Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Αντιφασιστικές εμμονές


Έχουμε αναφερθεί και σε προηγούμενα άρθρα μας στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ στο θέμα του αντιφασισμού.


Πέρα από την σαφή διάκριση ανάμεσα στον φασισμό, το ναζισμό και το νεοναζισμό, που θα πρέπει να γίνεται, για να αποφεύγονται οι κατασκευασμένες ιδεολογικοπολιτικές πολώσεις, που ωθούν στον φανατισμό, εξ ίσου σημαντικό είναι να γίνει κατανοητό πως ο ναζισμός, ο φασισμός και η δημοκρατία με οποιεσδήποτε αποχρώσεις ή συνθέσεις κι αν εμφανίζονται, συνιστούν πολιτική έκφραση και εφαρμογή των συνθηκών καταπίεσης κι εκμετάλλευσης μέσω του κράτους.

Και με ακόμα πιο απλά λόγια. Η δημοκρατία, (άμεση ή έμμεση, συμμετοχική, κοινοβουλευτική, βασιλευόμενη, προεδρική ή προεδρευόμενη κ.λπ.), η δικτατορία (ναζισμός, φασισμός, στρατιωτική δικτατορία, δικτατορία του προλεταριάτου κ.λπ.), η απολυταρχία και η ολιγαρχία σε διάφορες ιστορικές αλλά και σύγχρονες εκδοχές τους αποτελούν τρόπους άσκησης της εξουσίας στους υποταγμένους που άλλοτε ονομάζονται πολίτες, άλλοτε υπήκοοι και σε άλλες περιπτώσεις έχουν τους ανάλογους επιθετικούς προσδιορισμούς, που έχουν επιλεγεί από την κυριαρχία (σοβιετικός πολίτης κ.ά.).

Γι’ αυτό, δεν χωρά κανενός είδους αμφιβολία πως η δράση για την απελευθέρωση από τις καταπιεστικές κι εκμεταλλευτικές συνθήκες δεν μπορεί να έχει αποτελέσματα από τη στιγμή που δεν στρέφεται εναντίον της συμπυκνωμένης και δομημένης μορφής εξουσίας, την πηγή από την οποία προέρχονται: Το κράτος. Έτσι, από τη στιγμή που η δράση των καταπιεσμένων στρέφεται προς τη διαχείριση ή τις επιπτώσεις που έχει αυτή στο σύνολο των καταπιεσμένων ανθρώπων, τότε αφήνεται αλώβητη η κύρια πηγή των δεινών.

«Μα», θα πει κάποιος, «αυτά έχουν ξαναειπωθεί, γιατί τα επαναλαμβάνετε;».

Η απάντηση είναι απλή. Όσο υπάρχει ένα πρόβλημα τόσο πρέπει να γίνεται προσπάθεια για να εξαλειφθεί. Κι όπως όσο υπάρχει κράτος θα συνεχίζεται ο αγώνας για την καταστροφή του (όχι με την στενή έννοια, αλλά με την ευρύτητα που υπάρχει στον όρο «καταστροφή») έτσι κι όσο υπάρχουν λογικές και πρακτικές που απομακρύνονται από την απελευθερωτική διεργασία, τόσο θα αναγκαζόμαστε να επανερχόμαστε. Επειδή, δεν πρόκειται για κάποιο γινάτι, αλλά είναι οι διαδικασίες αποπροσανατολισμού και απομάκρυνσης από την αναρχική απελευθερωτική διεργασία (για όσους την έχουν επιλέξει) που ζητούν την προσέγγιση στο ζήτημα ξανά και ξανά.

Ας θυμίσουμε, τώρα, ένα σημαντικό στοιχείο της αναρχικής στάσης και δράσης κι αυτό είναι ο αυτοκαθορισμός. Δεν χρειάζεται, ελπίζουμε, να γίνει εκτεταμένη ανάλυση του περιεχομένου και της σημασίας αυτής της στάσης. Στον αντίποδα βρίσκεται ο ετεροκαθορισμός. Πρόκειται, δηλαδή, για εκείνη τη συμπεριφορά όπου οι πράξεις αλλά και το περιεχόμενου του λόγου εξαρτώνται από έναν άλλο ή άλλους παράγοντες. Σε αυτή την περίπτωση η δυνατότητα να προσδιορίζει τις κινήσεις των ετεροκαθοριζόμενων, ανήκει κατά κύριο λόγο σ’ αυτόν που παίρνει μια πρωτοβουλία. Γίνεται, ως εκ τούτου, αντιληπτό πως η ουσία της πρωτοβουλίας δίνει και ένα καθοριστικό πλεονέκτημα σ’ αυτόν που την αναλαμβάνει. Δεν έχει πάντοτε σημασία αν ο συγκεκριμένος στόχος για το οποίο λαμβάνεται κάποια πρωτοβουλία εμποδιστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σημασία έχει πως όποιος αναλαμβάνει την πρωτοβουλία, έχει και την δυνατότητα του προσδιορισμού και της αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων που του παρέχει αυτή η κίνησή του. Είναι, μάλιστα, αναμενόμενο να έχει υπολογίσει τις αντιδράσεις σ’ αυτό καθ’ εαυτό το ζήτημα και σαφώς έχει λάβει υπ’ όψιν του τις προεκτάσεις, από τις οποίες υπολογίζει να αποκτήσει (πολιτικά συνήθως) οφέλη.

Απ’ αυτό, λοιπόν εύκολα γίνεται αντιληπτό πως ο ετεροκαθορισμός καταλύει την ανεξαρτησία λόγου και πράξης του εμπλεκόμενου σ’ αυτή την κατάσταση.

Περνώντας τώρα στο ζήτημα του αντιφασισμού, πέρα από τις διακρίσεις των μορφών διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων τις οποίες περιγράψαμε επιγραμματικά στην αρχή και στις οποίες ανήκουν τόσο ο ναζισμός όσο και ο φασισμός, προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση η επιμονή μερίδας των αναρχικών να εμπλέκονται σε αντιφασιστικές δραστηριότητες. Η αναρχική κοινωνική δράση και η εμπειρία που έχει προκύψει αναδεικνύει ξεκάθαρα πως ο πόλεμος στο μέρος δεν σημαίνει πόλεμο στο όλο ή στο κυρίαρχο στοιχείο. Ο πόλεμος λοιπόν ενάντια στο λεγόμενο φασισμό ή τον ναζισμό δεν σημαίνει πόλεμο ενάντια στο κράτος.

Ο αντιφασισμός όσο κι αν οικειοποιείται στοιχεία της αναρχικής άποψης εντάσσοντάς τα στο ιδεολογικό του πλαίσιο δεν αποτελεί παρά μια άλλη εκδοχή του συστήματος. Άλλωστε, είναι γνωστό πως ο αντιφασισμός μπορεί να υπηρετήσει κάλλιστα δημοκρατικές, σοσιαλιστικές, αριστερές ή μαρξιστικές εκδοχές του κράτους, αλλά δεν μπορεί να ταυτιστεί ή να ευνοήσει την αναρχία.

Δυστυχώς, έχει συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Να υπηρετήσουν, δηλαδή, οι αναρχικοί την σοσιαλιστική και δημοκρατική εκδοχή του κρατισμού πολεμώντας τον φασισμό. Δεν χρειάζεται να αγνοήσουμε την, πραγματικά, συνταρακτική εμπειρία της κοινωνικής επανάστασης στην Ισπανία (τουλάχιστον στις προθέσεις και στις αρχές του ξεσηκωμού).

Εκεί ήταν που η αναρχική προοπτική θάφτηκε, κυριολεκτικά, από τον αντιφασισμό. Η ανταρσία του Φράνκο έγινε το έναυσμα για την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Η ήττα στον στρατιωτικό τομέα, που κόστισε χιλιάδες νεκρούς αναρχικούς, δεν αντιστοιχεί στο πραγματικά μεγάλο πλήγμα που δέχτηκε η απελευθερωτική προοπτική. Κι όμως, αυτό που καλλιεργείται τόσα χρόνια είναι ένας ανεξήγητος, πράγματι, θαυμασμός για την αντιφασιστική δράση των αναρχικών, που πέρα από την αυτοθυσία δεν παρέχει παρά μια θλιβερή και αρνητική εμπειρία.

Αυτή λοιπόν η εμπειρία θα έπρεπε μετά από τόσες δεκαετίες να έχει δώσει τους καρπούς της και να γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας στο πλαίσιο της αναρχικής απελευθερωτικής σκοπιάς. Παρ’ όλα αυτά, ο αντιφασισμός έχει γίνει εργαλείο στα χέρια των αριστερών για να υλοποιούν τις εκάστοτε πολιτικές τους υπηρετώντας τη δημοκρατία και τελικά το σύστημα κυριαρχίας. Από κοντά και οι αναρχικοί. Λες και πρόκειται να παρθεί κάποια ρεβάνς. Όμως αυτή η ρεβάνς ακόμα και αν επιδιώκεται ασυναίσθητα (αφού η αναρχία δεν διαπνέεται από κανενός είδους ρεβανσισμό) δεν πρόκειται να ωφελήσει την αναρχία ακόμη κι αν κάποτε υπάρξουν υλικά αποτελέσματα.

Εκείνο που προωθείται, μέσα από τον αντιφασισμό, είναι η «διαπαιδαγώγηση» σε δημοκρατικές ή άλλες μεσοβέζικες λογικές και πρακτικές, που όμως δεν αποσκοπούν στην αναρχική επανάσταση.

Αυτό, λοιπόν, προσφέρεται σαν εμπειρία σε νέους συντρόφους-σσες; Να πολεμούν τον φασισμό με κάθε μέσο; Και το κράτος; Α, μα το κράτος έρχεται, συνήθως, να διαιτητεύσει ευνοώντας πότε τη μία και πότε την άλλη πλευρά. Και ο αντιφασισμός να επιτυγχάνει πρόσκαιρα ή μακροπρόθεσμα την άλωση των απελευθερωτικών αναρχικών προθέσεων. Το αποτέλεσμα, σε καμία περίπτωση, δεν είναι αυτό που επιδιώκουμε ως αναρχικοί.

Αυτή η «κατάρα» του αντιφασισμού που κουβαλούν ορισμένοι αναρχικοί πρέπει να ξεπεραστεί και να αποκατασταθεί η αλήθεια λαμβάνοντας υπ’ όψιν πως: α) Οι αναρχικοί δεν θριάμβευσαν απέναντι στους φασίστες στη διάρκεια του 1936-1939, συνεπώς β) οι διάφοροι έπαινοι για το μακελειό στην Ισπανία το 1936-1939 απλά επιδιώκουν την καλλιέργεια του φανατισμού και τον ρεβανσισμό, από τον οποίο νικητές βγαίνουν οι εξουσιαστικές-κρατιστικές θεωρίες και πρακτικές και γ) η συνεχής επανάληψη των ιστορικών λαθών σε μεγάλη ή περιορισμένη κλίμακα μοιραία θα έχει ακόμα πιο οδυνηρά αποτελέσματα που μπορεί να μην κοστίζουν, ακόμα, ανθρώπινες ζωές αλλά βάζουν συνεχώς εμπόδια στο όραμα και το πάθος των ανθρώπων για μια ελεύθερη και ανεξούσια διαβίωση.

Μόνο στο πλαίσιο ενός πνεύματος εμμονής, απ’ όπου επιδιώκονται πολιτικά κέρδη, μπορούμε να εξετάσουμε το ζήτημα των αντισυγκεντρώσεων απέναντι σε διάφορες ομάδες χριστιανοβαρεμένων που αβαντάρονται έμμεσα ή ανοιχτά από εθνικιστικές ομάδες, ή απέναντι σε συγκεντρώσεις κατοίκων που επίσης υποστηρίζονται από εθνικιστές ή τέλος προς συγκεντρώσεις εθνικιστών.

Κι όμως, η αντισυγκέντρωση αποτελεί μια ακραία εξουσιαστική πρακτική που ουσιαστικά δείχνει αδυναμία αντιπαράθεσης απόψεων σε κοινωνικό επίπεδο, δρα εγκλωβιστικά και, το κυριότερο, ωφελεί αυτούς τους οποίους προσπαθεί να περιορίσει με αυτόν τον τρόπο.

Αν θέλουμε πραγματικά να διαχέουμε το πνεύμα της αναρχίας και της ελευθερίας δεν είναι δυνατόν να ακολουθούμε πρακτικές που εφαρμόζονται από εξουσιαστικές λογικές και οργανωμένα συμπλέγματα. Οι αριστεροί μπορούν κάλλιστα να «ξεχνούν» πως στο πλαίσιο των αντισυγκεντρώσεων δολοφονήθηκαν τόσο ο Λαμπράκης όσο και ο Τεμπονέρας, για να αναφέρουμε δυο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα. Γι’ αυτό και σαν εξουσιαστές που είναι δεν διστάζουν να ακολουθήσουν τις ίδιες πρακτικές ευελπιστώντας(;) να πάρουν το «αίμα τους πίσω». Κι αυτό λέγεται «μετά λόγου γνώσεως». Άλλωστε, τα λυντσαρίσματα των παρεπιδημούντων είναι μέσα στην ίδια λογική. Προδικτατορικά, αλλά και κατά τη διάρκεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων στην περίοδο της δικτατορίας, οι «δεξιοί» πραγματοποιούσαν αντισυγκεντρώσεις με άγριες συμπλοκές εκατέρωθεν.

Οι αναρχικοί, όμως, δεν ξεχνάμε πως αυτή η απεχθής πρακτική εφαρμόστηκε κατά κόρον και από τους μπολσεβίκους προκειμένου να εμποδίσουν συγκεντρώσεις αναρχικών στα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση του 1917 (βλ. και Βολίν, Η Άγνωστη Επανάσταση).

Μία εξουσιαστική πρακτική είναι τέτοια ούτως ή άλλως. Δεν γίνεται απελευθερωτική όταν την εφαρμόζουν αυτοί που βρίσκονται στην αντίπερα όχθη. Για να το πούμε χωρίς περιστροφές. Οι φυλακές δεν αλλάζουν ουσία όταν οι δεσμοφύλακες αντικατασταθούν από αναρχικούς, το αντίθετο όμως σίγουρα θα συμβεί.

Κλείνοντας, προς το παρόν, με το ζήτημα των αντισυγκεντρώσεων δεν θα παραλείψουμε να αναφερθούμε στις επιπτώσεις που αυτές έχουν συνολικότερα, ενδυναμώνοντας τόσο πολιτικά όσα και οργανωτικά εθνικιστικές γκρούπες που πριν μερικά χρόνια δεν είχαν στον ήλιο (ούτε και στο φεγγάρι) μοίρα. Τα αποτελέσματα της αντισυγκέντρωσης του Φεβρουαρίου του 2008 δεν φάνηκαν μόνο βραχυπρόθεσμα με τα μαχαιρώματα διαδηλωτών, αλλά και μακροπρόθεσμα. Και όσο επικρατεί η πολιτική λογική του αντιφασισμού τόσο αυτή η κατάσταση θα επιτείνεται, αφού τα λάθη επαναλαμβάνονται.

Η αποδοχή του αντιφασισμού, σαν πανάκεια που μπορεί να συσπειρώσει ένα σημαντικό αριθμό διαδηλωτών, καταλήγει, στα πλαίσια της δημοκρατικής λογικής, στην υπεράσπιση θεσμών όπως του ασύλου ή χώρων και πλατειών. Όμως, αυτές οι «εφευρέσεις» των «απελευθερωμένων» χώρων ανήκουν σε μια πολιτική παραφιλολογία που επιδιώκει την κατασκευή ψεύτικων συνειδήσεων. Όσο υπάρχει κράτος κι εξουσία δεν μπορούν να υπάρξουν απελευθερωμένες περιοχές. Η απελευθέρωση ή θα είναι καθολική ή θα είναι μια κοροϊδία. Άλλωστε, τι είδους «απελευθέρωση» υπάρχει φάνηκε ιδιαίτερα στην πλατεία Εξαρχείων όπου το κράτος έδειξε ποιος είναι πραγματικά το αφεντικό.

Είναι αλήθεια πως ο αντιφασισμός μπορεί ακόμη να επιτύχει συνεργασίες και συσπειρώσεις, όμως αυτή η εμμονή, όπως και κάθε ανάλογη συμπεριφορά, οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια. Αυτά τα μονοπάτια ακολουθήθηκαν, δυστυχώς, για μια ακόμη φορά με την επίθεση στην ΥΦΑΝΕΤ που ενώ αποδόθηκε σε φασιστοειδή και σε φασίστες αποδείχθηκε πως αποτελούσε, (καθώς και μια τοποθέτηση εμπρηστικού μηχανισμού από άλλη ομάδα ατόμων), πράξη ανταπόδοσης προς κατασταλτικές πρακτικές μελών της ΥΦΑΝΕΤ (και όχι μόνο) κατά ατόμων του «ευρύτερου χώρου».

Η καραμέλα του αντιφασισμού φαίνεται πως «καλά» κρατεί, μόνο που η γεύση της προκαλεί έντονες εντερικές αναστροφές.

(Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ φ. 92, Μάρτιος 2010)