Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

EΘΝΟΣ: Η κατασκευή ενός ιδεολογήματος


Το έθνος συγκροτείται, δια μέσου μιας μακρόχρονης διαδικασίας, στη Δυτική Ευρώπη: το φαινόμενο έχει τις ρίζες του στο εκρηκτικό κομμάτιασμα της δυτικής Χριστιανοσύνης, στην παρακμή και το ξεπέρασμα του φεουδαρχισμού, στην ανάπτυξη των πόλεων και της αστικής τάξης…Το κράτος είναι ο ιστορικο-κοινωνιολογικός πυρήνας του έθνους». (Έντγκαρ Μορέν)

«Το έθνος είναι το αποτέλεσμα του κράτους και όχι η αιτία. Είναι το κράτος που δημιουργεί το έθνος και όχι το έθνος που δημιουργεί το κράτος…Το έθνος υπόκειται πάντα σε πολιτικές θεωρήσεις, βασισμένες σε συγκεκριμένους πολιτικούς λόγους πίσω από τους οποίους καλύπτονται πάντοτε τα συμφέροντα των προνομιούχων μειοψηφιών». (Ρούντολφ Ρόκερ)

«Το έθνος στην πραγματικότητα είναι ένα λάστιχο που τεντώνεται ή μαζεύεται ανάλογα με τα συμφέροντα των κατασκευαστών και χειριστών του… Δεν έχει καμία σημασία, στη βάση και στη προοπτική της κοινωνικής κι ατομικής απελευθέρωσης, η αποδοχή κι αναγνώριση της έννοιας του έθνους. Το έθνος, σαν μια ακαθόριστη συνεύρεση μεγάλων και ανομοιογενών μεταξύ τους ομάδων ανθρώπων, δεν μπορεί να αποτελέσει από μόνο του στοιχείο αντιπαλότητας. Η αντιπαλότητα του «έθνους», ενεργοποιείται μέσω της κυριαρχίας, της πολιτικής». (Αναρχική Θεώρηση, τεύχος 8-9, σελ.18)


Τελευταία, οι πολιτικές επιλογές της εξουσίας να θέσουν, με τη μορφή νομοσχεδίων, τα θέματα ιθαγένειας και πολιτικών δικαιωμάτων των μεταναστών-προσφύγων έφεραν στην επιφάνεια διάφορες όψεις του εθνοκεντρισμού που διέπει την ελλαδική κοινωνία. Και ας μην βιαστούν κάποιοι να αποδώσουν τον εθνο-πατριωτισμό μόνο στους ακροδεξιούς και τους φασίστες. Τα κόμματα της Αριστεράς, με πρωτοπόρο το ΚΚΕ, παρουσιάζουν έντονο εθνικισμό, που οι ίδιοι το βαφτίζουν πατριωτισμό, με τη παράλληλη και συχνή χρήση των εθνικών συμβόλων. Παράλληλα η συχνή περί του θέματος, αρθρογραφία «αριστερών» δημοσιογράφων βρίθει εθνικής περηφάνιας και ταυτόχρονης επίθεσης σε όποιον αμφισβητεί το έθνος και την ιστορία (οι Στάθης Σταυρόπουλος και Γ. Τριάντης από την Ελευθεροτυπία είναι δυο κλασσικά παραδείγματα).

Ακόμη, δεν είναι υπερβολή, να πούμε ότι την εμβληματική θέση του αριστερού-εθνικιστή κατέχει από καιρό ο Μίκης Θεοδωράκης. Φυσικά, μη λησμονούμε ότι για δεκαετίες η Αριστερά, γαλουχήθηκε με κείμενα και έργα που αναφέρονταν έντονα στο έθνος και τη πατρίδα. Η «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου που συνδέθηκε έντονα με την Αριστερά, κάλλιστα θα μπορούσε στιχουργικά τουλάχιστον να αποτελούσε εμβατήριο εθνικιστών. Και έτσι έχουμε το ιστορικό παράδοξο, οι εθνο-πατριώτες της λεγόμενης Δεξιάς, να συνεργάζονται με τους εισβολείς και κατακτητές ως δωσίλογοι και οι κομμουνιστές να επιτίθενται στους «διεθνιστές» χαρακτηρίζοντας τους, προδότες, επειδή αρνούνταν να συμμετάσχουν στην ανθρωποσφαγή για την «υπεράσπιση» της πατρίδας, πολλές φορές εξοντώνοντας τους μέσω της ΟΠΛΑ.

Είναι ξεκάθαρο για εμάς, ότι ο όρος «έθνος» είναι ένας τεχνητός πολιτικός όρος κρατικής παραγωγής και προέλευσης. Τα έθνη δεν είναι προαιώνια, όπως ισχυρίζεται η κάθε εθνικιστική ιδεολογία, αλλά κατασκευάστηκαν για λόγους πολιτικούς και οικονομικούς, όπως ήταν π.χ. η ανάγκη δημιουργίας αγορών και η παράλληλη εξάπλωση του εμπορίου με τη δυνατότητα άσκησης φορολογικής πολιτικής εκ μέρους του κράτους. Το έθνος γεννιέται όταν ουσιαστικά καθίσταται νομιμοποιητικός παράγοντας του κοσμικού κράτους και το περιεχόμενο του είναι κυρίως πολιτικό, εν αντιθέσει με την εθνότητα που έχει κυρίως πολιτισμικό χαρακτήρα. Είναι αλήθεια ότι ο πρώιμος εθνικισμός είχε αρχικά προοδευτικό περιεχόμενο, γιατί εμφανιζόταν ως εκείνο το πολιτικό ρεύμα που θα απάλλασσε τις κοινωνίες από την καταπιεστική συγκεντρωτική φεουδαρχία. Η ιστορική στιγμή της γένεσης της νεοελληνικής «εθνικής ιδεολογίας» είναι, κατά κοινή παραδοχή, ο νεοελληνικός Διαφωτισμός, από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα ως την Επανάσταση στον Ελλαδικό χώρο.

Πολύ σύντομα όμως, κυρίως μέσω της γιγάντωσης και εξάπλωσης του «έθνους-κράτους», ο εθνικισμός άρχισε να εκδηλώνει τον βαθύτατα αντιδραστικό και ανελεύθερο ρόλο του, που συνίστατο κυρίως στην επιβολή της κυρίαρχης «εθνικής ταυτότητας» σε άλλες μειοψηφούσες γλωσσικές/πολιτισμικές ομάδες που ζούσαν μέχρι τότε μέσα στα όρια μιας εδαφικής επικράτειας και που προσδιορίστηκαν ως εθνικές μειονότητες. Την ίδια εξέλιξη μπορούμε να πούμε ότι εμφανίζει και ο ελλαδικός χώρος, αφού «μέχρι την εποχή της Επανάστασης του 1821 ο ελληνικός εθνικισμός εξέφραζε μια εθνικοαπελευθερωτική ιδεολογία. Μετά την Επανάσταση, στην οθωνική περίοδο, ο ελληνικός Διαφωτισμός υποχωρεί και τον διαδέχεται ένας πολιτικός και θρησκευτικός συντηρητισμός» (Γ. Β. Λεονταρίτης).

Φυσικά, η λέξη «έθνος» υπήρχε ήδη από την αρχαία Ελλάδα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συνεπάγει και την ύπαρξη ενός ελληνικού έθνους, άλλωστε τόσο η παρουσία των πόλεων-κρατών όσο και οι συνεχείς εχθροπραξίες μεταξύ τους δεν προσφέρονται για τέτοιες πεποιθήσεις. Όμως, μια από τις εμμονές της εθνικιστικής ιδεολογίας είναι η συνέχεια του έθνους μέσα στο χρόνο. Η θέση του Γ. Φαλμεράγιερ (1830) ότι κάθε βιολογικός κρίκος ανάμεσα στους αρχαίους και τους νεοέλληνες διεκόπη από τις σλαβικές εγκαταστάσεις του 7ου αιώνα και ύστερα, προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Κ. Παπαρρηγόπουλου το 1864, όπως και του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Σήμερα, την εργολαβική ανάθεση της ανάτασης και προστασίας του έθνους έχουν αναλάβει οι πλασιέ τηλεαστέρες…!

Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, η Επανάσταση του 1821 δεν έγινε από οπλαρχηγούς που είχαν μια κοινή και ενιαία εθνική συνείδηση, αλλά κατηγορίες συμφερόντων και λογικών, που πολλές φορές οδηγούσαν στα «καπάκια», τις επιμέρους συμφωνίες τους με τις οθωμανικές αρχές.

Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι μεγάλες πληθυσμιακά ομάδες (Σλάβοι, Αρβανίτες, Βλάχοι και Φράγκοι) μετακινούνταν σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου (τότε βυζαντινές επαρχίες) είτε από επιλογή, είτε καταναγκαστικά από την εξουσία (στις περιπτώσεις εκείνες που δεν υπήρχε ντόπιος πληθυσμός να καλλιεργήσει τις εκτάσεις). Και η παρουσία αυτή είναι μέχρι σήμερα εμφανής από τη γλωσσική παρουσία, για παράδειγμα της αρβανίτικης γλώσσας, σε διάφορες περιοχές της Αττικής, Βοιωτίας και Εύβοιας.

Η κεντρική εξουσία διαχειρίζεται τη γλωσσική διαφορετικότητα, ή καλύτερα τη γλωσσική ομοιογένεια, ως φορέα διάδοσης της ιδεολογίας της, σύμφωνα με τα μέσα που διαθέτει και τις επιταγές της. Η σχετική γλωσσική καθαρότητα που παρουσιάζει σήμερα ο ιθαγενής πληθυσμός είναι αποτέλεσμα μιας πολύχρονης καταπιεστικής διαδικασίας από την κρατική εξουσία, η οποία έλαβε χώρα γενικότερα στον βαλκανικό χώρο. Ο γλωσσικός ηγεμονισμός (linguistic hegemony), ως όρος, έρχεται για να περιγράψει έναν μηχανισμό άσκησης πνευματικής εξουσίας, στην ικανότητα δηλαδή μιας κυρίαρχης ομάδας να κάνει το σύνολο του πληθυσμού να συναινεί και να την αποδέχεται ως κυρίαρχη.

Και εάν οι Αρβανίτες και οι Βλάχοι παρουσίασαν μια καλή «προσαρμοστικότητα» στο ελληνικό έθνος-κράτος, δεν έτυχε το ίδιο για άλλες εθνοτικές ομάδες οι οποίες υπέστησαν επίθεση από την ελληνική εξουσία. Οι συγκεκριμένες ομάδες (Βλάχοι, Αρβανίτες), λόγω της προσκόλλησης τους στην αρχή της «προφορικότητας» της μητρικής γλώσσας και όχι στη γραπτή αποτύπωση, είναι εκείνες που ουσιαστικά εισχωρούν στη διαδικασία της αυτό-αποδοκιμασίας. Δηλαδή, στην απαξίωση και τον στιγματισμό των μειονοτικών ομάδων και θεωρούνται οπισθοδρομικές και ανίκανες να προσαρμοστούν στη σύγχρονη εποχή. Είναι το αποτέλεσμα ενός ηγεμονισμού που δεν χρειάζεται την εμφανή καταστολή διότι ο μειονοτικός πληθυσμός συσσωματώνεται στις κυρίαρχες επιταγές, μέσω της «αποϊστορικοποίησης» του. Αντίθετα, στους σλαβόφωνους της Μακεδονίας η διαδικασία της ετερογλωσσίας επιβλήθηκε άμεσα και βίαια μέσω της αστυνομικής καταστολής, που περιλάμβανε την απαγόρευση της χρήσης της γλώσσας ακόμη και μέσα στο σπίτι, μαζικές ορκωμοσίες σε ορισμένα χωριά, ότι δεν θα ξαναμιλήσουν σλαβομακεδονικά κ.λπ..

Τουρκόφωνοι Θράκες, Σλαβομακεδόνες, Τσάμηδες αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα καταπίεσης και επίθεσης του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Ενώ ομάδες πληθυσμού με ανομοιογενή χαρακτηριστικά, όπως οι Τσιγγάνοι/Γύφτοι, ως προς τον τρόπο κατοίκισης (νομαδικός/σκηνίτες, μόνιμος/Αγ.Βαρβάρα-Ζεφύρι), δέχονται την διαρκή απαξίωση του κράτους, η οποία, όμως, δεν τους εμποδίζει στο να δηλώνουν με καμάρι ότι είναι έλληνες και έχουν «πάει στρατό». Η μεγάλη μάζα των κοινωνικά ορατών Τσιγγάνων στην Ελλάδα αυτοπροσδιορίζεται εθνοτικά ως Έλληνες, με δευτερεύουσα ταυτότητα τη τσιγγάνικη, όπως συμβαίνει και με άλλες ομόλογες ομάδες, όπως Βλάχοι, Αρβανίτες, (Α. Γκοτοβός, Από το κοινωνικό περιθώριο στο έθνος των Τσιγγάνων, Μειονότητες στην Ελλάδα, Σχολή Μωραΐτη). Στη πραγματικότητα, το ελλαδικό κράτος τοποθετεί τους τσιγγάνους εκτός του ελληνικού εθνοτικού ορίου και απλώς τους αναγνωρίζει την ιδιότητα του πολίτη, αλλά όχι και τη συναισθηματική εγγύτητα προς το ελληνικό έθνος. Έτσι λειτουργεί το οξύμωρο σχήμα, οι τσιγγάνοι να αυτοπροσδιορίζονται ως έλληνες, αλλά οι κυρίαρχες ομάδες πληθυσμού να τους θεωρούν αλλοεθνείς και ουσιαστικά «ξένο σώμα».

Η κοινή πολιτισμική παράδοση, η γλωσσική ομοιογένεια και η θρησκευτική πίστη δεν αποτελούν, παρά τους περί του αντιθέτου κυρίαρχους ορισμούς, βασικά και κύρια υλικά του ιδεολογήματος του έθνους. Για παράδειγμα, ένας γάλλος Αλσατός, παρ’ ότι μιλά τη γερμανική γλώσσα, έχει γαλλική εθνική συνείδηση. Όπως, αντίστοιχα, ένας αρβανίτης του 19ου-20ου αιώνα, κάτοικος του ελληνικού κράτους αν και μη γνώστης της ελληνικής γλώσσας κυριαρχούνταν από ελληνικά εθνικά αισθήματα.

Ο Ρούντολφ Ρόκερ σημείωνε χαρακτηριστικά: «η ιδέα της Χριστιανοσύνης ήταν μια αφηρημένη έννοια, όπως και εκείνη της πατρίδας καθώς και εκείνη του έθνους. Όμως, μεταξύ τους υπήρχε η εξής διαφορά: ενώ η ιδέα της Χριστιανοσύνης ενοποιούσε τους ανθρώπους, η ιδέα του έθνους τους διαχώρισε και τους οργάνωσε σε διαφορετικά στρατόπεδα. Όσο βαθύτερες ρίζες είχε μέσα στους ανθρώπους η ιδέα της Χριστιανοσύνης, τόσο ευκολότερα υπερπηδούσαν τους διάφορους φραγμούς και τόσο περισσότερο δυνάμωνε μέσα τους η συνείδηση του συνανήκειν σε μια μεγάλη κοινότητα και του ενεργείν προς ένα κοινό σκοπό. Αλλά, όσο περισσότερο διείσδυε ανάμεσα τους η «εθνική συνείδηση», τόσο περισσότερο διαλυτικές καθίσταντο οι μεταξύ τους διαφορές και τόσο πιο αδίστακτα παραμέριζαν καθετί που είχαν κοινό, προκειμένου να ανοίξουν δρόμο προς άλλες κατευθύνσεις».

Άλλη μία διάσταση της «εθνικής» ομοιογένειας είναι η μεταστροφική κατασκευή μιας νέας διαφορετικής συνείδησης, το πώς δηλαδή μια εθνοτική μειονοτική, κατά βάση, ομάδα μετατοπίζει τα «εθνικά» χαρακτηριστικά της προς τη κυρίαρχη λογική. Το πώς δηλαδή ο «μειονοτικός» κατασκευάζεται σε Έλληνα, που μάλιστα πολύ συχνά, πλήρως αφομοιωμένος στα νέα εθνικά χαρακτηριστικά του, παρουσιάζει και έντονη εθνικιστική συμπεριφορά.

Μια ακόμη παράμετρος που παρουσιάζει ενδιαφέρον στις περιπτώσεις ενασχόλησης των εθνοτικών ομάδων είναι η κατανομή των πληθυσμών σε διάφορες χρονικές στιγμές. Η κατανομή πληθυσμού είναι μια δυναμική διαδικασία και δεν μπορεί να μελετάται στατικά. Για παράδειγμα, η ευρύτερη Μακεδονία, μήλο της έριδος για αρκετές βαλκανικές χώρες, είχε το 1912 την εξής κατανομή: 900.00 μουσουλμάνοι, 900.000 σλαβόφωνοι χριστιανοί, χωρισμένοι σε έλληνες, Βούλγαρους, Μακεδόνες, Σέρβους, 360.000 ελληνόφωνοι χριστιανοί, 100.000 Βλάχοι, 70.000-90.0000 Εβραίοι και άγνωστος αριθμός τσιγγάνων, καθώς και μικρές κοινότητες αλβανόφωνων και τουρκόφωνων χριστιανών. Κατά τα άλλα, «η Μακεδονία ήταν, είναι και θα είναι ελληνική» κατά το σλόγκαν του ελληνικού παροξυσμού στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Και εννοείται ότι τα παραπάνω μεγέθη τροποποιήθηκαν σημαντικά με την έλευση των προσφύγων το 1922, τις ανταλλαγές πληθυσμών και τη ναζιστική κτηνωδία στους εβραίους, κυρίως, της Θεσσαλονίκης το 1943.

Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι οι πρόσφυγες από τη Μ. Ασία θεωρούνταν από τον ντόπιο πληθυσμό «ξένοι», με αρκετά σχηματισμένα και εκφρασμένα στερεότυπα εναντίον τους. Παρ’ ότι ήταν ελληνόφωνοι, χριστιανοί και με «εθνική» συνείδηση, χαρακτηρίζονταν «ξένοι»… Αυτό, ίσως, φανερώνει το πώς σήμερα προσεγγίζονται ομάδες πληθυσμού, μετανάστες και πρόσφυγες, που δεν έχουν κανένα κοινό στοιχείο με τον κυρίαρχο πληθυσμό. Απλά ο «ξένος» παρουσιάζεται από την ιδεολογία της κυριαρχίας ως απειλητικός…

Αργότερα, όταν σημαντική μερίδα του προσφυγικού στοιχείου αφομοιώθηκε στον ελλαδικό χώρο, παρουσίασε έντονη ανταγωνιστική συμπεριφορά, τόσο απέναντι στους εβραίους, όσο και σε άλλες μειονοτικές εθνότητες. Για παράδειγμα, στη Θεσσαλονίκη η συνεργασία ενός κομματιού απ’ αυτούς με τους ναζί στην εξολόθρευση των εβραίων είχε αφετηρία οικονομικούς, εμπορικούς και επαγγελματικούς ανταγωνισμούς. Αλλά και εδώ ο ρόλος του ΚΚΕ είναι καταλυτικός, αφού είχε αποφασίσει να διεισδύσει μέσα στο προσφυγικό στοιχείο για ψηφοθηρικούς και χειραγωγικούς λόγους. Έτσι, παρ’ ότι σημαντικά μεγάλο κομμάτι των εβραίων της Θεσσαλονίκης είχε έντονη εργατική δράση, το ΚΚΕ ουσιαστικά δρούσε ως ανάχωμα στις διεκδικήσεις τους. Παράλληλα, πρόσφυγες πρωτοστατούσαν –και κατάφεραν– στο να μην ιδρυθούν σλαβόφωνα σχολεία, παρ’ ότι αυτό είχε αποφασιστεί το 1925 από την ελληνική κυβέρνηση.

Έγιναν και αυτοί «Έλληνες», όπως πρωτύτερα είχαν γίνει οι αρβανίτες, οι βλάχοι, οι τσιγγάνοι, οι σλάβοι και τόσοι άλλοι στη κατασκευή μιας εθνικής συνείδησης ως δομικό στοιχείο ενός ομοιογενούς έθνους-κράτους. Μιας ψεύτικης «εθνικής ταυτότητας» που βοηθά πολλαπλά το κράτος στο να ελέγχει και να εξουσιάζει πάρα πολλούς, εκτός από εκείνους που συνειδητοποιούν ολοένα και περισσότερο ότι δεν χρειάζεται να είμαστε «ούτε έλληνες, ούτε αλβανοί» ή ο,τιδήποτε άλλο, αλλά «άπιστοι, απάτριδες και αναρχικοί». Να παραμείνουμε άνθρωποι, έχοντας απογυμνωθεί από τα εξουσιαστικά περιβλήματα.

Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας

(Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φύλλο 92, Μάρτιος 2010)