Φαίνεται πως όσες αναφορές κι αν γίνουν στις διάφορες μορφές και τρόπους, μέσα από τις οποίες εφαρμόζεται η κρατική επιβολή, όσο περισσότερο διεξοδική γίνεται η διερεύνηση των εκφράσεων και παραμέτρων της εξουσιαστικής τεχνικής, πάλι θα εμφανίζονται λογικές και πρακτικές, που δεν φαίνονται διατεθειμένες να ξεπεράσουν φραγμούς και εμπόδια, παραμένοντας εγκλωβισμένες μέσα σε όρια που οι καιροί έχουν ξεπεράσει στην πράξη.
Αυτή η κατάσταση δείχνει πως η δυνατότητα του κράτους να επαναβεβαιώνει και να δοκιμάζει τις πρακτικές του δεν έχει ατονήσει. Η συνεχής προώθηση των μέσων που διαθέτει και η ανάλογη εφαρμογή των τεχνικών που αναπτύσσει, κατορθώνουν ανά περιόδους να γίνονται τα κλειδιά για την επιτυχία των μακροπρόθεσμων σχεδιασμών του.
Η προβολή και η αξιοποίηση των φασιστικών ομάδων αποτελούσε ανέκαθεν το μέσο για την εκτροπή ή και την καταστολή των κοινωνικών αγώνων. Οι φασιστικές - ναζιστικές ομάδες αποτελούν μέρος μιας διαρκούς προσπάθειας των εξουσιαστών, που αποσκοπεί στην μερικοποίηση της κοινωνικής δράσης και την ενασχόληση των αναρχικών και των αγωνιζόμενων ανθρώπων με επί μέρους καταστάσεις. Άλλωστε, στα πλαίσια της πολιτικής τεχνικής, η δημοκρατία ανέκαθεν εμφανιζόταν σαν κάτι το ανταγωνιστικό προς το φασισμό και τον εθνικισμό. Η πραγματικότητα είναι, βέβαια, διαφορετική, αφού η μία πολιτική έκφραση συμπληρώνει την άλλη στη διεκπεραίωση των επιδιώξεων του κράτους και τη διατήρηση των συνθηκών καταπίεσης κι εκμετάλλευσης.
Στο δρόμο ή στα σοκάκια;
Ένα χρόνο μετά την μεγάλη πορεία που έγινε στην Αθήνα ενάντια στις φασιστικές επιθέσεις και προκλήσεις σε χώρους και άτομα, στην οποία συμμετείχαν 2500 άνθρωποι, χρειάζεται και πάλι να αναφερθούμε στο ζήτημα της λεγόμενης αντιφασιστικής δράσης, η οποία, για τους αναρχικούς, δεν μπορεί να νοηθεί ως κάτι διαφορετικό ή αποκομμένο από τη συνολικότερη δράση ενάντια στο κράτος.
Αυτό σημαίνει πως οι οποιεσδήποτε επιθέσεις εκ μέρους των φασιστών θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με όρους κοινωνικού αγώνα κι όχι με τα ίδια μέσα που χρησιμοποιούν οι φασιστικές συμμορίες. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση η διαμάχη γίνεται σε προνομιακό γι’ αυτές πεδίο, στο οποίο άλλωστε έχουν και την αμέριστη υποστήριξη του κράτους. Το πλέον σημαντικό, όμως, σε μια τέτοια κατάσταση είναι πως υπάρχει σαφής απομάκρυνση από την κοινωνική δράση, η οποία μπορεί να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικό τρόπο τον κρατισμό, στην οποιαδήποτε εκδοχή του, στους δρόμους κι όχι σε στενά κι απόμερα σοκάκια. Αυτή ακριβώς είναι η δράση την οποία το κράτος και οι κάθε είδους εξουσιαστές όχι μόνο υπολογίζουν, αλλά και γνωρίζουν πολύ καλά πως αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στα σχέδιά τους.
Εφ’ όσον αυτή την εποχή το σοβαρότερο μέλημα των διαχειριστών των κρατικών υποθέσεων, αλλά και των υπόλοιπων συνεταίρων της μείζονος και ευρύτερης αντιπολίτευσης, είναι να μειώσουν τις κοινωνικές δραστηριοποιήσεις και συγκρούσεις όσο γίνεται περισσότερο, μπορεί να γίνει αντιληπτό πως η επιστράτευση των φασιστικών συμμοριών έχει σκοπό την διαρκή παρενόχληση και τριβή των αναρχικών και των αγωνιζόμενων ανθρώπων σε επί μέρους διαδικασίες, προκειμένου να απομακρύνονται ή και να αποτρέπονται διαδηλώσεις και συγκρούσεις στους δρόμους. Ιδιαίτερα αφού αυτές οι δραστηριότητες, όταν εκφράζουν συνολικά χαρακτηριστικά, ξεπερνούν τις διάφορες λογικές και παγιδεύσεις, που σπρώχνουν προς τη μερικότητα, που εμφανίζεται «πιασάρικη» και βολική.
Αυτό γίνεται πιο χαρακτηριστικό στις περιπτώσεις που ο αγώνας στρέφεται ενάντια στους φασίστες ή στο φασισμό - ρατσισμό - εθνικισμό, επιζητώντας την κοινωνική αποδοχή ή αισθάνεται πως αποκομίζει κάποιο είδος κοινωνικής καταξίωσης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια αυταπάτη αριστερού περιεχομένου. Εννοείται, πως μια τέτοια «κοινωνική» καταξίωση στην πραγματικότητα έχει αριστερή πολιτικοϊδεολογική προέλευση, διαχωρίζοντας τους εξουσιαστές σε δημοκράτες, συντηρητικούς, φιλελεύθερους και φασίστες. Πρόκειται για μια πολιτική κατασκευή που εφευρίσκει και μετατρέπει σε ζήτημα ουσίας τις διαφορετικές επιλογές των εξουσιαστών.
Αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που επιβεβαιώνει την τεχνική εξαπάτησης και χειραγώγησης που εμπεριέχει η πολιτική, η οποία ανέκαθεν αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εργαλεία για την διεκπεραίωση των εξουσιαστικών υποθέσεων.
Έχει αποδειχθεί βέβαια μέσα από την συνολικότερη εμπειρία των αγωνιζόμενων, πως αυτές οι διαφοροποιήσεις δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, αφού οι μεγαλύτερες σφαγές και τα εγκλήματα έχουν γίνει τόσο από δημοκράτες ή σοσιαλιστές, όσο και από φασίστες. Αν έχουν κάποια πρακτική, ιδεολογική ή πολιτική βαρύτητα, αυτή αφορά το κράτος και τους τεχνικούς της πολιτικής για να μπορούν να εκμεταλλεύονται καταστάσεις και να προκαλούν εκτροπές από τις απελευθερωτικές διεργασίες.
Θεσμική κατοχύρωση ή αυτοκτονική πρακτική;
Ένα πολυσυζητημένο θέμα είναι η απαίτηση να τεθούν εκτός νόμου οι φασιστικές οργανώσεις ή να κλείσουν τα γραφεία τους. Πρόκειται για ένα σαφώς δημοκρατικό αίτημα που δεν αφορά τους αναρχικούς. Για τον πολύ απλό λόγο ότι εφ’ όσον οι αναρχικοί θεωρούν τους φασίστες κομμάτι του κράτους δεν είναι δυνατόν να απαιτούν από αυτό να τους τιμωρήσει ή να τους θέσεις εκτός νόμου, ή, ακόμα πιο παράταιρα, να παραδίδουν στα χέρια των εκπροσώπων θεσμών και μηχανισμών του κράτους φασίστες που για κάποιο λόγο βρέθηκαν στα χέρια τους. Πέραν του ότι ο νόμος είναι παιχνίδι στα χέρια του κράτους, το πλέον σημαντικό είναι πως με τέτοιου είδους κινήσεις αναγνωρίζεται ο κυριαρχικός λόγος του κράτους και των οργάνων του που τους αποδίδεται έμπρακτα και μια διαμεσολαβητική τάχα αποστολή.
Από εκεί και πέρα οι εξελίξεις που δρομολογούνται μέσα από τέτοιες κινήσεις μπορούν να χαρακτηριστούν ως μπούμερανγκ ή ως αφομοιωτικές. Η αναγνώριση στο κράτος του δικαιώματος να τιμωρεί τους φασίστες δεν είναι απλά μια άρνηση της κοινωνικής αντικρατικής δράσης αλλά πηγαίνει ακόμα μακρύτερα: το εξουσιοδοτεί να εφαρμόζει τα ίδια μέτρα απέναντι σ’ ό,τι χαρακτηρίζεται ως εχθρικό προς τη δημοκρατία κατά συνέπεια και εναντίον των αναρχικών αφού η δράση τους, (από την οποία δεν μπορούν να παραιτηθούν γιατί τότε αρνούνται την αναρχική τους υπόσταση) εξακολουθεί να αποσκοπεί στην καταστροφή του κράτους και των θεσμών-μηχανισμών του. Σε μια τέτοια κατάσταση ανοίγει ο δρόμος για απολύσεις από εργασιακούς χώρους, διώξεις και διαγραφές από σχολές όσων θεωρούνται ως επικίνδυνοι αναρχικοί (γιατί το κράτος μπορεί να αποδεχτεί τους «ακίνδυνους αναρχικούς»), σύμφωνα και με τη «θεωρία των δύο άκρων».
Εννοείται πως μ’ αυτά δεν θέλουμε να πούμε πως οι αναρχικοί στηρίζονται ή εκλιπαρούν την κρατική και δημοκρατική νομιμότητα για να υπάρχουν και να δρουν. Από το σημείο, όμως, αυτό μέχρι τη συνδρομή στο κατασταλτικό έργο του κράτους υπάρχει μεγάλη απόσταση.
Αυτή η περίπτωση της «συνδρομής» είναι ίσως η «καλύτερη» γιατί υπάρχει βέβαια και το «μη χειρότερα». Πρόκειται για την καταξίωση που ενδεχομένως να επιζητείται από το κράτος και τα θεσμικά του όργανα. Εδώ, ανεξάρτητα από τη σαφή διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα άτομα και τις απόψεις που σαφώς αποσκοπούν στην αξιοποίηση και τη θεσμική κατοχύρωση, υπάρχουν και εκείνοι που θεωρούν πως αυτές οι καταστάσεις είναι δυνατό να ευνοήσουν τον κοινωνικό αγώνα. Εμπλεκόμενοι όμως, κατά βάση ενισχύουν την διαδικασία ένταξης μέσα στις θεσμικές διαδικασίες.
Γιατί αναρχική παρουσία και δράση που ανέχεται, σιγοντάρει ή προβάλλει λογικές και πρακτικές που θέτουν και προωθούν αιτήματα όπως ΕΞΩ ΟΙ ΜΠΑΤΣΟΙ (ή) ΟΙ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΑΠ’ ΤΙΣ ΣΧΟΛΕΣ, ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, ετοιμάζει το έδαφος για την αναγνώριση και την ένταξή της. Το όνειρο της ένταξης και της ανάδειξης αρμόζει και αφορά τις εξουσιαστικές ιδεολογίες, συμπεριλαμβανομένης της αριστεράς, και είναι αποδειγμένο πως το πάθος και η υποστήριξη τέτοιων αιτημάτων μπορεί πράγματι να φέρει καρπούς, αφού κάθε «νίκη» έχει και τα «λάφυρά» της. Όμως η αναρχία δεν επιζητά και δεν δέχεται την άτυπη, πόσο μάλλον την επικυρωμένη αναγνώρισή της από τις όποιες αρχές, αφού προτίθεται να τις καταστρέψει.
Σε κάθε περίπτωση, που υπάρχουν τέτοιες στάσεις και συμπεριφορές από όσους επικαλούνται την αναρχία και την αντιεξουσία, είναι αναμενόμενο να ακολουθήσουν χειρότερα αν δεν υπάρξει συγκρατημός. Τα χειρότερα θα είναι τη θέση του διαπομπευμένου φασισμού να πάρει, με ταρατατζούμ, ένας καταξιωμένος και ευνουχισμένος αντιεξουσιασμός. Άλλωστε, οι κρατούντες ανέκαθεν ενδιαφέρονταν, προωθούσαν παρόμοιες «λογικές» και επιζητούσαν να «έχουν στο χέρι» καρικατούρες για να μπορούν στη συνέχεια να διαφθείρουν όσους εξακολουθούν να βρίσκονται στο εχθρικό προς αυτούς στρατόπεδο, σ’ αυτό της ελευθερίας.
Κοινωνική ησυχία και Κοινωνική ειρήνη
Στις σημερινές συνθήκες, αλλά και προηγούμενα, το κράτος εφαρμόζει μια συνολικότερη στρατηγική, όπου εντάσσει κάθε επί μέρους σχεδιασμό. Έχοντας διαπιστώσει από τις τελευταίες πορείες των αναρχικών - αντιεξουσιαστών πως έχει να κάνει με ένα μεγάλο αριθμητικά κοινωνικό χώρο, που διαθέτει και εκφράζει μια δυναμική ιδιαίτερα επικίνδυνη για την κοινωνική ησυχία που επιδιώκει να εγκαθιδρύσει, έχει θέσει σε εφαρμογή μια διαδικασία διαρκούς πρακτικής παρενόχλησης με εργαλείο μία συγκεκριμένη φασιστική ομάδα.
Η κοινωνική ησυχία χτίζεται μέσα από την ανάπτυξη της κοινωνικής συναίνεσης και αντίστροφα. Σ’ αυτό τον τομέα το κράτος έχει δώσει πάρα πολλά τα τελευταία χρόνια επιστρατεύοντας κάθε είδους μηχανισμό διαμεσολάβησης και κάθε είδους μεθοδεύσεις.
Οι φήμες, οι απειλές, οι εκβιασμοί και η διαρκής επιστράτευση των μηχανισμών διαμεσολάβησης συντονίζονται σε μια συνεχή προσπάθεια για να επιτευχθούν οι σκοποί των κρατιστών, μέσω σταδιακών υποχωρήσεων και της αδρανοποίησης του κοινωνικού χώρου. Ας μην ξεχνάμε την εκφοβιστική φήμη που κυκλοφορούσε για περισσότερο από ένα χρόνο πριν, ότι, εν όψει της Ολυμπιάδας του 2004, θα υπήρχαν ομαδικές συλλήψεις, φυλακίσεις και ότι θα «έκλειναν» χώροι.
Ευνόητα και αυτονόητα
Πολλές φορές τα αυτονόητα «ξεχνιούνται». Όσοι μάλιστα βρίσκονται στην, ομολογουμένως, περίεργη θέση να τα επαναλάβουν αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο να θεωρηθούν υπερβολικοί ή γκρινιάρηδες.
Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι άσκοπο να επαναλάβουμε πως ο αγώνας για την καταστροφή του κράτους εμπεριέχει τη συνολική άρνηση των θεσμών και μηχανισμών του. Συνεπάγεται λοιπόν την καταστροφή τους μαζί με τον υπερθεσμό - μηχανισμό της δομημένης εξουσίας που λέγεται κράτος.
Είναι επόμενο τα λόγια να συμβαδίζουν με τις πράξεις και αντίστροφα. Όταν, λοιπόν, διατυπώνονται και καταγράφονται αρνήσεις και ανταγωνιστικές διαθέσεις προς τους θεσμούς (οικογενειακούς, εργασιακούς, πανεπιστημιακούς κλπ.), δεν έχουν θέση απευθύνσεις και συνεργασίες με αυτούς ή με παράγοντες των θεσμών μηχανισμών. Η αμετροέπεια δεν ευτελίζει τις αναρχικές απόψεις και πρακτικές αλλά εκείνους, που νομίζουν πως θα μπορέσουν να τις εκμεταλλευτούν.
(Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φύλλο 50, Μάιος 2006)