ενώ παράλληλα δέχονται επιθέσεις και πυρπολούνται πολλά υποκαταστήματα τραπεζών, κρατικά κτίρια, η περιφερειακή διοίκηση των καραμπινιέρων, αντιπροσωπείες αυτοκινήτων και μεγάλες επιχειρήσεις.

Οι συγκρούσεις στους γύρω δρόμους διαρκούν πάνω από 2 ώρες. Κάτω από την πίεση των καραμπινιέρων ο κόσμος υποχρεώνεται να υποχωρήσει προς την περιοχή του Forum.

Η είσοδος του Forum οχυρώνεται από τους COBAS οι οποίοι μαζί με τους αναρχικούς προετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν την επίθεση των μπάτσων. Ακόμα και τότε, πολλές ομάδες αγωνιστών βγαίνουν από το χώρο του Forum, στήνουν οδοφράγματα, πυρπολούν τράπεζες, πραγματοποιούν επιθέσεις στους καραμπινιέρους και επιστρέφουν. Αυτό διαρκεί τουλάχιστον μία ώρα, οπότε και οι κατασταλτικές δυνάμεις κάνοντας συνεχή χρήση δακρυγόνων ετοιμάζονται να εισβάλουν. Έτσι, αποφασίζεται η αποχώρηση προς την παραλιακή οδό, ώστε να σπάσει ο κλοιός των μπάτσων.

Αμέσως μόλις αποχωρεί ο κόσμος, ένα ερπυστριοφόρο της αστυνομίας εισβάλλει στο χώρο γκρεμίζοντας τα οδοφράγματα, ενώ διμοιρίες καραμπινιέρων ξυλοκοπούν και συλλαμβάνουν όποιον έχει παραμείνει στο Forum.

Ο κόσμος βγαίνει στον παραλιακό δρόμο και πορεύεται πραγματοποιώντας νέες επιθέσεις σε τράπεζες και αντιπροσωπείες αυτοκινήτων. Αυτό συνεχίζεται για πολλά χιλιόμετρα, ώσπου, από ένα σημείο και μετά, ακολουθείται διαδρομή που οδηγεί και πάλι στο κέντρο της πόλης. Εκεί, μετά από αρκετή ώρα, οι εξεγερμένοι συναντούν απέναντί τους καραμπινιέρους με δύο κλούβες και αρχικά προφυλάσσονται από τα πολλά δακρυγόνα που εκσφενδονίζονται –λίγο πάνω– απ’ τα κεφάλια τους. Ένα avanti όμως, που δονεί την ατμόσφαιρα, οδηγεί περίπου 1.000 άτομα πάνω στους μπάτσους. Αυτοί με τη σειρά τους μπαίνουν όπως-όπως στις κλούβες, προσπαθώντας να διαφύγουν.

Όχι όμως όλοι. Μια κλούβα μπλοκάρεται από διαδηλωτές, που ανοίγουν τις πόρτες της και, αφού αναγκάζουν τους επιβάτες της να κατέβουν κακήν-κακώς, την παραδίδουν στις φλόγες… Κατά τη διάρκεια αυτής της επίθεσης ακούγονται και πυροβολισμοί από την πλευρά των μπάτσων.

Η ξέφρενη πορεία των εξεγερμένων συνεχίζεται με επιθέσεις σε τράπεζες, πολυτελή αυτοκίνητα, σούπερ-μάρκετ (όπου ο κόσμος απαλλοτριώνει αγαθά και τα μοιράζει στον καθένα που περνούσε από εκεί), ενώ λίγο αργότερα κοντά στο στάδιο Carlini μία ομάδα εισέρχεται σε ένα parking ιδιωτικής εταιρίας security και, αφού σπάζει τις κάμερες που είναι τοποθετημένες στις πόρτες, πυρπολεί 7 αυτοκίνητα. Ομάδα διαδηλωτών εισέρχεται σε βενζινάδικο, απαλλοτριώνοντας βενζίνη και άλλα εύφλεκτα υλικά, που χρησιμοποιούνται στις επιθέσεις ή στα οδοφράγματα τα οποία στήνονται συνεχώς κατά μήκος της διαδρομής, ώστε να εμποδιστεί μια ενδεχόμενη επέλαση των καραμπινιέρων.

Μετά από μια διαδρομή δεκάδων χιλιομέτρων, ο κόσμος προσεγγίζει την Corso Gastaldi, έναν κεντρικό και ανηφορικό δρόμο, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί προέκταση της Corso Europa. Το μπλοκ το οποίο ήταν σχηματισμένο μέχρι εκείνη την ώρα αρχίζει να δίνει τη θέση του σε μικρότερες ομάδες, που σκορπίζονται προς διάφορες κατευθύνσεις. Στο βάθος του δρόμου διακρίνονται καπνοί, αποτέλεσμα των σφοδρών συγκρούσεων που μαίνονται παντού.

Ας γυρίσουμε, όμως, στην πορεία των Tuti Bianche που είχε αναχωρήσει από το γήπεδο Carlini τουλάχιστον μιάμιση ώρα μετά από την έναρξη των συγκρούσεων. Μια πορεία τουλάχιστον 15.000 άτομων, από τα οποία αρκετές χιλιάδες με αμυντικό εξοπλισμό: κράνη, ατομικές ασπίδες, αλλά και μεγάλες κυλιόμενες, γάντια για τα δακρυγόνα και πυροσβεστήρες, αντιασφυξιογόνες μάσκες, αφρολέξ και μαξιλαράκια για το σώμα.

H πορεία καταλαμβάνει τη μεγάλη λεωφόρο Corso Castaldi-Via Tolemaide για να φτάσει στην κόκκινη ζώνη – πράγμα που όμως δεν πετυχαίνει, αφού ανακόπτεται κοντά στην Piazza Brignole, περιοχή στην οποία είχαν ήδη προηγηθεί συγκρούσεις με ομάδες του Black Block.

Τι δεν πήγε, λοιπόν, καλά για την ηγεσία των Τ.Β.; «Όλα ξεκίνησαν με την επιδρομή στην πορεία μας των πρώτων μελών του Black Block, που τα σταμάτησαν και αφόπλισαν όχι οι αστυνομικοί, αλλά οι Τ.Β. Οι Digos (ειδικές κατασταλτικές μονάδες) μας ζήτησαν να σταματήσουμε για να ελέγξουν τη διείσδυση των αναρχικών, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήθελαν κάτι τέτοιο: μπλόκαραν την πορεία και ξεκίνησαν οι πρώτες συγκρούσεις… Μιλήσαμε με κάποιους Digos που γνωρίζαμε, λέγοντάς τους ότι η πορεία έπρεπε να ανασυνταχθεί και να αφεθεί να φτάσει μέχρι την κόκκινη γραμμή όπως είχε συμφωνηθεί με το GSF. Μου απάντησαν ότι, αν η πορεία έφτανε στην κόκκινη ζώνη, οι δυνάμεις της τάξης δεν θα μπορούσαν “να διαχειριστούν την επίθεση” 15.000 ατόμων. Αλλά δεν υπήρχε κάποια επίθεση για να διαχειριστούν: είχε συμφωνηθεί να υπάρξει μια συμβολική χειρονομία από τους Τ.Β., τους αρκούσε να φτάσουν στα πέντε εκατοστά από την κόκκινη ζώνη… Αλλά δεν ήταν δυνατή καμία επικοινωνία. Η διαταγή, προφανώς, ήταν να εμποδιστούν οι Τ.Β. να πλησιάσουν, να επιτεθεί πρώτη η αστυνομία. Η πλατεία Μπρινιόλε (κίτρινη ζώνη) ήταν το πεδίο που θα δινόταν η μάχη. Στο μεταξύ η πορεία ήταν πλέον εκτός ελέγχου και από τους ίδιους τους Τ.Β.» (Il Manifesto, 22 Ιουλίου 2001, συνέντευξη της Luana Zanella, βουλευτίνας των Πρασίνων).

Οι πρώτες γραμμές των Τ.Β. με τις μεγάλες ασπίδες και σε σχηματισμό χελώνας, αντέχουν για αρκετό διάστημα στην καταιγιστική επίθεση με δακρυγόνα με μικρές υποχωρήσεις και προωθήσεις.

Οι συγκρούσεις γενικεύονται για ώρες, καθώς στην περιοχή βρίσκονται ομάδες του Black Block, που δίνουν το έναυσμα για σκληρές μάχες σε πλαϊνούς δρόμους με τους καραμπινιέρους που προσπαθούν να διεμβολίσουν τους συγκεντρωμένους.

Ολόκληρη η περιοχή πνίγεται στα δακρυγόνα.

Μια κλούβα των μπάτσων καίγεται σε κοντινό δρόμο, ενώ στην κοντινή Piazza Alimonda, σε μια παρόμοια επίθεση των διαδηλωτών, πέφτει νεκρός από πυροβολισμούς ο Κάρλο Τζουλιάνι.

Ο Τζουλιάνι, επιτιθέμενος μ’ ένα πυροσβεστήρα σ’ ένα τζιπ με καραμπινιέρους, δολοφονείται με δύο σφαίρες στο κεφάλι. Στη συνέχεια, το τζιπ περνάει δύο φορές πάνω από το σώμα του νεκρού αγωνιστή. Οι ομάδες των συντρόφων του, που στέκονται γύρω από το σώμα του, απωθούνται από τα κτήνη που απαρτίζουν τις ιταλικές κατασταλτικές δυνάμεις.

Αργότερα γίνεται γνωστό ότι στα σύνορα με τη Γαλλία δολοφονείται και μια Γαλλίδα διαδηλώτρια.

Οι Τ.Β. σαλπίζουν υποχώρηση και επιστροφή στο στάδιο Carlini, προσπαθώντας ταυτόχρονα, ακόμα και την ώρα που υποχωρούν, να καταστείλουν, όσους προσπαθούν με οδοφράγματα να σταματήσουν την επέλαση των θωρακισμένων φορτηγών των καραμπινιέρων.

Το βράδυ το Carlini περικυκλώνεται, όπως είχε συμβεί την προηγούμενη μέρα στο κέντρο Pinelli και στο στάδιο Menzo.

Εδώ θα επιστρέψουμε στο άλλο βασικό τμήμα του Βlack Block, που συνοδεύτηκε από τους τυμπανιστές του Σιάτλ, μετά την αρχική επίθεση των καραμπινιέρων στην Corso Torino και κατέληξε στην περιοχή όπου βρίσκονται οι φυλακές Marasi. Έχουμε ήδη πει, ότι αυτό το μεγάλο τμήμα κινήθηκε προς το Βορρά. Οι εξεγερμένοι που πορεύονται με το συγκεκριμένο τμήμα, αρχίζουν να αναποδογυρίζουν και να πυρπολούν πολυτελή αυτοκίνητα. Επιτίθενται, επίσης, σε αστυνομικό τμήμα με βόμβες μολότοφ και πέτρες, με αποτέλεσμα να βρεθούν αντιμέτωποι με τις κάννες των πιστολιών των μπάτσων που τους σημάδευαν από τα παράθυρα του κτιρίου τους και οι οποίοι δεν διστάζουν να πυροβολήσουν, – ευτυχώς, χωρίς αποτέλεσμα.

Στη συνέχεια, γίνονται επιθέσεις σε ταχυδρομεία και τράπεζες που πυρπολούνται, ενώ οι καραμπινιέροι αδυνατούν, για την ώρα, να πλησιάσουν δεχόμενοι μολότοφ και πέτρες, αλλά και εξ αιτίας τού ότι οι εξεγερμένοι ταμπουρώνονται για ώρα σε ανηφορικό σημείο, από το οποίο είναι αδύνατον να τους απωθήσουν. Η πορεία, όμως, συνεχίζεται κάτω από τους ασταμάτητους ήχους των τυμπάνων προς το κέντρο της πόλης. Δεκάδες πολυτελή αυτοκίνητα γίνονται φλεγόμενα οδοφράγματα, καταστρέφονται τράπεζες, αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, ανοίγονται σούπερ-μάρκετ από τα οποία απαλλοτριώνεται οτιδήποτε συνιστά εύφλεκτο υλικό, ενώ μοιράζονται και τοποθετούνται στο δρόμο κάθε είδους αγαθά. Οι αναρχικοί, εξεγερμένοι νεολαίοι κ.ά. περνώντας κυριολεκτικά διά πυρός και σιδήρου τη Γένοβα, κατευθύνονται πια, προς την περιοχή των φυλακών Marasi, έχοντας αφήσει πίσω τους, δρόμους που καλύπτονται από πυκνούς καπνούς.

Εκεί βρίσκονται παρατεταγμένες δυνάμεις των καραμπινιέρων στις οποίες και γίνεται επίθεση με βροχή από ξύλα, πέτρες, μολότοφ, ενώ στήνονται πρόχειρα οδοφράγματα. Ταυτόχρονα πολλοί αρχίζουν ν’ ανεβαίνουν τα, τουλάχιστον, 200 σκαλιά που οδηγούν σε περιοχή που προσέγγιζε την «κόκκινη ζώνη». Οι δυνάμεις των καραμπινιέρων, και παρά τη χρήση πυροβόλων όπλων, ύστερα από επίμονες επιθέσεις αναγκάζονται να υποχωρήσουν. Οι εξεγερμένοι βρίσκονται ακριβώς μπροστά από τα διοικητικά κτίρια των φυλακών, απ’ όπου πολύ γρήγορα αρχίζουν να βγαίνουν μαύροι καπνοί. «Μπροστά μας βρισκόταν μια μεγάλη πλατεία, το μέρος πολύ ανοιχτό, πλάτη είχαμε τα σκαλιά, μπροστά μας οι φυλακές, αλλά πριν απ’ αυτές καραμπινιέροι με κλούβες. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην τους χτυπήσουμε μέχρι να φύγουν, ας είχαν όπλα. Το μισητό κτίριο που βρισκόταν πίσω τους σκεφτόμασταν μόνο… Μια, δυο, τρεις επιθέσεις με πέτρες και κοκτέιλ μολότοφ. Υποχωρούν, μπαίνουν στις κλούβες και φεύγουν κυνηγημένοι. Φτάνουμε, ακριβώς απ’ έξω από τις φυλακές. Ανάβουμε τα μπουκάλια, σχεδόν όλα όσα είχαμε και μετά βροχή από πέτρες… Μαύροι καπνοί τυλίγουν τα μπουντρούμια… Αλλά και πάλι δε φεύγουμε, παρότι έχουμε μείνει λιγότεροι. Ξαναπετάμε πέτρες…

Αν μπορούσαμε, δε θα φεύγαμε μέχρι να τις γκρεμίσουμε…».

Αφού εγκατέλειψαν και οι τελευταίοι τον συγκεκριμένο χώρο, ακολουθώντας την ίδια ανοδική πορεία, το σημαντικό αυτό τμήμα του Βlack Block δίνει τη θέση του σε μικρότερες ομάδες. Ομάδες που προσπαθούν να προσεγγίσουν την «κόκκινη ζώνη», απ’ αυτό το σημείο, δίνοντας μάχες με τις κατασταλτικές δυνάμεις στους στενούς ανηφορικούς δρόμους, στήνοντας οδοφράγματα, άλλοτε υποχωρώντας ή και άλλοτε προχωρώντας και πυρπολώντας αυτοκίνητα, ενώ συναντιούνται και με ομάδες του ροζ μπλοκ, οι οποίοι τους υποδέχονται με τα βαμμένα άσπρα χέρια τους …ψηλά!!!

Η ώρα είναι περίπου έξι το απόγευμα, και από πολλά σημεία την πόλης βγαίνουν καπνοί, ενώ τα ελικόπτερα πετούν ασταμάτητα…

Η Γένοβα καίγεται απ’ άκρη σ’ άκρη.

Οι οδομαχίες, παρ’ όλ’ αυτά, συνεχίζονται γύρω από την «κόκκινη ζώνη», αλλά και σε πολλά διαφορετικά σημεία της πόλης.

Ομάδες αναρχικών και εξεγερμένων νεολαίων ανασυγκροτούνται και στήνουν συνεχώς νέα οδοφράγματα, μετακινούμενοι διαρκώς, μέχρι που βραδιάζει.

***

Ακολουθεί προκήρυξη που μοιράστηκε στη Γένοβα κατά τη διάρκεια της Συνόδου των G8, τον Ιούλιο του 2001.

ΔΕΝ ΚΡΙΤΙΚΑΡΟΥΜΕ, ΔΕΝ ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΝΟΥΜΕ

ΣΤΟΧΟΣ ΜΑΣ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

«Γι‘ αυτό, το καλύτερο φρούριο που μπορείς να έχεις είναι να μη σε μισεί ο λαός‘ γιατί, ακόμα κι αν έχεις φρούρια, αν ο λαός σε μισεί, αυτά δεν σε σώζουν γιατί στο λαό που πήρε τα όπλα δεν λείπουν ποτέ οι ξένοι που θα τον βοηθήσουν».

Niccolo Machiavelli, Il Principe

Οι παρουσιαζόμενοι ως παγκόσμιοι άρχοντες (G8) συναντιούνται αυτή τη φορά στην Γέ­νοβα για ν’ αντιμετωπίσουν, όπως ισχυρίζονται, μεταξύ των άλλων και την εξάπλωση της φτώχειας στον πλανήτη. Οι μοναδικοί υπεύθυνοι και συνεχιστές αμέτρητων πολέμων και ανθρωποσφαγών σε κάθε χρόνο και χώρο, εκείνοι που απλόχερα δεν έπαψαν να εξασφαλίζουν τον αργό ή γρήγορο θάνατο σε εκατομμύρια καταπιεσμένους ανθρώπους έρχονται δήθεν να πείσουν για τα φιλάνθρωπα αισθήματα τους.

Δεν μπορούν να ξεγελάσουν κανέναν πια.

Έρχονται για να σχεδιάσουν και να συναποφασίσουν τους τρόπους διατήρησης και επέ­κτασης της ισχύος τους πάνω στις ανθρώπινες κοινωνίες και την συνέχιση της καταστρο­φής του πλανήτη. Αυτό είναι που σήμερα ονομάζουν «παγκοσμιοποίηση» και χθες το λέ­γανε αυτοκρατορία ή βασίλειο.

Αυτοί, όμως, που δεν αλλάζουν όνομα και τότε και σήμερα είναι εκείνοι που δεν έπαψαν να βρίσκονται απέναντι τους αποφασισμένοι να σπάσουν τις αλυσίδες: Οι εξεγερμένοι και οι κοινωνικοί επαναστάτες.

Ανάμεσα τους κι αυτοί που βρέθηκαν στους φλεγόμενους δρόμους της Αθήνας, μ’ α­φορμή την επίσκεψη Κλίντον, λίγο καιρό μετά από τους βομβαρδισμούς στα Βαλκάνια. Το ίδιο παρόν δόθηκε και μ’ αφορμή διάφορες συναντήσεις των κυρίαρχων στους δρόμους του Σιάτλ, της Πράγας, της Νίκαιας, της Νάπολης, του Κεμπέκ και του Γκέτεμποργκ αλλά και σε κάθε άλλο χρόνο και τόπο και μ’ οποιαδήποτε αφορμή.

Είναι όλοι αυτοί που δεν έπαψαν να περιγελούν το επονομαζόμενο από τους εξουσια­στές τέλος της ιστορίας, την φαντασίωση τους δηλαδή για την εξαφάνιση των κοινωνικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων.

Είναι όλοι αυτοί που δεν τρέφουν καμία αυταπάτη για τον τρόπο που αντιμετωπίζεται το δολοφονικό πρόσωπο κάθε εξουσίας.

Είναι αυτοί επίσης που δεν είδαν στις δολοφονικές επιθέσεις κατά διαδηλωτών στο Γκέτεμποργκ, μετά και τη ματαίωση της συνόδου στην Βαρκελώνη, κανενός είδους «πρωτοβουλιακές» ενέργειες των Σουηδών μπάτσων. Γεγονός, άλλωστε, που αποδεικνύεται περί­τρανα και από την παρουσίαση της Γένοβας από το ιταλικό κράτος, και όχι μόνο, ως τόπου ξεκαθαρίσματος με τις ανεξέλεγκτες πρακτικές και απόψεις.

Προσπαθούν οι εξουσιαστές να τρομοκρατήσουν με εξαγγελίες για εκτεταμένη ανταλ­λαγή μεταξύ των κρατών των ονομάτων των ανεπιθύμητων «αναρχικών στοιχείων», για α­πελάσεις των υπόπτων για τις βίαιες διαθέσεις τους διαδηλωτών ακόμα και για την διαθε­σιμότητα 200 σάκων για σώματα νεκρών διαδηλωτών.

Δεν πετυχαίνουν τίποτα άλλο παρά να παραδέχονται τον πανικό τους μπρος στους αγωνιζόμενους ανθρώπους, που για μιαν ακόμη φορά θα αψηφήσουν τις κάνες των πιστολιών των ένστολων και μη μισθοφόρων τους.

Δεν αμέλησαν, βέβαια, να έρθουν σε διάλογο με τους επίσημους φορείς της αριστεράς που θα συμμετάσχουν στις κινητοποιήσεις για να πάρουν και να δώσουν εγγυήσεις για την εξασφάλιση της τάξης και της ασφάλειας κατά την διάρκεια των διαδηλώσεων.

Ζητούν από νέους Κον Μπεντίτ, επίδοξους εκπρόσωπους των διαδηλωτών, να διασφα­λίσουν όσο περνάει από το χέρι τους την απομόνωση εκείνων «των επικίνδυνων αναρχι­κών στοιχείων», αλλά και κάθε ταραχοποιού.

Γνωρίζουμε ότι θα ξαναδούμε κάποιους απ’ αυτούς στον ρόλο του «εσωτερικού» περιφρουρητή της διεκπεραίωσης μιας ειρηνικής διαμαρτυρίας, να καταγγέλλουν εκ νέου κά­θε προβοκάτορα ενός εναλλακτικού αντιπολιτευτικού κινήματος, που θα μιλάει ισότιμα με τους κάθε είδους Σολάνα, Μπλερ και Μπερλουσκόνι. Ενός κινήματος που έρχονται να κα­λύψουν ιδεολογικά οι διάφοροι αξιοθρήνητοι διανοητές, φιλόσοφοι και ακτιβιστές της πο­λυθρόνας. Μάταια, λοιπόν, κοπιάζουν να μας εντάξουν στα κινήματα τους. Η ανεξέλεγκτη δράση ποτέ δεν χώρεσε σ’ αυτά, πάντα περίσσευε και θα περισσεύει. Γιατί περιφρονούσε πάντα κάθε είδους πολιτική ακόμα και αν αυτή φορούσε επαναστατικά στολίδια και δια­λαλούσε επαναστατικά λογύδρια.

Η Γένοβα δεν είναι ούτε η αρχή ούτε και το τέλος της αδιάλλακτης σύγκρουσης και ε­ξέγερσης ενάντια στους δήμιους της ανθρωπινότητας. Είναι, όμως, μια ακόμα ευκαιρία οι εφιάλτες τους να γίνουν πραγματικότητα. Και οι φωτιές των οδοφραγμάτων μπορούν να κάνουν κυριολεκτικά φωτεινή αυτή την πραγματικότητα.

Ας αφήσουμε την οργή μας να φουσκώσει και να τους παρασύρει σαν χείμαρρος.

Αθήνα – Γένοβα Ιούλιος 2001

Συσπείρωση Αναρχικών

(Δημοσιεύτηκε στο Anarchy press)