Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ


Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύθηκε το 1902!!!

Η εσωτερική λογική και η διαύγεια του λόγου του το κάνουν επίκαιρο ακόμα και σήμερα. Ορισμένα σημεία του που αναφέρονται σε ό,τι ίσχυε την εποχή που γράφτηκε το κείμενο, όπως π.χ. η ψήφος στα 21 ή η απαγόρευση ψήφου στους στρατιωτικούς, δεν αλλάζουν σε τίποτα τη σημασία του κειμένου.

Η ενίσχυση της κοινοβουλευτικής δικτατορίας πάνω στους καταπιεζόμενους δείχνει και τη σημασία που αποκτά η ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ σαν κίνηση σαμποταρίσματος των εκλογών, που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανατροπή και εν τέλει στην καταστροφή του κράτους και την εξάλειψη των εξουσιαστικών κι εκμεταλλευτικών σχέσεων. Εννοείται, πως αυτά τα αποτελέσματα δεν τα αποφέρει μόνη της η ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ, αλλά σε συνδυασμό με εξεγερτικές κοινωνικές πρακτικές τις οποίες –μέσα από διεργασίες σύνθεσης– στηρίζει, αλλά και από τις οποίες στηρίζεται.

Οι απειλές των εξουσιαστών για δήθεν επιβολή ποινών, σε περίπτωση που κάποιος δεν ψηφίσει, αποδείχνονταν κενές, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου η αποχή ήταν μεγάλη. Κανένα κράτος δεν είχε τολμήσει να προχωρήσει στην επιβολή ποινών σε χιλιάδες άτομα που δεν ψήφιζαν. Τώρα μάλιστα που αυτό το ζήτημα είναι ξεκαθαρισμένο, ακόμα και στο πλαίσιο των νομοθεσιών τους, γίνεται κατανοητό πως οι όποιες απειλές αποσκοπούν στον εκφοβισμό. Ήδη τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια τα ποσοστά της αποχής, των άκυρων και των λευκών ψηφοδελτίων έχει ξεπεράσει το 30% αυτών που είναι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους.


Η ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ είναι η ποιοτική συσσώρευση της αντίθεσης ενάντια στους εξουσιαστές που συνειδητά εξακολουθεί να εκδηλώνεται και μετά το εκλογικό - κοινοβουλευτικό τσίρκο, μέσα στους χώρους που αναπτύσσεται ο κοινωνικός ανταγωνισμός, εκεί όπου παίρνει σάρκα και οστά ο καθημερινός κοινωνικός πόλεμος.

Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΗ

Όταν λέμε «καθολική ψηφοφορία» εννοούμε την ψηφοφορία όλων των ανθρώπων. Όμως η πραγματικότητα είναι τελείως αντίθετη.

Πράγματι, πρέπει πρώτα απ’ όλα να παρατηρήσουμε ότι:

– Όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.

– Οι στρατιώτες δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.

– Όσοι έχουν στερηθεί, απ’ το νόμο, τα πολιτικά τους δικαιώματα δεν έχουν δικαίωμα ψήφου. Και ακόμα:

– Όσοι για τον ένα ή τον άλλο λόγο (αρρώστια, δουλειά κ.λπ.) δεν μπορούν να πάνε στην κάλπη τη μέρα των εκλογών, δεν ψηφίζουν.

Απομένουν όσοι πράγματι ψηφίζουν. Αλλά ένα μεγάλο μέρος των ψήφων τους δεν μετράει, γιατί:

– Όσοι απέχουν συνειδητά ή από αδιαφορία δεν ψηφίζουν,

Απομένουν όσοι πράγματι ψηφίζουν. Αλλά ένα μέρος των ψήφων τους δεν μετράει γιατί:

– Όσοι έδωσαν τις ψήφους τους σε υποψηφίους που δεν εκλέχτηκαν είναι σα να μην έχουν ψηφίσει.

– Παρόμοια, εκείνοι που οι υποψήφιοι τους μειοψηφούν στις κάθε είδους συνελεύσεις είναι σα να μην έχουν ψηφίσει.

Απομένουν σε τελική ανάλυση, οι εκλογείς που οι αντιπρόσωποι τους ψηφίζουν τους νόμους.

Ας σημειωθεί ότι αυτοί οι εκλογείς θα δυσκολεύονταν ίσως να μορφώσουν μιαν ενιαία γνώμη, εάν ο αντιπρόσωπός τους τούς συμβουλευόταν κάθε φορά που πρόκειται να ψηφίσει εν ονόματι τους.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.

Η πλειοψηφία μιας συνέλευσης δεν μπορεί να συμφωνήσει πάνω στο κείμενο ενός νόμου χωρίς «συμβιβασμό». Για να συμβιβαστούν, πρέπει και οι μεν και οι δε να απαρνηθούν ως ένα βαθμό τις ιδέες τους. Κανείς δεν μπορεί να έχει την αξίωση να γίνουν οι ιδέες του αποδεκτές στο σύνολο τους.

Τι νόημα έχει λοιπόν η ψήφος, εφ’ όσον έτσι δεν μπορεί να προκύψει:

– Ούτε η επιθυμία του ψηφοφόρου.

– Ούτε η αλήθεια που είναι αδιάλλακτη και ασυμβίβαστη με τα παζαρέματα;

Πού οδηγεί λοιπόν στην πραγματικότητα η λεγόμενη «καθολική» ψηφοφορία;

Οδηγεί στην καταπίεση ορισμένων ανθρώπων από άλλους δίχως καμιά εγγύηση ότι αυτοί οι άλλοι έχουν το δίκιο με το μέρος τους, και μάλιστα (όπως θα δείξουμε πιο κάτω) με τη βεβαιότητα ότι δεν είναι δυνατόν να έχουν το δίκιο με το μέρος τους.

Με δύο λόγια, η λεγόμενη «καθολική» ψηφοφορία δεν είναι ψηφοφορία όλων των ανθρώπων. Είναι ένα τέχνασμα που μπορεί να χρησιμεύσει σε ορισμένους ανθρώπους (μηχανορράφους) για να καταπιέσουν άλλους ανθρώπους.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.

Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΙΣΧΥΡΟ ΜΕΣΟ ΝΑΡΚΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ

Πράγματι, αφού συμπληρώσει το 21ο έτος, κάθε τέσσερα χρόνια (δηλαδή μια φορά κάθε 1460 ή 1461 ημέρες) ο εκλογέας ψηφίζει (δηλαδή προσπαθεί να καταπιέσει όσους σκέφτονται διαφορετικά απ’ αυτόν). Όσο για την εξουσία, αυτή λειτουργεί κάθε μέρα και κάθε στιγμή.

Η καθολική ψηφοφορία λοιπόν σημαίνει: 1 ημέρα δικαίωμα στη μηχανορραφία, 1459 ή 1460 ημέρες παραίτησης.

Βλέπουμε ότι η καθολική ψηφοφορία είναι ένα ισχυρό μέσο νάρκωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας. Δεν έχει τίποτα κοινό, με τη λαϊκή κυριαρχία, με το δικαίωμα να είσαι κάθε στιγμή εξ ίσου κυρίαρχος με οποιονδήποτε άλλον, δεν έχει καμιά σχέση με την ισότητα.

ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΛΟΓΟ

Στις χώρες όπου υπάρχει το κοινοβουλευτικό καθεστώς οι άνθρωποι καθορίζουν τις ρυθμιζόμενες ενέργειες, επιτρεπόμενες και απαγορευμένες, καθορίζουν δηλαδή το νόμο, με τον ακόλουθο τρόπο:

1ον. Ανάδειξη των αντιπροσώπων (βουλευτές, γερουσιαστές, δημοτικοί σύμβουλοι κ.λπ.). Αυτή η ανάδειξη ισοδυναμεί με την ολοκληρωτική παραίτηση της ατομικής δραστηριότητας στα χέρια των πολιτικών.

2ον. Σύσκεψη των πολιτικών οι οποίοι εκφέρουν κρίσεις και φτιάχνουν κείμενα ψηφίζοντας πάνω σ’ αυτές τις κρίσεις.

3ον. Επιβολή με τη βία του αποτελέσματος των ψηφοφοριών τους.

Αυτό το σύστημα είναι παράλογο.

Εάν πράγματι υπάρχουν ενέργειες που οι άνθρωποι πρέπει να ρυθμίσουν, να επιτρέψουν και να απαγορέψουν, θα έπρεπε αυτές να καθορίζονται από τη λογική. Εάν δεν υπάρχουν, οι πολιτικοί δεν είναι πιο αρμόδιοι από τους άλλους ανθρώπους για να τις καθορίσουν.

Πώς αποκαθίσταται η αλήθεια; Πώς προσδιορίζεται η επιστημονική ακρίβεια;

Μήπως διορίζονται αντιπρόσωποι για να το κάνουν; Όχι. Αυτός που αποκαθιστά την αλήθεια δεν είναι εντολοδόχος κανενός. Πολλές φορές δεν έχει ούτε δίπλωμα, ούτε κύρος. Γίνονται ψηφοφορίες για τον προσδιορισμό της επιστημονικής αλήθειας; Όχι. Η ψήφος δεν αποδεικνύει τίποτα. Ο Γαλιλαίος ήταν ο μόνος που έλεγε ότι η γη γυρίζει. Αν και μόνος, το δίκιο ήταν με το μέρος του κι όχι με το μέρος της πλειοψηφίας. Επιβάλλεται η επιστήμη με τη βία; Όχι. Λένε στους ανθρώπους: «Ιδού η επιστήμη, ιδού και οι αποδείξεις. Αποδεχθείτε ό,τι αναγνωρίζετε σαν ορθό».

Από επιστημονική άποψη, η λογική των ανθρώπων είναι προφανής. Κανείς δεν εξεγείρεται κατά της επιστήμης, ούτε και οι αμαθείς, γιατί αυτοί οι τελευταίοι ξέρουν ότι η επιστήμη επαληθεύεται απ’ όσους είναι ικανοί να το κάνουν, ξέρουν ότι και οι ίδιοι, αν είχαν τις δυνατότητες, θα μπορούσαν να την επαληθεύσουν.

Από νομική άποψη, ο παραλογισμός των ανθρώπων είναι προφανής. Ο νόμος καθορισμένος με τρόπο παράλογο, μπορεί να είναι ακατάλληλος, βασανιστικός. Πάντως θα είναι νόμος, από τη στιγμή που θα έχει ψηφιστεί και εκδοθεί σύμφωνα με τους παράλογους κανόνες που θεσπίστηκαν.

Ιδού το πολιτικό σύστημα. Μη έχοντας καμιά σχέση με τη λογική, δεν μπορεί να δώσει λογικά αποτελέσματα. Η πολιτική, μέθοδος παράλογη, δεν είναι δυνατόν να χρησιμεύσει για τον προσδιορισμό ορθολογικών κανόνων διαβίωσης. Εάν υπάρχουν τέτοιοι κανόνες μόνο οι τρελοί μπορεί να θέλουν να τους καθορίσουν και να τους επιβάλλουν στους λογικούς ανθρώπους με μια μέθοδο που δεν είναι ορθολογική.

Ο ΝΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟΥ

Κάθε άτομο, όταν φτάσει στην ηλικία της λογικής, βρίσκεται αντιμέτωπο με μιαν απροσμέτρητη ποσότητα νόμων. Εάν πει: «Αυτοί οι νόμοι που έγιναν χωρίς εμένα, πριν από μένα, εναντίον μου, δεν μου αρέσουν», του απαντούν: «Εξέτασε τους πρώτα, στη συνέχεια θα μπορέσεις, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία, να χρησιμοποιήσεις τα δικαιώματα σου σαν πολίτης για να αλλάξεις την κοινωνική τάξη πραγμάτων». Εάν πει «Βιάζομαι», του απαντούν: «Δεν πρέπει να είσαι ανυπόμονος. Αυτοί που φτιάχνουν τους νόμους είναι επιφορτισμένοι από σένα ή από τους αντιπάλους σου να ενεργούν αντί για σένα και στη θέση σου. Κάνε πολιτική».

Αλλά η πολιτική οδηγεί στην κατασκευή του νόμου και ο νόμος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αποδοχή από μέρους ορισμένων ανθρώπων (πλειοψηφία) εκτιμήσεων που αμφισβητούν άλλοι άνθρωποι (μειοψηφία).

Η επιβολή εκτιμήσεων με τη βία είναι τυραννία. Ο νόμος είναι η υπέρτατη καταπίεση, η θεσμοποιημένη καταπίεση, το δίκαιο του ισχυρότερου.

Τα δικαιώματα ενός ανθρώπου δεν μπορούν να εξαρτώνται από τις περισσότερο ή λιγότερο ανυστερόβουλες εκτιμήσεις άλλων ανθρώπων. Τα δικαιώματα αυτά υπάρχουν ή δεν υπάρχουν. Εάν υπάρχουν, πρέπει να εξασκούνται (στην ανάγκη παρά το νόμο) και, για να γίνει αυτό, πρέπει να προσδιοριστούν με τη λογική.

Ο ΝΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΒΡΑΒΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΟΥΡΓΙΑΣ

Εφόσον η πολιτική οδηγεί στην κατασκευή του νόμου καλό είναι να δείξουμε τη ματαιότητα του.

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει νόμος, δεν μπορεί να υπάρξει νόμος, ο νόμος δεν μετράει, ή μάλλον υπάρχει ένας μόνο νόμος, γραμμένος με αδιόρατα ψηφία σε όλους τους κώδικες: «Έχε το νου σου να μη σε πιάσουν».

Πράγματι το Κράτος δεν τιμωρεί όσους παραβιάζουν το νόμο, τιμωρεί όσους συλλαμβάνονται παραβιάζοντας το νόμο, πράγμα που δεν είναι ταυτόσημο. Όποιος παραβιάζει το νόμο δίχως να συλληφθεί δεν μπορεί να τιμωρηθεί.

Έχουμε λοιπόν κάθε λόγο να ισχυριστούμε ότι ο νόμος είναι μια επιβράβευση της πανουργίας, ότι λέει στους ανθρώπους: «Είναι άσκοπο νά ’σαστε νομοταγείς, πρέπει να ‘σαστε απατεώνες. Όλα στους αγύρτες και τίποτα στους αδύνατους, τίποτα στους απλούς ανθρώπους που δεν έχουν ούτε την πονηριά ούτε την παλιανθρωπιά που χρειάζεται για να χρησιμοποιήσουν το νόμο για δικό τους λογαριασμό».

Αυτό είναι τόσο αληθινό ώστε υπάρχουν άνθρωποι (δικηγόροι, δικαστές) που επίσημο επάγγελμα τους είναι να προσπαθούν είτε να παρακάμψουν είτε να εφαρμόσουν το νόμο ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής.

ΟΛΟΙ ΟΙ ΨΗΦΟΦΟΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΙ

Όλοι οι άνθρωποι συμφωνούν ότι η σημερινή κοινωνία είναι ελαττωματική.

Πώς λοιπόν αυτή η κοινωνία που σε κανένα δεν αρέσει, κατορθώνει να διαιωνίζεται;

Διαιωνίζεται:

1ον. Επειδή υπάρχουν άνθρωποι για τους οποίους είναι υποφερτή, οι προνομιούχοι.

2ον. Επειδή οι μη προνομιούχοι, για τους οποίους δεν είναι υποφερτή, υποτάσσονται αγόγγυστα στη μοίρα τους, επειδή δεν εξεγείρονται.

Αλλά αυτό δεν είναι όλο.

Οι προλετάριοι όχι μονάχα δεν εξεγείρονται, αλλά ακόμα αποδέχονται, αναγνωρίζουν, διατηρούν και εδραιώνουν το καταπιεστικό καθεστώς.

Αποδέχονται, αναγνωρίζουν, διατηρούν και εδραιώνουν αυτό το καθεστώς όχι επειδή εξαναγκάζονται, αλλά επειδή είναι αρκετά ηλίθιοι για να αποδεχθούν, αναγνωρίσουν, διατηρήσουν και εδραιώσουν την καταπίεση.

Πράγματι, κάθε φορά που οι άνθρωποι καλούνται να ψηφίσουν είναι σα να τους ζητούν μια προσυπογραφή για την παράταση του υποτιθέμενου κοινωνικού συμβολαίου. Ο ψηφοφόρος είναι ένας άνθρωπος που έρχεται τη μέρα που τον φωνάζουν όπως οι υπηρέτες, τη μέρα που του σφυρίζουν σαν να 'ταν υπάκουο σκυλί, που έρχεται μόνο αυτή τη μέρα κι όχι τις άλλες μέρες, ένας άνθρωπος που έρχεται όταν η εξουσία του λέει:

«Ήρθε η στιγμή να επικυρώσεις για μιαν ακόμα φορά και να συμβάλεις στη λειτουργία ενός συστήματος που δημιουργήθηκε από άλλους και για άλλους. Έφτασε η ώρα να διαλέξεις αυτούς που θα μετάσχουν σε τούτο το σύστημα και να συμβάλεις με ή χωρίς την πρόθεση να το τροποποιήσουν, να διαλέξεις αυτούς που θα επιβοηθήσουν τη λειτουργία του μηχανισμού συντριβής των αδυνάτων και θα αμειφθούν με χρήμα, επιρροές, προνόμια και τιμές. Ήρθε η στιγμή να αποδιώξεις για μια ακόμα φορά την ιδέα της εξέγερσης ενάντια στην κοινωνική οργάνωση που σε εκμεταλλεύεται και να υπακούσεις στην εξουσία. Ήρθε η στιγμή να ψηφίσεις, δηλαδή να κάνεις μια πράξη που σημαίνει: αναγνωρίζω τους νόμους».

Είναι φανερό ότι η εκλογική αποχή σημαίνει πρώτα απ’ όλα: «Δεν αναγνωρίζω τους νόμους. Δεν θέλω ένα καθεστώς που μου επιβάλλουν και που θέλουν να συνεχίσουν να μου επιβάλλουν».

Κατά συνέπεια, κάθε ψηφοφόρος (είτε αποκαλείται –ορθά– μοναρχικός, είτε αποκαλείται –κακώς– επαναστάτης σοσιαλιστής) είναι συντηρητικός, εφόσον η ψήφος του συμβάλλει στη λειτουργία του υπάρχοντος συστήματος.

ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΕΧΕΙ ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ

Δείξαμε ότι η πολιτική είναι για τους προνομιούχους ένα ισχυρό μέσο νάρκωσης της δραστηριότητας των μη προνομιούχων. Λένε στους ανθρώπους: «Βάλτε το μυαλό σας στην τσέπη σας και βγάζετε το κατά διαστήματα για να ψηφίσετε δηλαδή για να εδραιώσετε την εξουσία. Κι ενώ εσείς θα μένετε με τα χέρια σταυρωμένα, η εξουσία θα λειτουργεί δίχως ανάπαυλα».

Και βλέπουμε ορισμένους να εκπλήσσονται που δεν γίνεται η επανάσταση μέσω του πολιτικού συστήματος! Αλλά το εκπληκτικό θα ήταν να γίνει η επανάσταση μ’ ένα τέτοιο σύστημα, μ’ ένα σύστημα αντεπαναστατικό, συντηρητικό.

Η επανάσταση θα γίνει όταν οι άνθρωποι θα πάψουν να παραιτούνται από τη δραστηριότητα τους.

Η επανάσταση θα γίνει όταν οι άνθρωποι θα πάψουν να αναθέτουν εξουσίες, όταν θα πάψουν να διαλέγουν δεσμοφύλακες όταν θα πάψουν να επιτρέπουν σε κάτι τέτοια ανθρωπάκια να λένε: «Μου δώσατε το ΔΙΚΑΙΩΜΑ να ενεργώ για λογαριασμό σας».

Η εξουσία θα γκρεμιστεί τη μέρα που οι άνθρωποι θα πάψουν να την επιβάλλουν στον εαυτό τους, τη μέρα που θα πάψουν να δημιουργούν κατηγορίες προνομιούχων, κυβερνητών, καταπιεστών.

Η επανάσταση θ’ αρχίσει τη στιγμή που οι άνθρωποι θα εγκαταλείψουν την πολιτική.

Όλες οι επαναστάσεις του παρελθόντος ήταν στιγμές όπου οι άνθρωποι εγκατέλειψαν την πολιτική, όπου πήραν τις τύχες τους στα ίδια τους τα χέρια.

Όποιος εγκαταλείψει την πολιτική αρχίζει την επανάσταση, γιατί ξαναρχίζει τη δραστηριότητα του από την οποία μέχρι τότε είχε παραιτηθεί.

ΠΟΙΕΣ ΘΑ ΗΤΑΝ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ;

Οι συνέπειες της εκλογικής απεργίας θα ήταν: κήρυξη πολέμου ενάντια στο υπάρχον καθεστώς και έναρξη των εχθροπραξιών με τη βεβαιότητα της τελικής ανατροπής του.

Πράγματι, η άρνηση της ψήφου μέσα στις συνθήκες που περιγράψαμε δεν είναι πράξη αδράνειας αλλά πράξη εξέγερσης. Οι κυβερνήτες θα καταλάβουν ότι όποιος απέχει συνειδητά δεν είναι αδιάφορος αλλά εξεγερμένος, ότι αυτός ο εξεγερμένος δεν είναι δυνατόν να μη δράσει και ότι η εκλογική αποχή του συμβαδίζει με την ατομική του δραστηριοποίηση για το γκρέμισμα της παράλογης αυθαιρεσίας.

Εξ άλλου, η γενικευμένη αποχή θα δυσχέραινε τη διακυβέρνηση.

Τι κύρος θα είχε ένα άτομο εκλεγμένο από μια μικρή μερίδα των ψηφοφόρων; Τι κύρος θα είχαν οι συνελεύσεις ατόμων εκλεγμένων από μειοψηφίες; Τι κύρος θα είχε η εκτελεστική εξουσία που αναδεικνύεται απ’ αυτές τις συνελεύσεις;

Από τη στιγμή που η εξουσία, για να λειτουργήσει, αισθάνεται την ανάγκη να καθαγιαστεί από την ψήφο, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι υπάρχει ένα όριο ψήφων κάτω από το οποίο η εξουσία χάνει κάθε κύρος.

Και, ενώ η εξουσία θα έχανε το κύρος της, η μάζα θα αποκτούσε συνείδηση της δύναμης της. Η εκλογική απεργία είναι για τους επαναστάτες ένας έξοχος τρόπος να μετρήσουν τις δυνάμεις τους. Όταν λέμε «επαναστάτες», εννοούμε τους ανθρώπους που είναι ικανοί να ανατρέψουν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και που το αποδεικνύουν με την άρνηση τους να υποταχθούν σ’ αυτή. Μ’ αυτούς τους ανθρώπους, δηλαδή με τους αντιπολιτικούς, αρχίζει μια αντιπολιτική γεωμετρική πρόοδος, μια απ’ αυτές τις προόδους, με απροσδιόριστο λόγο, απ’ όπου προέκυψαν όλα τα λαϊκά κινήματα. Αρκεί να ανακαλέσουμε στη μνήμη το μπουλανζισμό και το αντισημιτικό κίνημα. Και είναι γνωστό πού οδηγούν οι γεωμετρικές πρόοδοι: είναι γνωστό πόσο γρήγορα μπορούν να προχωρήσουν, πόσο είναι αναπότρεπτες και τι προβλέψεις δικαιολογούμαστε να κάνουμε όταν βλέπουμε να διαγράφεται αχνά μια τέτοια διαδικασία.

Και τώρα ας αναλογισθούμε το γεγονός ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια δύναμη που η ύπαρξη της αγνοείται. Οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τον ηλεκτρισμό που υπήρχε γύρω τους όσον καιρό τον αγνοούσαν. Αντίθετα δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα που οι άνθρωποι να μη χρησιμοποίησαν αμέσως μια νεοφανέρωτη δύναμη. Το ζήτημα είναι να αποκαλύψουμε στο προλεταριάτο τη δύναμη του, να του δείξουμε ότι δεν είναι ο πιο αδύνατος, ότι είναι ο ισχυρότερος, ότι δεν πρέπει να υπακούει, ότι δεν πρέπει να υποχωρεί, ότι δεν πρέπει να ανέχεται τη σκλαβιά.

Σήμερα το προλεταριάτο δεν έχει συνείδηση της δύναμης του. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την εκλογική απεργία.

Η εκλογική απεργία είναι εύκολη γιατί όποιος απέχει δεν τιμωρείται, και επομένως δεν διακινδυνεύει καθόλου.

Είναι γεγονός ότι η πολιτική πρόληψη, έχει βαθιές ρίζες αλλά, όπως όλες οι προλήψεις μπορεί να καταπολεμηθεί με λογικά επιχειρήματα και τίποτα δεν αντιστέκεται στη λογική.

Ας επιστρέψουμε στην αφετηρία μας. Εάν είναι αλήθεια ότι η υπάρχουσα κοινωνία διαιωνίζεται επειδή οι μη προνομιούχοι, οι προλετάριοι υποτάσσονται αγόγγυστα, πρέπει αυτοί οι τελευταίοι να πάψουν να υποτάσσονται, πρέπει να εξεγερθούν, πρέπει κάθε ένας απ’ όσους θέλουν να ανατρέψουν την κοινωνία να εξεγερθεί για δικό του λογαριασμό, και, καθώς οι προλετάριοι αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία, η γενικευμένη εξέγερση θα καθιστούσε την ανατροπή αναπόφευκτη.

Όσα είπαμε δείχνουν καθαρά τη σπουδαιότητα της εκλογικής απεργίας, ενδεχόμενου προανακρούσματος μιας επανάστασης που η σύγχρονη μορφή της φαίνεται να είναι η γενική απεργία.

Η γενική απεργία, ή αν προτιμάτε η γενικευμένη απεργία, εμφανίζεται σαν ένα όπλο τόσο ισχυρό που, κατά τη γνώμη μας, ορισμένες μερικές απεργίες που εξαπλώνονται (όπως π.χ. η απεργία εκπλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεων, η απεργία των φόρων ή ενοικίων κ.λπ.) θα αρκούσαν για να οδηγηθούμε στην κοινωνική ανατροπή.

Ένα κίνημα τέτοιας φύσης δεν θα ήταν μονάχα ξένο προς την πολιτική, αλλά επίσης θα στρέφονταν εναντίον της πολιτικής, δηλαδή εναντίον του συστήματος απ’ όπου προκύπτει η εξουσιαστική οργάνωση που καταργεί την ελευθερία μας.

Ας προστεθεί ότι η κοινωνική ανατροπή που πραγματοποιείται από ανθρώπους συνειδητούς δεν μπορεί παρά να είναι το κίνημα που προηγείται της δημιουργίας μιας ορθολογικής κοινωνίας. Είναι εύκολο να δείξουμε ότι μια τέτοια κοινωνία μπορεί να δημιουργηθεί, από τη στιγμή που αρκετοί άνθρωποι θα έχουν κατανοήσει ότι το ουσιαστικό ζήτημα είναι η αντικατάσταση του ανταγωνισμού από τη συντροφικότητα.

ΑΝΤΙ-ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ: ΕΑΝ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΟΥΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ

Κατ’ αρχάς ας παρατηρηθεί ότι αυτό το επιχείρημα δεν είναι δυνατόν να προβληθεί από έναν συνειδητό επαναστάτη, εφόσον όποιος βρίσκεται στην εξουσία, έστω και πρόσκαιρα, δεν μπορεί να είναι επαναστάτης.

Πράγματι, ο σκοπός ενός συνειδητού επαναστάτη δεν είναι η κατάκτηση της εξουσίας, αλλά η καταστροφή της.

Κανείς δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα καταστρέψει την εξουσία μέσω της εξακολουθητικής λειτουργίας της, παίζοντας δηλαδή ρόλο κοινωνικής συντήρησης.

Όπως είπαμε, ο ψηφοφόρος είναι συντηρητικός επειδή κατασκευάζει ένα γρανάζι της εξουσίας, ένα ουσιώδες γρανάζι χωρίς το οποίο δεν μπορεί να υπάρχει εξουσία.

Ο αντιπρόσωπος, αυτό το γρανάζι, είναι αναγκαστικά συντηρητικός εφόσον είναι ένα ενεργό συστατικό της εξουσίας, εφ’ όσον είναι η εξουσία.

Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι οι ψηφοφόροι και οι αντιπρόσωποι θέλουν να καταστρέψουν την εξουσία, το γεγονός ότι υπάρχουν αντιπρόσωποι συμβάλλει, όχι βέβαια στην καταστροφή, αλλά στη δικαιολόγηση της εξουσίας.

Εξ άλλου, το να θέλουμε να επιβάλλουμε την ελευθερία μέσω της εξουσίας φαίνεται σαν κακόγουστο αστείο. Η ελευθερία και η εξουσία είναι τελείως ασυμβίβαστες, η μια αυξάνει στο μέτρο που η άλλη μειώνεται και αντιστρόφως.

Μέχρι τώρα όλες οι κοινωνίες θεμελιώθηκαν πάνω στην εξουσιαστική αρχή. Ακόμα κι αυτό που κακώς αποκαλείται σοσιαλισμός είναι μια μορφή τούτης της αρχής. Η ανάθεση εξουσιών σε ορισμένα άτομα που επιφορτίζονται να διανείμουν τα πάντα προς όφελος της κοινότητας (κολεκτιβισμός), ισοδυναμεί με την εγκατάλειψη των δικαιωμάτων. Οι «σύντροφοι» ηγέτες θα είναι προνομιούχοι, κυβερνήτες, καταπιεστές· οι άλλοι θα είναι υποτελείς, εκμεταλλευόμενοι, καταπιεζόμενοι.

Όποιος δεν ανέχεται να τον καταπιέζουν δεν μπορεί να καταπιέζει άλλους ανθρώπους. Το λογικό άτομο φτάνει αναγκαστικά στην αντίληψη του αντιεξουσιαστικού κομμουνισμού, που θα μπορούσε επίσης να αποκληθεί ολοκληρωτική συντροφικότητα.

Εφ’ όσον η ψήφος οδηγεί στην εξουσία, πρέπει να αγωνιστούμε εναντίον της και όχι να συμμετάσχουμε.

ΣΥΝΟΨΗ

– Η καθολική ψηφοφορία κακώς αποκαλείται «καθολική». Δεν είναι και δεν μπορεί να είναι καθολική. Δεν είναι δυνατόν να δώσει ικανοποίηση σε κανέναν.

– Η λεγόμενη «καθολική» ψηφοφορία είναι ένα ισχυρό μέσο νάρκωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο λαός, ο υποτιθέμενος «κυρίαρχος», είναι σκλάβος που τον μεθούν με μεγαλόστομα λόγια. Ο ψηφοφόρος είναι ένας άνθρωπος που σκύβει το κεφάλι και διαλέγει αφέντες.

– Το πολιτικό σύστημα είναι παράλογο. Λειτουργώντας αντίθετα από κάθε κανόνα λογικής, δεν μπορεί να δώσει λογικά αποτελέσματα.

– Το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να καταλήξει παρά μόνο:

1ον. Στην καταπίεση ορισμένων ανθρώπων από άλλους και όχι στη μεγαλύτερη ελευθερία για όλους.

2ον. Στην οργάνωση της αγυρτείας.

– Όλοι οι ψηφοφόροι είναι συντηρητικοί, εφόσον η ψήφος τους κατασκευάζει την εξουσία.

– Όσοι απέχουν συνειδητά είναι επαναστάτες εφόσον, εάν κανείς δεν ψήφιζε, η εξουσία θα κατέρρεε.

– Όταν κάποιος ψηφίζει δεν μπορεί να ελπίζει να τοποθετήσει επαναστάτες στην εξουσία, εφόσον η εξουσία είναι από τη φύση της συντηρητική. Το ζήτημα δεν είναι να κατακτήσουμε, αλλά να καταστρέψουμε την εξουσία.

Όσοι λοιπόν αναγνωρίζουν την ελαττωματικότητα της κοινωνίας και θέλουν να την αλλάξουν, πρέπει:

1ον. Να απαλλαγούν από τις προλήψεις που, όπως και η πολιτική πρόληψη, κάνουν τον άνθρωπο συντηρητικό οποιεσδήποτε κι αν είναι οι προθέσεις του.

2ον. Να μελετήσουν, μαζί με όσους ισχυρίζονται ότι τις φέρουν, τις αρχές μιας ορθολογικής κοινωνίας, ώστε να γίνουν συνειδητοί επαναστάτες.

3ον. Να εναρμονίζουν πάντοτε τις πράξεις τους με τις ιδέες τους.

PARAF – JAVAL (1902)