Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

Αναρχικοί και κοινωνικοί αγώνες στον ελλαδικό χώρο (1860-1936)


"... και να παύση η εκμετάλλευσις του ανθρώπου από τον όμοιον του..."


Η μπροσούρα αυτή εκδόθηκε με αφορμή το θάνατο του αγωνιστή Γιάννη Ταμτάκου σε ηλικία 100 ετών τον Γενάρη που μας πέρασε στη Θεσσαλονίκη . νας μικρός φόρος τιμής σε έναν άνθρωπο που έζησε σύμφωνα με τις ιδέες του, με μοναδικό γνώμονα το κοινωνικό συμφέρον και σε καμία περίπτωση προσωπικά, κομματικά ή ιδιοτελή οφέλη.

Η αναφορά της μπροσούρας σε αγωνιστές και εργατικές διεκδικήσεις της εποχής του Μεσοπολέμου σχετίζεται με τη δική του έντονη και διαρκή παρουσία σε πολλά γεγονότα και ιδιαίτερα σε όσα συνέβησαν το Μάη του '36 στη Θεσσαλονίκη.

Ο μπαρμπα - Γιάννης πρόσφυγας από την Τουρκία, έφτασε στην Θεσσαλονίκη το 1914 με την οικογένεια του. Το 1924, δεκάξι ετών, προσχώρησε στους Αρχειομαρξιστές, που είχαν τότε μεγάλη επιρροή στο εργατοσυνδικαλιστικό κίνημα. Πολύ γρήγορα αναδείχτηκε σε συνδικαλιστικό στέλεχος και σε γραμματέα του Συνδικάτου Υποδηματεργατών Θεσσαλονίκης. Το 1931, καθώς ήταν στην πρώτη γραμμή μιας διαδήλωσης ανέργων στο Συντριβάνι της Θεσσαλονίκης, τραυματίστηκε σοβαρά στο πρόσωπο από σφαίρα αστυνομικών. Το 1936 καταδικάστηκε ερήμην από το Κακουργιοδικείο δεσσας μαζί με πενήντα δύο εργάτες ως ένας από τους "υποκινητές" της αιματοβαμμένης προλεταριακής εξέγερσης το Μάη του '36. μεινε στην εξορία και τη φυλακή έως το 1942. Ο ίδιος γλίτωσε την εκτέλεση, μετά από απόδραση από το Τμήμα Μεταγωγών Πειραιά και βγήκε στην παρανομία. Καταδιώχτηκε άγρια, λόγω της αντιπολεμικής του στάσης στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο -καθώς διακήρυσσε τη συναδέλφωση των στρατιωτών- τόσο από τους χιτλερικούς, τους Χίτες συνεργάτες τους αλλά και τους σταλινικούς.

Το 1942 συνδέθηκε με τον Κορνήλιο Καστοριάδη και υιοθέτησε τις απόψεις του, εγκαταλείποντας οριστικά τον Τροτσκισμό. Στο διάστημα 1951-1956 μετανάστης στην Αυστραλία, δούλεψε εργάτης στο εργοστάσιο της General Motors. Από τη δεκαετία του 1980 συνδέθηκε ιδεολογικά και πολιτικά με τον αντιεξουσιαστικό - αναρχικο χώρο της Θεσσαλονίκης. Συμμετείχε, παρά την προχωρημένη ηλικία του, σε όλες τις εκδηλώσεις του εργατικού κινήματος της πόλης καθώς και σε πολλές εκδηλώσεις στεκιών, καταλήψεων και κοινωνικών κέντρων σε όλη την Ελλάδα.

Τα εργατικά γεγονότα που εμπεριέχονται στο έντυπο αυτό ξεκινώντας από τα ''Λαυρεωτικά'' στα τέλη του 19ου αιώνα, τα γεγονότα του Κιλελέρ, τις απεργίες της Σερίφου το 1916, της Καλαμάτας το 1934 και του Μάη του '36 στη Θεσ/νίκη, θεωρούμε πως αφορούν ιστορικά παραδείγματα συγκρουσιακών γεγονότων τα οποία έχουν τη σημασία τους λόγω του ανεξέλεγκτου χαρακτήρα τους. Ιδιαίτερα στις μέρες μας , η ανάγκη για ακηδεμόνευτους εργατικούς αγώνες και κινητοποιήσεις έξω και ενάντια σε συνδικαλιστικές και κομματικές διεκδικήσεις φαντάζει τόσο επιτακτική όσο ποτέ.

"Ο αφέντης τροχίζει το σπαθί του στο λυγισμένο σβέρκο του φτωχού"
τούρκικο λαϊκό ρητό

Εισαγωγή:Αναρχικοί και κοινωνικοί αγώνες στον ελλαδικό χώρο(1860-1900)

Οι αγώνες στους οποίους αναφέρεται η παρούσα έκδοση, αφορούν μια εποχή κατά την οποία οι αγρότες και οι εργάτες στον ελλαδικό χώρο έχουν αρχίσει να οργανώνονται και να μαζικοποιούνται. Σε πολλές περιοχές υπάρχουν σωματεία, η Γ.Σ.Ε.Ε. έχει ιδρυθεί όπως και το Σ.Ε.Κ.Ε. που μετά εξελίχθηκε στο Κ.Κ.Ε. Η Γ΄ Διεθνής προσπαθεί - και στις περισσότερες περιπτώσεις το κατορθώνει - να ελέγξει και να ομογενοποιήσει τις σοσιαλιστικές τάσεις καθώς και να περιθωριοποιήσει τις πιο ακηδεμόνευτες φωνές γεγονός το οποίο παίζει ρόλο και στη διαμόρφωση της ελληνικής πραγματικότητας.

Αξίζει, ωστόσο, να επιχειρήσουμε μία σύντομη αναδρομή στις
ζυμώσεις και τις κινήσεις των προηγούμενων χρόνων και πιο συγκεκριμένα από το 1860 έως και το 1900. Αυτό γιατί χαρακτηρίζονται από πληθώρα ριζοσπαστικών τάσεων και κινήσεων ενώ πολύ πλούσια είναι και η παρουσία των πρώτων ελλήνων αναρχικών, των οποίων η πολύ έντονη δράση και προπαγάνδα φτάνει μέχρι και το 1910 οπότε και ατονεί.

Οι πρώτες ριζοσπαστικές ιδέες "εισάγοντα" στην Ελλάδα από
την Ευρώπη κατά τη δεκαετία 1870-1880. Αν και υπάρχουν αναφορές στην Α' Διεθνή και των Κ. Μαρξ, φαίνεται πως μεγαλύτερη απήχηση ανάμεσα στους ριζοσπάστες αστούς αλλά και απλούς αγρότες και εργάτες έχουν οι ιδέες του Προυντόν, του Μπακούνιν, του Μπλανκί και του Κροπότκιν. Ήταν η εποχή της Παρισινής Κομμούνας ο απόηχος της οποίας φτάνει και στην Ελλάδα μέσω ελλήνων διεθνιστών, οι οποίοι είτε είχαν συμμετάσχει σε αυτή, όπως η Μαρία Δαούδογλου, είτε είχαν ζήσει τον απόηχό της στο Παρίσι, όπως ο δικηγόρος Π. Αργυριάδης ο οποίος είχε υπερασπιστεί αναρχικούς στις δίκες που έγιναν μετά τη Κομμούνα.

Μια ιδιαίτερη αναφορά αξίζει η περίπτωση του Πλωτίνου
Ροδοκανάκη. Επηρεασμένος από τις ιδέες του Προυντόν, αφού προσπαθεί μέχρι το 1862 να ιδρύσει έναν αναρχικό κύκλο στην Αθήνα, φεύγει για την Ισπανία. Οι διώξεις των αναρχικών εκεί τον αναγκάζουν να καταλήξει στο Μεξικό όπου μεταφέρει τις αναρχικές συνεταιριστικές ιδέες. Ο Ροδοκανάκης ήταν ο πρώτος μεταφραστής του Προυντόν στη Λατινική Αμερική, ενώ άγαλμά του υπάρχει ακόμα σε πλατεία του Μεξικού.

Πέρα, όμως, από τους ελλαδίτες που πήγαν στην Ευρώπη, υπήρχε και μεγάλη εισροή προσφύγων που κατέφθασαν στην Ελλάδα. Οι πιο πολλοί από αυτούς, αποτελούσαν ριζοσπάστες και κομμάτια κοινωνικών κινημάτων τα οποία και ηττήθηκαν. Έτσι για να αποφύγουν τις διώξεις αναγκάστηκαν να φύγουν από τις χώρες τους. Τέτοιος ήταν ο ιταλός αναρχικός Τσιπριάνι, οι γάλλοι και ιταλοί εργάτες που εγκαταστάθηκαν στη Σύρο το 1871 καθώς και πολλοί ιταλοί αναρχικοί που έφτασαν στη Πάτρα το 1848 και διασκορπίστηκαν στη Κόρινθο και τον Πύργο.

Ειδικά οι τελευταίοι, αν και δεν συνδέθηκαν άμεσα με κάποιους αγώνες ή με την τοπική κοινωνία, επηρέασαν πάρα πολύ με τις ιδέες τους πολλούς ντόπιους. Πέρα από αυτό, έδωσαν και τη δυνατότητα στους ντόπιους ριζοσπάστες να έρθουν σε επαφή με αναρχικές ομάδες τη Ιταλίας, αλλά και με τη Διεθνή του Μπακούνιν.

'Ετσι το 1875 ιδρύεται στη Πάτρα ο "Δημοκρατικός Σύλλογος" ο οποίος προσανατολίζεται προς τον αναρχισμό της εποχής εκείνης. Μετά από δύο χρόνια ο Σύλλογος εκδίδει τη δική του εφημερίδα ενώ προσχωρεί και στη Διεθνή νωση Εργατών. Από την πρώτη στιγμή ο Σύλλογος αντιμετωπίστηκε από τον τοπικό τύπο με χλευασμό, κινδυνολογία και ελαχιστοποίηση της δράσης του. Μετά και τη δημοσίευση της εφημερίδας του, ο τοπικός εισαγγελέας άσκησε δίωξη για συνομωσία και προσπάθεια διέγερσης εμφυλίου πολέμου. Αποτέλεσμα της δίωξης αυτής ήταν το κλείσιμο της εφημερίδας και η προφυλάκισης ενός μέλους του συλλόγου.

Η πρώτη προσπάθεια έληξε άδοξα για τους πατρινούς
αναρχικούς με συστηματικές διώξεις μέχρι τη διάλυση του πυρήνα τους. Επανέρχονται όμως στο προσκήνιο προς το 1896 με τη σημαντική συμμετοχή τους στις κινητοποιήσεις και τις εξεγέρσεις των ντόπιων μικροκαλλιεργητών σταφίδας. Εκείνη την εποχή συγκροτήθηκε και η ομάδα αναρχοσοσιαλιστών που ανέλαβε την έκδοση της εφημερίδας "Επί τα πρόσω".

Αξίζει να σημειωθεί πως τα χρόνια αυτά (1895, 1896,
1898 αλλά και την τριετία 1903-1905) πραγματοποιόντουσαν πολύ συχνά ένοπλα συλλαλητήρια από τους αγρότες τα οποία καταστέλλονταν μόνο μετά από συγκρούσεις με μονάδες του στρατού. Καταλαμβάνονταν ολόκληρα χωριά και οι συμπλοκές κατέληγαν συχνά σε εκτελέσεις, εκτεταμένες συλλήψεις και καταδίκες. Οι αγρότες, με την υποκίνηση των ντόπιων αναρχικών ή των ιταλών προσφύγων, έφταναν σε απόψεις καθαρά αντικρατικές, αντιαστικές και αντιεξουσιαστικές ενώ εφάρμοζαν συνειδητά το "βία κόντρα στη βία" οπλισμένοι με τσεκούρια, ντουφέκια, μπαλτάδες, αξίνες, κ.ά.

Όπως στη Πάτρα έτσι και στον Πύργο ενεργοποιήθηκε πυρήνας
αναρχικών της εποχής, ο οποίος με τη δράση του συνέτεινε στην ανάπτυξη των αγροτικών συλλαλητηρίων και εξεγέρσεων. Δεν ήταν μάλιστα λίγες οι φορές που εκδηλώθηκαν και κινήσεις ονομαζόμενες ως ατομική τρομοκρατία απέναντι σε μεγαλέμπορους. Αποκορύφωμα αυτών των ενεργειών ήταν ο τραυματισμός του σταφιδέμπορου Κόλλα και η δολοφονία του τραπεζίτη Φραγκόπουλου στη Πάτρα. Ο αναρχικός Δημήτρης Ματσάλης τους επιτέθηκε με μαχαίρι στις 3/11 του 1896, πράξη για την οποία προφυλακίστηκε και αυτοκτόνησε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.

Εκτός όμως από τη Πελοπόννησο, έντονη επιρροή άσκησαν οι
ξένοι πρόσφυγες, ιταλοί και γάλλοι, στη Σύρο. Στα εννιά εργοστάσια και τα ναυπηγεία που λειτουργούν το 1864 στο νησί απασχολούνται συνολικά 3.500 εργάτες μόνιμοι και 3.000 εποχικοί. Οι ξένοι πρόσφυγες, πολλοί εκ των οποίων είναι ενταγμένοι στην αντιεξουσιαστική πτέρυγα του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος, θα συνδεθούν με ντόπιους αναρχικούς και το 1876 με '77 θα συστήσουν τον αναρχικό εργατικό όμιλο, ο οποίος διατηρεί σύνδεσμο με τον πατρινό "Δημοκρατικό Σύλλογο".

Ο αναρχικός όμιλος θα προχωρήσει στην έκδοση της "Εφημερίδας του Λαού" αλλά το σημαντικότερο είναι πως με δικές του προσπάθειες, γεννήθηκε στην Ερμούπολη το 1879 το πρώτο εργατικό σωματείο. Πρόκειται για τον "Αδελφικό Σύνδεσμο Ξυλουργών των Ναυπηγείων Σύρου" ο οποίος συστήνει το καταστατικό του με τους κύριους σκοπούς του και νομιμοποιείται με συμβολαιογραφική πράξη. Αξίζει να σημειωθεί πως το 1869 και λόγω της ανησυχίας που δημιουργούσε στα αφεντικά η Α' διεθνής, είχε κυκλοφορήσει στη Σύρο φυλλάδιο με τίτλο "Εγκόλπιον του Εργατικού Λαού ή συμβουλαί προς τους χειρωνάκτας". Μεταξύ άλλων, οι εργάτες προειδοποιούνταν για το μέγα ατόπημα της καθόδου σε απέργια.

Δέκα χρόνια μετά χρονιά θα ξεσπάσει μεγάλη νομισματική
κρίση. Στην αγορά επικρατεί αναστάτωση και αγοραστική ικανότητα των εργατών μειώνεται δραματικά. τσι οι εργάτες θα προχωρήσουν στην κήρυξη απεργίας. Στις 16/2 κηρύσσεται απεργία στα ναυπηγεία και στις 21/2 η απεργία απλώνεται και στα βυρσοδεψεία. Αυτές είναι και οι πρώτες μεγάλες απεργίες μισθωτών στην ελληνική βιομηχανία.

Τα αιτήματα αφορούσαν αυξήσει στα ημερομίσθια και μείωση
των ωρών εργασίας.

Η απεργία ανάγκασε τους ιδιοκτήτες των ναυπηγείων να
αποδεχθούν τα αιτήματα των απεργών κι έτσι λύθηκε σε μία εβδομάδα. Όμως, μετά από ένα μήνα στρατολογήθηκαν άνεργοι και ανειδίκευτοι εργάτες κι άρχισαν ομαδικές απολύσεις των παλιών και κυρίως των απεργών. Έτσι κηρύχθηκε νέα απεργία που κράτησε τρεις μήνες. Η κρίση όμως της Σύρου ως διαμετακομιστικού κέντρου έχει αντίκτυπο και στους εργάτες με αποτέλεσμα να εξανεμιστούν πολλές από τις κατακτήσεις τους ενώ πολλοί απολυμένοι απεργοί θα αναγκαστούν να πάρουν το δρόμο της μετανάστευσης.

Η απεργία στα βυρσοδεψεία είχε καλύτερη κατάληξη για τους
εργάτες. Αυτό όμως κατορθώθηκε μετά από σκληρές συγκρούσεις με την εθνοφυλακή οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα ένα νεκρό αστυνομικό και πολλούς τραυματίες εργάτες. Ο λόγος των συμπλοκών ήταν η απεργοσπαστική προσπάθεια των εργοδοτών και της νομαρχίας. Οι διαδηλώσεις είναι καθημερινές και ο νομάρχης αποκλεισμένος στη νομαρχία, ζητά ενισχύσεις. Η τάξη αποκαθίσταται μόνο μετά την έλευση στο νησί ενός τάγματος 50 σκαπανέων που στέλνει η κυβέρνηση.

Πέρα από τη Σύρο και τη Πελοπόννησο, σημαντική παρουσία
αναρχικών απαντάται και στη Θεσσαλία και κυρίως στο Βόλο. Αυτή τη φορά οι αναρχικές ιδέες δεν έρχονται από ξένους μετανάστες αλλά από έλληνες εργάτες που επανήλθαν ως παλλινοστούντες από το Βερολίνο και την Αλεξάνδρεια. Την τριετία 1898-1900 υπήρχε στο Βόλο αναρχοσυνδικαλιστική ομάδα η οποία εξέδιδε και την εφημερίδα "Εργάτης", μια έκδοση η οποία όμως δεν ξεπέρασε τα τέσσερα φύλλα.

Το 1908 οι αναρχοσυνδικαλιστές συνδέονται σε χαμηλό
βαθμό με τον Πανεργατικό Σύλλογο Η Αδελφότης και αποτελούν το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι του. Ορισμένοι από αυτούς εναντιώνονται στο λογιοτατισμό, στους θεσμούς της θρησκείας και της πατρίδας. Πολλές φορές εναντιώνονται και στη νόμιμη πολιτική δράση, παρακινούν σε απεργιακές κινητοποιήσεις και χλευάζουν τις εθνικοαπελευθερωτικές διακηρύξεις, παραμονές των βαλκανικών πολέμων.

Μετά τη διάλυση του Πανεργατικού, η ομάδα των αναρχικών
του Βόλου έπαιξε ρόλο αποφασιστικό στην ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Βόλου πράξη που αποτέλεσε κομβικό γεγονός για το ελληνικό εργατικό κίνημα. Μέσα στο Ε.Κ.Β. οι αναρχοσυνδικαλιστές, συνεπείς στις θέσεις τους δεν καταλαμβάνουν κανένα αξίωμα και αποτελούν το πιο προωθητικό κομμάτι του. Δεν διστάζουν μάλιστα να δραστηριοποιηθούν έξω από τα όρια του Ε.Κ.Β., με απεργίες και εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, όταν θεωρούν πως αυτό μεταβάλλεται σε ένα είδος παιδευτικής λέσχης.

Τα χρόνια 1909-1911 χαρακτηρίζονται από συνεχείς απεργίες των καπνεργατών και των τσιγαράδων. Στις 23/2 του 1909, μια εβδομάδα μετά την κήρυξή της, η απεργία στο εργοστάσιο του Γκλαβάνη παίρνει δυναμική τροπή με καταστροφές στο εργοστάσιο, αποδοκιμασίες απεργοσπαστών και συγκρούσεις με τη χωροφυλακή και το στρατό. Οι συλλήψεις που ακολουθούν, οξύνουν τον απεργιακό αναβρασμό. Οι εργάτες συσπειρώνονται και συνεχίζουν να οργανώνουν τον αγώνα τους, μέχρι και τις 4/3 όταν τα αιτήματά τους γίνονται δεκτά. Την ίδια μέρα συλλαμβάνεται ο Γ. Αλεξανδράκης, ένας από τους πιο γνωστούς και πιο μαχητικούς αναρχικούς. Στις 27/3 αποφυλακίζεται με άλλους δύο κρατούμενους εργάτες.

Το Φλεβάρη του 1910 άλλη μια απεργία των καπνεργατών
θα πραγματοποιηθεί. Κρατά τρεις εβδομάδες και λήγει νικηφόρα για τους εργάτες. Μετά από ένα χρόνο, το Μάρτη του 11 οι εργάτες ξανακατεβαίνουν σε απεργία. Αυτή τη φορά όμως έχει ξεσπάσει το "σκάνδαλό των Αθεϊκών". Το Παρθεναγωγείο (Γυμνάσιο) που είχε ιδρύσει ο Πανεργατικός Σύλλογος το 1908 κατηγορείται ως άντρο της αθεΐας με αποτέλεσμα τη δίωξη και ταλαιπωρία για τα επόμενα τρία χρόνια των εργατών και διανοουμένων που ήταν επικεφαλής του Ε.Κ.Β. τσι, εν μέσω διώξεων και τρομοκρατίας, η τελευταία απεργία δεν τελειώνει νικηφόρα.

Στη Λάρισα, επίσης, παράλληλα με το Βόλο
δραστηριοποιήθηκε τα ίδια χρόνια (1910-1911) ένας κύκλος αναρχικών. Τότε ιδρύθηκε και στη Λάρισα εργατικό κέντρο. Οι αναρχικοί συνδέθηκαν με το Ε.Κ. αλλά ταυτόχρονα τύπωναν και τα δικά τους έντυπα όπως το φυλλάδιο "Κάτω τα είδωλα" και την αντιπατριωτική μπροσούρα "Κατήχησις των εργαζομένων". Το σκάνδαλο των Αθεϊκών, όμως, επεκτάθηκε και στη Λάρισα και οδήγησε κι εκεί σε αντίστοιχες διώξεις.

Τέλος, και στην Αθήνα, κάπου μετά το 1897 ιδρύεται ο
Αναρχικός Σύνδεσμος Εργαζομένων Αθήνας στον οποίο μάλιστα δραστηριοποιούνταν και μία γυναίκα. Σε αυτόν είχαν προσχωρήσει και αναρχικοί που αποχώρησαν προηγουμένως από τον σοσιαλιστικό όμιλο "Κόσμος" του Καλλέργη. Πολλοί από αυτούς είχαν πάρει μέρος στην απεργία των μεταλλείων του Λαυρίου το 1896. Ο σύνδεσμος φαίνεται πως δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει κάποιο έντυπο ενώ δεν πρέπει να έχει και άμεση σύνδεση με τις ομάδες των Πατρών και του Πύργου που δραστηριοποιούνταν εκείνη την εποχή. Παρόλα αυτά συντάσσουν υπόμνημα που το στέλνουν σε συνέδριο του Παρισιού το 1900 και στο οποίο κάνουν καταγραφή ομάδων και δράσεων της περιόδου.

Κλείνοντας, θέλουμε να σημειώσουμε πως όλα τα παραπάνω αποτελούν μια πολύ σύντομη και συνοπτική περιγραφή των ζυμώσεων και των εξεγέρσεων που έγιναν στον ελλαδικό
χώρο την εποχή εκείνη με στόχο την καλύτερη κατανόηση των αγώνων που επακολούθησαν στην Ελλάδα στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, γνωρίζοντας πως το ζήτημα δεν μπορεί επ' ουδενί να εξαντληθεί σ' αυτό το έντυπο.

Τα εργατικά γεγονότα που εμπεριέχονται στο έντυπο αυτό
ξεκινώντας από τα ''Λαυρεωτικά'' στα τέλη του 19ου αιώνα, τα γεγονότα του Κιλελέρ, τις απεργίες της Σερίφου το 1916, της Καλαμάτας το 1934 και του Μάη του '36 στη Θεσ/νίκη, θεωρούμε πως αφορούν ιστορικά παραδείγματα συγκρουσιακών γεγονότων τα οποία έχουν τη σημασία τους λόγω του ανεξέλεγκτου χαρακτήρα τους. Ιδιαίτερα στις μέρες μας , η ανάγκη για ακηδεμόνευτους εργατικούς αγώνες και κινητοποιήσεις έξω και ενάντια σε συνδικαλιστικές ηγεσίες και κομματικές διεκδικήσεις φαντάζει τόσο επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε...

"Ω, ντιρλαντά, να δέσω κόμπο, στο λαιμό τους, των αρχόντων"
σφουγγαράδικο τραγούδι των Δωδεκανήσων

Λαυρεωτικά

Από το Φεβρουάριο του 1871 είχε εμφανισθεί το ζήτημα των
σκωριών των μεταλλείων Λαυρίου. Το υπέδαφος ήταν ήδη ξεπουλημένο σε “ξένες” εταιρείες οι οποίες πλήρωναν εξευτελιστικά μεροκάματα σε ντόπιους ανειδίκευτους εργάτες (εκεί που μόνο ειδικευμένοι μεταλλωρύχοι θα μπορούσαν να εργαστούν με υψηλές απολαβές). Το Λαύριο ήταν κλασική περίπτωση σκλαβοπάζαρου. Η περιοχή ήταν παραχωρημένη από το 1864 στη Γαλλική εταιρεία “Roux Fressynet” και την Ιταλική “Serpieri”. Οι εργαζόμενοι δούλευαν υπό εφιαλτικές συνθήκες, 10 εως 16 ώρες την ημέρα χωρίς μέτρα προστασίας σε μεγάλα βάθη. Ο Γ. Κορδάτος σημειώνει: “η εταιρεία είχε φτιάξει στο δεύτερο πάτωμα του πηγαδιού της Καμάριζας πλάι στη μηχανή, μια μαρμαρένια κάμαρα, κι εκεί κρύβονταν τα πτώματα των σκοτωμένων από τα φουρνέλα και τα βουλιμέντα. Τη νύχτα ο καροτσέρης Κάλιος Μάνθος, αποό τους σπιτικούς του Σερπιέρι, μαζί με άλλους πιστούς της εταιρείας βγάζανε κρυφά τα πτώματα και τα πήγαιναν και τα παράχωναν στα πεύκα του Αγ. Κωνσταντίνου”.

Η Roux-Serpieri-Fressynet C.E. απ' την ίδρυσή της είχε σπεύσει
να αγοράσει παράνομα σωρούς σκουριών απ' την κοινότητα Κερατέας και τη Μονή Πεντέλης σε εκτάσεις που ήταν στην ιδιοκτησία τους.Εκτός αυτού ο Ι.Β.Serpieri είχε αρχίσει να ιδιοποιείται αυθαίρετα τις εκβολάδες πουλώντας τις καταχρηστικά στην εταιρεία 2 δρχ. τον τόννο εκτός βέβαια του μερίσματος που θα έπαιρνε ως κύριος μέτοχός της. Το καθεστώς εκμετάλλευσης της περιοχής δημιουργεί τριγμούς μεταξύ του κράτους και του επιχειρηματία που καταλήγουν σε συμβιβασμό με την εταιρεία έπειτα από πίεση της Ρωσίας και της Αυστρίας καθώς και μετά την απειλή επέμβασης τριών γαλλικών πολεμικών πλοίων.

Το 1873 η Roux - Serpieri - Fressynet C.E. αγοράζεται απ' τον
εκπρόσωπο της τράπεζας Κων/πόλεως Α. Συγγρό αντί 11.500.000 φράγκων, η οποία μετονομάζεται σε Εταιρεία των Μεταλλουργείων Λαυρείου χωρίς όμως να αφαιρούνται τα πρωτεία, η κυριαρχική θέση στην εκμετάλλευση των μεταλλείων του Λαυρείου απ' τον Serpieri ο οποίος ιδρύει το 1876 την C.F.M.L στην θέση Κυπριανός.

Στην Ελληνική εταιρεία επένδυσαν τις ελπίδες τους πάμπολλοι
Αθηναίοι αγοράζοντας μετοχές της, η τιμή των οποίων στη συνέχεια έπεσε ραγδαία. Τα κερδοσκοπικά τεχνάσματα που εισήγαγε ο “μέγας ευεργέτης” Α.Συγγρός εξανέμισαν περιουσίες αλλά και μικροαποταμιεύσεις. Μετά από αυτά και μπροστά στην κατακραυγή προχώρησε στις γνωστές “δωρεές” του προς το δημόσιο.

Οι απεργίες
Οι εργάτες του Λαυρίου και της Καμάριζας διεξήγαγαν αγώνες για μια εικοσαετία με τη μορφή βίαιων αυθόρμητων κινητοποιήσεων εξεγερσιακού χαρακτήρα με αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία και το στρατό.

Οι πρώτες απεργίες έγιναν το 1883 και 1887, με αιτήματα οικονομικά καθώς και για τη λήψη μέτρων κατά των ατυχημάτων και την κατάργηση της Κυριακάτικης αγγαρείας. Στις 8 Απρίλη 1896 ξέσπασε η μεγάλη απεργία που έμεινε στην ιστορία με το όνομα “Λαυρεωτικά”. Κράτησε 13 ημέρες και συνοδεύτηκε από σφοδρές ένοπλες συγκρούσεις.

Η "Εφημερίς" του Κορομηλά γράφει:
“Οι χωροφύλακες πυροβολούσι εις τον αέρα, οι εργάται αντιπυροβολούσι, ακούοντας ύβρεις, φωναί, κραυγαί, πίπτουσιν βροχηδόν λίθοι, συνεχίζονται οι πυροβολισμοί και η Καμάριζα φαίνεται ως εις εμπόλεμον κατάστασιν" Ακολουθεί η ανατίναξη των αποθηκών της δυναμίτιδος και του πετρελαίου: "Οι κ. Σερπιέρης, οι μηχανικοί Ραμπού και Σπανζεράλ, καθ'ών υπήρχε μήνις, ετράπησαν εις φυγήν, μεταφιεσθέντες εις Δωριείς εργάτας".

Τελικά "η τάξις επεβλήθη" με την παρουσία 2 ιλών ιππικού, μίας πυροβολαρχίας κι ενός ευζωνικού τάγματος. Οι δε Γαλλικές προξενικές αναφορές, προκειμένου να προστατευθούν οι Γάλλοι υπήκοοι και τα οικονομικά τους συμφέρονται στην περιοχή, κάνουν λόγο για την παρουσία του Γαλλικού Θωρηκτού Cosma στο Λιμάνι του Λαυρίου που θα ενίσχυε σε ενδεχόμενη ανάγκη το στρατιωτικό σώμα της Καμάριζας. Άξια αναφοράς είναι και η εμπλοκή του Μ. Έβερτ (παππού του σημερινού) ως σκληρού διώκτη τότε κάθε αντικαθεστωτικής κίνησης.

Το ίδιο συμβαίνει και στην απεργία του 1906 όπως αναγράφεται
και πάλι στις γαλλικές προξενικές αναφορές: "Η απεργία τσο Λαύριο συνεχίζεται. Κατόπιν αιτήσεως της διευθύνσεως της εταιρείας παρακάλεσα τον Υπουργό Εσωτερικών ν'αυξήσει τον αριθμό των στρατευμάτων για να εξασφαλισθεί η ασφάλεια προσώπων και υλικών. Ο Υπουργός Εσωτερικών δέχθηκε παρ'ότι υπάρχουν στο Λαύριο ήδη 400 στρατιώτες ..." Και επιμένουν πάλι να αποσταλεί ένα γαλλικό πλοίο για να ελέγχει την κατάσταση.

Απολογισμός: Δύο εργάτες νεκροί, πολλοί τραυματίες, συλλήψεις, δίκες και αύξηση τελικά του μεροκάματου κατά μία πεντάρα.

Σήμερα σώζονται τα κτίρια του στρατώνα που κατασκευάστηκαν
ειδικά για το σκοπό της παραμονής των στρατιωτικών δυνάμεων και βρίσκονται σε υψηλή θέση στη ΒΑ άκρη του Λαυρίου.

Στρατιωτικές δυνάμεις είχαν σταλεί και στην απεργία του 1887,
οι οποίες όμως δεν χρειάστηκε να επέμβουν, διότι "η εντεύθεν δε εκπεμφθείσα στρατιωτική δύναμις εύρε τα πράγματα ήσυχα" γράφουν οι Αθηναϊκές εφημερίδες... μη γνωρίζοντας ότι τα Λαυρεωτικά αποτελούν ένα ουσιαστικό βήμα των κοινωνικών/εργατικών αγώνων στον ελλαδικό χώρο.

Κιλελέρ 1910


Ο Μ. Αντύπας και η εξέγερση των αγροτών του Θεσσαλικού
κάμπου
Άρρηκτα συνδεδεμένα με όσα έχουν αναφερθεί στην εισαγωγή
αυτής της μπροσούρας είναι και τα γεγονότα της αγροτικής εξέγερσης στο Κιλελέρ, στις 6 Μάρτη του 1910. Κομβικό σημείο για την εξέλιξη της εξέγερσης των κολίγων του θεσσαλικού κάμπου αποτέλεσε η δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα από εντεταλμένο επιστάτη ντόπιο τσιφλικά. Ο δολοφόνος μάλιστα πληρώθηκε τότε το ποσό των 12.000 δραχμών.

Η ιστορία του Μ. Αντύπα ξεκινά από την Κεφαλλονιά, όπου και
γεννήθηκε το 1872. Ως φοιτητής νομικών στην Αθήνα ξεκινά την κοινωνική του δράση. Το 1896 παίρνει μέρος στην επανάσταση της Κρήτης, όπου και τραυματίζεται βαριά. Επιστρέφει στην Αθήνα και παίρνει μέρος στο συλλαλητήριο της 14ης Σεπτέμβρη 1897, στο οποίο ως ομιλητής επιτέθηκε στο βασιλιά. Γι' αυτό το λόγο δικάζεται, καταδικάζεται και οδηγείται στις φυλακές της Αίγινας.

Το 1900 επιστρέφει στην Κεφαλλονιά, όπου και εκδίδει την
εφημερίδα "Ανάστασις". Το έντυπο διώκεται άμεσα από τις αρχές με αποτέλεσμα να ανασταλεί η έκδοσή της από το πρώτο φύλλο. Η εφημερίδα επανεκδίδεται το 1904 και παράλληλα ο Αντύπας ιδρύει την πολιτική ομάδα "Η ισότης". Το 1906, λίγο πριν φύγει για τη Θεσσαλία, βαφτίζει τα δύο κοριτσάκια δύο φίλων του. Και το όνομα αυτών; Το πρώτο το ονομάζει Αναρχία και το δεύτερο Επανάσταση. Οι γονείς των παιδιών, μετά από χρόνια, αλλάζουν βέβαια τα ονόματα των κοριτσιών σε Άννα και Ανάσταση αντίστοιχα.

Τον ίδιο χρόνο, αφήνει τη γενέτειρα του και πηγαίνει στη Θεσσαλία.
Εκεί αναλαμβάνει επιστάτης στα κτήματα του πλούσιου γεωπόνου Γεωργίου Σκιαδαρέση. Ο Αντύπας, μόλις φτάνει στη Θεσσαλία αρχίζει την προπαγανδιστική του δράση προς τους κολίγους. Πηγαίνει στα καφενεία των χωριών και δίνει λόγους ενάντια στην κυριακάτικη δουλειά, υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της εκπαίδευσης των παιδιών. Ταυτόχρονα πείθει τον Σκιαδαρέση να παραχωρήσει εκτάσεις για βοσκοτόπια και χτίσιμο σπιτιών στους κολίγους καθώς και να τους χαρίσει μέρος της σοδειάς.

Ήταν λογική συνέπεια η δράση του Μ. Αντύπα να ανησυχήσει τις
Αρχές και τους τσιφλικάδες. Ο Αντύπας αντί για επιστάτης είχε αναδειχθεί σε προπαγανδιστή του ξεσηκωμού των σκλάβων αγροτών και του αγροτισμού. Η νομαρχία και η αστυνομία, λοιπόν, του έκαναν συστάσεις να πάψει την προπαγάνδα. Ο ίδιος ένιωθε την απειλή των μεγαλοτσιφλικάδων και είχε προβλέψει σε λόγια του προς τους κολίγους τη δολοφονία του, η οποία και έγινε στις 9 Μάρτη του 1907. Λέγεται μάλιστα πως οι τελευταίες του λέξεις ήταν: "Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία".

Η δολοφονία του Μ. Αντύπα αποτέλεσε τον πυροκροτητή που οδήγησε σε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Στις 22 Μάη του 1909 ιδρύεται στην Καρδίτσα ο "Γεωργικός Πεδινός Σύλλογος" με στόχο την προώθηση της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών και στις 16 Σεπτέμβρη πραγματοποιείται στην κεντρική πλατεία συλλαλητήριο. Την 1η Νοέμβρη του '09 έρχεται και η σειρά του Πηλίου. Οι αγρότες των χωριών Μηλιές και Μεγάλου Δήμου κάνουν πορεία με μαύρες σημαίες στο Βόλο και ζητούν να καταργηθεί η δεκάτη του λαδιού. Όταν η δημοπρασία για να νοικιαστούν τα δέκατα πραγματοποιείται, οι χωρικοί εξαγριώνονται, μπαίνουν στο καφενείο που γίνεται η δημοπρασία και το διαλύουν.

Οι αγρότες συνεχίζουν να οργανώνονται και τα συλλαλητήρια
συνεχίζονται. Στις 11 Νοέμβρη '09 πραγματοποιείται το πρώτο πανεπαρχιακό αγροτικό συλλαλητήριο στην Καρδίτσα. Στις 29 Νοέμβρη στους Καμινάδες της Καρδίτσας γίνεται συγκέντρωση του γεωργικού συνδέσμου όπου και διακηρύσσεται πως μοναδικός στόχος του αγώνα είναι η απαλλοτρίωση.

Στις 20 Γενάρη του '10 γίνεται καινούργιο συλλαλητήριο στην
Καρδίτσα και στις 27 Γενάρη συγκροτείται στη Λάρισα γεωργικό συνέδριο με τη συμμετοχή και δημάρχων. Εντωμεταξύ συστήνεται και η Πανθεσσαλική Επιτροπή. τσι στις 7 Φλεβάρη γίνονται πανθεσσαλικά συλλαλητήρια στα Τρίκαλα, τη Λάρισα και το Βόλο καθώς και στο Βελεστίνο, τα Φάρσαλα και τη Καρδίτσα. Από τις 17 ως τις 23 Φλεβάρη η Πανθεσσαλική Επιτροπή βρίσκεται στην Αθήνα. Εκεί συνεδριάζει και συναντιέται με τον πρωθυπουργό Δραγούμη καθώς και με τον αρχηγό του στρατιωτικού συνδέσμου. Η κατηγορηματική άρνηση των κρατούντων φέρνει την Επιτροπή πίσω στη Θεσσαλία προκειμένου να προχωρήσει στην οργάνωση πανθεσσαλικών συλλαλητηρίων.

Από τις 26 Φλεβάρη τα ξημερώματα ομάδες ντόπιων χωρικών
αρχίζουν να συγκεντρώνονται από τα γύρω χωριά. Στις 27, στον κάμπο Καρδιάς-Τρικάλων μαζεύονται καβαλάρηδες οπλισμένοι, κρατώντας μαύρες και κόκκινες σημαίες ενώ κάποιοι αγρότες
πυροβολούν. Καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας οι αγρότες αυξάνονται ενώ οι αρχές παρακολουθούν μουδιασμένες.

Στη συνέχεια οι αγρότες αποφασίζουν να κινηθούν προς τις
σιδηροδρομικές γραμμές για να σταματήσουν το μεσημβρινό τραίνο για το Βόλο. Παρά τα ξύλα που έχουν ριχτεί στις γραμμές, ο μηχανοδηγός προσπαθεί να συνεχίσει την πορεία του κι έτσι οι αγρότες με πέτρες και πυροβολισμούς τον αναγκάζουν να σταματήσει. Μετά επιστρέφουν στην πλατεία όπου και εγκρίνουν ψήφισμα-τελεσίγραφο προς την κυβέρνηση.

Την ίδια μέρα πραγματοποιούνται και αλλού συλλαλητήρια. Στα
Τρίκαλα η συγκέντρωση είναι ήρεμη αλλά στους Σοφάδες οι αγρότες είναι οπλισμένοι και κρατούν μαύρες σημαίες. Στα Φάρσαλα επίσης πραγματοποιείται συλλαλητήριο και οι αγρότες κλείνουν τα μαγαζιά των ντόπιων εμπόρων.

Την 1η Μάρτη αγρότες από το χωριό Ορφανά, οπλισμένοι, σταματούν και πάλι το τραίνο πριν το σταθμό και δηλώνουν πως αν δε γίνει απαλλοτρίωση θα χαλάσουν τη γραμμή. Εν τω μεταξύ σε χωριά των Φαρσάλων οι κολίγοι βάζουν φωτιά στις αποθήκες των τσιφλικάδων.

Όλα αυτά φέρνουν και τις πρώτες αντιδράσεις από την πλευρά της
κυβέρνησης. Ενώ οι πρεσβευτές Γαλλίας, Ρωσίας και Αγγλίας κάνουν διαβήματα, γίνονται και οι πρώτες ανακρίσεις και συλλήψεις με την κατηγορία της στάσης. Μέσα σε αυτό το κλίμα αποφασίζεται καινούργιο αγροτικό συλλαλητήριο, στη Λάρισα για τις 6 Μάρτη. Το πρωί του συλλαλητηρίου οι αγρότες αρχίζουν να συγκεντρώνονται από τα γύρω χωριά στη Λάρισα. Στο Κιλελέρ, ένα από τα σημεία
συγκέντρωσης, κολίγοι συρρέουν για να πάρουν το τραίνο. Όταν το τραίνο έρχεται, οι αγρότες απαιτούν να ανέβουν χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο. Ο πρόεδρος των σιδηροδρόμων που ταξίδευε με το τραίνο ζητά από μονάδες του στρατού που επέβαιναν στην αμαξοστοιχία να
απωθήσει τους αγρότες. Οι στρατιώτες τους απωθούν με τους υποκόπανους και οι κολίγοι, εξαγριωμένοι, αρχίζουν να πετροβολούν το τραίνο ενώ γιουχάρουν τον πρόεδρο των σιδηροδρόμων.

Παρ' όλα αυτά, το τραίνο καταφέρνει να ξεκινήσει αλλά ένα
χιλιόμετρο πιο κάτω, 800 αγρότες το σταματούν και πάλι και απαιτούν και αυτοί να μεταφερθούν στη Λάρισα. Οι αγρότες είναι εξαγριωμένοι και αυτή τη φορά οι στρατιώτες δέχονται εντολή να πυροβολήσουν. Στο σημείο αυτό δύο αγρότες σκοτώνονται και άλλοι τραυματίζονται βαριά. Λίγο πιο κάτω στο σταθμό Τσουλάρ, το τραίνο ξανασυναντά εξαγριωμένους κολίγους. Το σκηνικό δεν αλλάζει. Οι αγρότες επιτίθενται και αυτοί με τη σειρά τους στο τραίνο, οι στρατιώτες ξαναπυροβολούν και άλλοι δύο αγρότες σκοτώνονται.

Τα νέα φτάνουν στη Λάρισα και οδηγούν στο ξέσπασμα συγκρούσεων. Οι αγρότες συγκρούονται με το ιππικό και ο στρατός ανοίγει και πάλι πυρ. Οι αγρότες μάχονται με το ιππικό ενώ συνεχώς και άλλοι συρρέουν από τα γύρω χωριά. Όταν πλέον οι εξεγερμένοι έχουν πολλαπλασιαστεί και κινούνται απειλητικά προς το κέντρο της πόλης, ο στρατός διατάζεται να ανοίξει εκ νέου πυρ. Σύντομα όμως ακυρώνεται η διαταγή μπροστά στον κίνδυνο να ξεφύγει η κατάσταση από κάθε έλεγχο. Το συλλαλητήριο επιτρέπεται προκειμένου να
εκτονωθεί η κατάσταση.

Μετά από αυτά τα γεγονότα, τα συλλαλητήρια χαρακτηρίζονται "έκνομες ενέργειες στρεφόμενες κατά του καθεστώτος". 60-70 άτομα συλλαμβάνονται και παραπέμπονται σε δίκη τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Μπροστά όμως στην γενικότερη κατακραυγή όλοι οι συλληφθέντες αθωώνονται.

Η εξέγερση των αγροτών στο θεσσαλικό κάμπο για τη συγκεκριμένη
στιγμή είχε λήξει. Αν και δεν κατάφερε να κερδίσει την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, έθεσε όμως εκ νέου το αγροτικό
ζήτημα που, τότε, στον ελλαδικό χώρο ήταν έντονο και ανάγκασε τις επόμενες κυβερνήσεις να πάρουν νομοθετικά μέτρα υπέρ των κολίγων.

Σέριφος 1916

"Δεξί μου χέρι άρχισε / περίλαβε την πέννα / να γράψεις με
παράπονο / όλα τα περασμένα / να γράψεις και την τύχη μας / όλη την ιστορία / για πως την περνούσαμε μέσα στα μεταλλεία"
"Γερομεταλλωρύχος -πενήντα χρόνια στα έγκατα της γης"

Η Σέριφος από την αρχαιότητα φημίζονταν για την άγονη γη και για
το πλούσιο σε διάφορα ορυκτά υπέδαφος της. Στο πέρασμα των αιώνων η μεταλλευτική δραστηριότητα στο νησί φαίνεται να είναι αδιάκοπη, τόσο στους Ρωμαϊκούς χρόνους όσο και κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας το Μεσαίωνα...

Η σύγχρονη-καπιταλιστική ιστορία των μεταλλείων της Σερίφου
ξεκινά προς τα τέλη του 19ου αιώνα όπου αρχίζει και η συστηματική εξόρυξη μεταλλεύματος από εταιρίες στις οποίες παραχωρείται το αποκλειστικό δικαίωμα από το κράτος. τσι, σε αντίθεση με άλλα νησιά των Κυκλάδων όπου κύρια πηγή ζωής και απασχόλησης είναι η θάλασσα στη Σέριφο το ρόλο αυτό παίζουν τα ανήλιαγα μεταλλοφόρα λαγούμια της. Την περίοδο 1880-1910 παρατηρείται έντονη εσωτερική μετανάστευση, αστυφιλία και προλεταριοποίηση. Ο πληθυσμός διπλασιάζεται εξαιτίας της εισροής εργατών-μεταλλωρύχων από άλλα γειτονικά μέρη.

Το 1880 είναι επίσης και η χρονιά που τα μεταλλεία με την
βοήθεια της Οθωμανικής Τράπεζας περιήλθαν στη γαλλική μεταλλευτική εταιρία του Λαυρίου. Η νέα εταιρία ονομάστηκε "Σέριφος - Σπηλιαζέζα" και δεν αργεί να συνδέσει το όνομα της με την καταδυνάστευση των μεταλλωρύχων και με το ξέσπασμα των πρώτων εργατικών ταραχών...

Πέντε χρόνια αργότερα, το 1885, με την εργολαβική εκχώρηση της εκμετάλλευσης των σιδηρομεταλλευμάτων στον γερμανό τυχοδιώκτη - μεταλλειολόγο Αιμίλιο Γρώμαν (Emile Grohmann) ξεκινά και η "αυτοκρατορία" των Γρώμαν στην Σέριφο.

Ο Γρώμαν, με αποικιοκρατικό πνεύμα και χρησιμοποιώντας διάφορα
τεχνάσματα, επιδιώκει και καταφέρνει να γίνει Κύριος του νησιού. Πειθαναγκάζει τους ιδιοκτήτες των μικρών κλήρων να του εκχωρούν τη γη τους. Υπόσχεται απόδοση μερίσματος και τους εξαναγκάζει να δουλεύουν στην εξόρυξη με ισχνό έως ανύπαρκτο μεροκάματο. Σαν "ευεργέτης" ιδρύει ένα δημοτικό σχολείο και ένα υποτυπώδες νοσοκομείο, κοντά στα μεταλλεία όπου σε τρώγλες και σπηλιές στοιβάζονται οι μεταλλωρύχοι. Και σαν "αφεντικό", για την συντήρηση των ιδρυμάτων αυτών, δημιουργεί το υποτιθέμενο "ταμείο αλληλοβοήθειας" υποχρεώνοντας τους ήδη κακοπληρωμένους εργάτες του σε περικοπές και κρατήσεις.

Με τον θάνατο του πατέρα Γρώμαν το 1909 και την ανάληψη του γενικού προστάγματος από τον υιό Γεώργιο η κατάσταση επιδεινώνεται ολοένα. Ο Γεώργιος Γρώμαν, σε αγαστή πάντα συνεργασία με το ελληνικό κράτος, οργανώνει στα μέτρα των συμφερόντων του την πολιτική εξουσία και την κοινωνική ζωή της Σερίφου, ενώ στήνει και το προσωπικό του "σώμα πραιτοριανών": επιστατών, χαφιέδων και "μαγκουροφόρων". Και παράλληλα, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, συγκεντρώνει και έναν κύκλο λόγιων αυλικών γύρω του. Με αποκλειστικό σκοπό να σκιαγραφούν την εικόνα του "εργοδότη - πατερούλη", που νοιάζεται και φροντίζει τους "εργάτες - παιδιά του". νας τέτοιος, ο Εμμανουήλ Ανδρόνικος διευθυντής της "Γρωμαννείου Σχολής", για να εξυμνήσει τους "μεγάλους ευεργέτες" γράφει: "Ολοι -οι εργάτες- ζουν με ζηλευτή αρμονία και άνεση, διότι βρίσκονται κάτω από την προστασία και βρίσκουν θαλπωρή και καταφύγιο, στο παρελθόν μεν από τον αείμνηστο πατέρα, σήμερα δε από τον πολυαγαπημένο του γιο, όπως ακριβώς ένα μεγάλο και ψηλό δέντρο που φυτρώνει στη μέση της ερήμου"... Όλοι αυτοί οι πραιτοριανοί συντηρούνται από το
εργοδοτικό "ταμείο αλληλοβοήθειας".

Ενώ τα μεταλλεία είναι η καρδιά του νησιού, οι συνθήκες εργασίας και υγιεινής παραμένουν άθλιες. Τα μέτρα ασφαλείας (ακόμα και τα υποστυλώματα σε πολλές περιπτώσεις) ανύπαρκτα ενώ κατά περιόδους οι εργάτες φτάνουν να δουλεύουν έως και 20 ώρες μέσα στις στοές. Και όπως είναι φυσικό επόμενο τα εργατικά ατυχήματα αποτελούν καθημερινό φαινόμενο. Σε μια μεγάλη στοά μήκους 3 χλμ. που ενώνει τους δύο βασικούς τόπους εξόρυξης, το Μέγα Λειβάδι και τον Κουταλά, φημολογείται ότι έχουν βρει το θάνατο περισσότεροι από 3.000 εργάτες...

Γεγονός πάντως παραμένει ότι μέσα σε δύο μόνο χρόνια, ανάμεσα
στα 1914-1916, εξήντα εργάτες χάνουν την ζωή τους από "ατυχήματα" στον χώρο των μεταλλείων ενώ δεκάδες άλλοι τραυματίζονται ή μένουν ανάπηροι. Χαρακτηριστικό επίσης της χαώδους κατάστασης που επικρατεί είναι πως ούτε καν τα ονόματα των νεκρών δεν καταγράφονται ποτέ...

..."Εις το βασίλειον Σερίφου, αι ώραι εργασίας είναι κανονισμέναι
από της Ανατολής μέχρι της δύσεως ηλίου, με διακοπή μιας ώρας κατά τους χειμερινούς μήνας, και 2 έως 2 1/2 κατά τους θερινούς, ήτοι 9 - 12"..

Μεταξύ των "δουλοπάροικων" φαίνεται πως υπάρχει αναβρασμός
αλλά και συναίσθηση της κοινής τους μοίρας. Και καθώς τα πράγματα σκληραίνουν ολοένα οι πιο ριζοσπάστες από αυτούς αποφασίζουν να οργανωθούν.

Ορίζουν προσωρινή επιτροπή για τη σύσταση σωματείου και έρχονται σε επαφή με τον αναρχοσυνδικαλιστή Κωνσταντίνο Σπέρα αναθέτοντας του τη σύνταξη του καταστατικού. Ο Σπέρας γνωστός αγωνιστής της εποχής, διατηρεί οικογενειακούς και συντροφικούς δεσμούς με το νησί, γνωρίζει από πρώτο χέρι την συνθήκη φεουδαρχίας που επικρατεί και δέχεται πρόθυμα να συνδράμει.

Μετά τις απαραίτητες ζυμώσεις και διεργασίες "την αμέσως
επόμενην Κυριακήν (24 Ιουλίου 1916) αφού η εκκλεγείσα επιτροπή επεράτωσε τας εργασίας της, δια την ίδρυσιν του σωματείου, συνεκάλεσε τους εργάτας εις Γενικήν Συνέλευσιν εις την αίθουσαν της Δημαρχίας, προς τους οποίους υπέβαλε το επεξεργασθέν καταστατικόν το οποίον και παμψηφεί απεδέχθει η συνέλευσις".

Στη συνέλευση συμμετέχουν 460 μεταλλωρύχοι και μεταξύ των
άλλων σαν καταστατικοί σκοποί του Σωματείου που εγκρίνουν αναφέρονται:
- Η αδελφική συνένωσις και η αλληλεγγύη των Εργατών Μεταλλευτών Σερίφου (...).
- Η επιδίωξις της ελαττώσεως των ωρών εργασίας και της αυξήσεως του ημερομισθίου (...).
- Η αλληλεγγύη με τους οργανωμένους εργάτας όλης της Ελλάδος και όλου του κόσμου, δια την άμυναν υπέρ των εργατικών δικαίων και την καταπολέμισιν της εκμεταλλεύσεως από το κεφάλαιον, με τελικόν σκοπόν να δημοσιοποιηθούν τα μέσα παραγωγής να γίνουν τα εκ της εργασίας αγαθά αποκλειστική απόλαυση των παραγωγών και να παύση η εκμετάλλευσις του ανθρώπου από τον όμοιόν του (...).

"Ακολούθως η συνέλευσις εξουσιοδότησε την προσωρινήν
επιτροπήν όπως μεταβή εις τον διευθύνοντα τας εργασίας και υποβάλη (...) τα αιτήματα των εργατών...".

Όπως είναι φανερό το σωματείο ενεργοποιείται άμεσα διεκδικώντας καταρχήν την "εξασφάλισιν της ζωής των εργατών" μέσω μέτρων ασφαλείας στις στοές, σταθερή σχέση εργασίας όλων ανεξαρτήτως των εργατών και "8ωρον εις τας υπογείους εργασίας και 10ωρον εις την επιφάνειαν...".

Η εργοδοσία αδιαφορεί για τα εργατικά αιτήματα αλλά όχι και για την οργάνωση των εργατών της. Επιδιώκει και κερδίζει χρόνο παραπέμποντας τους στα αρμόδια υπουργεία ενώ παράλληλα επιχειρεί την διάσπαση τους μέσω τραμπουκισμών, συκοφαντιών και εξαγοράς τους. Μάταια όμως αφού οι εργοδοτικές τακτικές όχι μόνο δεν κάμπτουν τους μεταλλωρύχους αλλά τους συσπειρώνουν και τους εξεγείρουν εναντίον της εταιρίας.

Έτσι έναν μόλις μήνα μετά την ίδρυση του σωματείου και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1916 στο Μεγάλο Λειβάδι κηρύσσεται απεργία. Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε αδιέξοδο, το νησί παραλύει και εκτός από πραιτοριανούς και μαγκουροφόρους οι Σεριφιώτες συμπαραστέκονται ενεργά στους απεργούς.

Η κατάσταση οξύνεται όταν εμφανίζεται στο λιμάνι το ανδριώτικο πλοίο "Μανούσι", για να παραλάβει σιδηρομετάλλευμα για τη Γερμανία. Οι απεργοί, με τις οικογένειες τους και χίλιους περίπου ντόπιους, καταλαμβάνουν το λιμάνι και στα ήδη υπάρχοντα αιτήματα τους προσθέτουν και αύξηση στο μεροκάματο εκφόρτωσης. Το πλοίο καθηλώνεται στο Μεγάλο Λειβάδι επί είκοσι μέρες.

Και ενώ μέχρι τότε δεν έχει ανοίξει ρουθούνι, η εργοδότρια εταιρία εμμένει στην αδιαλλαξία της και στήνει τις μηχανορραφίες της καταγγέλλοντας σαν "στάση απέναντι στο καθεστώς" τις κινητοποιήσεις με σκοπό την στυγνή καταστολή τους. Στις 7 Σεπτεμβρίου και μετά τις προβοκατόρικες καταγγελίες του Γρώμαν, αποβιβάζεται, από το πολεμικό του ελληνικού στόλου "Αυλίς", δύναμη χωροφυλακής με επικεφαλή τον υπομοίραρχο Χρυσάνθου.

'Ενας 80χρονος μεταλλωρύχος από τη Σέριφο, εν έτη 1984,
αφηγείται:
"Ήλθε το φορτηγόν να φορώσει μεταλλείον για το εξωτερικό. Εμείς αμέσως φρουρήσαμε το μεταλλείο και ζητάμε να μας δώσει 30 λεπτά κατά βαγόνι, ενώ μας έδινε 15 λεπτά. Και οκτάωρον εργασία.

Ο εργοδότης αντί να έλθει εις κατανόηση με το σωματείον, πήγε εν συναινέσει με την κυβέρνηση και έστειλε εδώ ένα μοίραρχο με 23 χωροφύλακες, για να μας διαλύσουν.

Βγήκε λοιπόν ο μοίραρχος Κυριακή πρωί, στο Λειβάδι, στην αποβάθρα, με γυμνό σπαθί στον ώμο. Τροχάδην προχωρεί για το Μέγα Λειβάδι βαδίζοντας, εφοβέριζε ότι θ' έδενε τους ξυπόλητους Σεριφιώτες να πάει να τους μπαρκάρει...

Πήγε στα γραφεία της επιχειρήσεως, εκεί τον κατατόπισε το σκυλολόι του Γρώμαν και εκάλεσε τον πρόεδρο του σωματείου με το συμβούλιο του και τους έκλεισε στον σταθμό. Άφησε εκεί φύλακα έναν ανθυπομοίραρχο να τους φυλάει και λέει στο συμβούλιο: "Πάω να διαλύσω αυτούς εκεί πέρα και μετά θα με πάρετε καβάλα να με πάτε στην χώρα"...

Πήγε, παρέταξε τους άνδρες του πλησίον της αποβάθρας εφ' ενός
ζυγού, αφού πρώτα τους διέταξε και εγέμισαν σφαίρες τα όπλα τους. Τότε μας λέει: "Γιατί με πλησιάσατε;" του είπαμε εμείς σε πλησιάσαμε να ακούσουμε τι θα μας ειπείς. Αυτός με μεγάλη κακία μας απάντησε:

"Να φύγετε μακριά κι εγώ θα φωνάξω δυνατά για να ακούτε". Εμείς
από εδώ δεν φεύγουμε -του λέμε- διότι φρουρούμε την περιουσία μας. Εμείς το εξορύξαμε, εμείς θα το φορτώσουμε. Αυτός μας απαντάει: "Εγώ έχω εντολή να σας πυροβολήσω, αν δεν φύγετε"...

"Σας αφήνω 5 λεπτά διορία να πιστοχωρήσετε" και έβαλε το ρολόι στο τσεπάκι και εν τω άμα ετράβηξε το πιστόλι και εσκότωσε τον Θεμιστοκλή Κουζούπη, νεόνυμφο. Αμέσως πήρε την πρώτη ξυλιά, έχασε το πιστόλι, τότε τράβηξε την λόγχη και εκτύπησε τον Ανδρέα Γαλανό εις το πόδι. Δεν πρόλαβε μετά να κάνει τίποτα, μέχρι που τον άρπαξαν οι γυναίκες και τον έριξαν εις την θάλασσα όπως και τον Τριανταφύλλου, αστυνόμο της χώρας, εσκοτώθει μέσα στην θάλασσα από τις πέτρες που έτρωγε στο κεφάλι από τις γυναίκες. Ένας χωροφύλακας, έπαθε τα ίδια, που εσκότωσε τον Μιχαήλ Ζωίδη. Του Μιχαήλ Μητροφάνη του ήρθε αδέσποτη από τα γραφεία της επιχιρήσεως και του Ν. Πρωτοπαππά κάτωθεν του Αγίου Νικολάου και αυτή από τα γραφεία. Τότε γυρίζοντας οι εργάτες ζώνουν τα γραφεία για να καταστρέψουν το μικρόβιον που ήτο εκεί μέσα. Βλέποντας τον κίνδυνο ο παπάς, Ιωάννης Ρώτας, της περιφέρειας, έτρεξε στον σταθμό και λέγει στον ανθυπομοίραρχο: "Βγάλε τον πρόεδρο έξω με το συμβούλιο διότι θα ανατινάξουν τις αποθήκες οι απεργοί και θα καούν όλοι".

'Ετσι έβγαλε τον Κωνσταντίνο Σπέρα με το συμβούλιο και ειρήνευσε
την κατάσταση. Ενώ έπρεπε να καεί το μικρόβιον που υπήρχε εκεί μέσα. Γιατί ο κάθε επιχειρηματίας που έρχεται βρίσκει εκεί το μικρόβιον και με αυτό βαδίζει..."

"Υπάρχει πραγματική αλήθεια αλλά όταν ειπεί αυτός ο ανάξιος
-επιχειρηματίας- ένα ψέμα εισακούγεται αυτός..."

Οι άγριες συμπλοκές κράτησαν ώρες και η εξέγερση απλώθηκε σε
ολόκληρο το νησί, καταλαμβάνοντας όλα τα διοικητικά κτήρια (δημαρχείο, αστυνομικό σταθμό, τηλεγραφείο, γραφεία της εταιρίας) και καταλύοντας κάθε μορφή εξουσίας. Πρώτο μέλημα των εξεγερμένων εργατών ήταν να περιθάλψουν τους τραυματίες και να οργανώσουν την άμυνα τους. Για δεκαπέντε μέρες όλα ρυθμίζονται από τις εκλεγμένες επιτροπές.

Από την πλευρά των εξεγερμένων καταγράφονται πέντε συνολικά
νεκροί και 38 τραυματίες. Τέσσερις νεκροί αστυνομικοί από την πλευρά της εξουσίας ενώ στους τραυματίες λογίζεται ολόκληρο το απόσπασμα που συμμετείχε στην αποτυχημένη απόπειρα καταστολής.

Μπροστά στον φόβο των αντιποίνων οι απεργοί ζητούν
βοήθεια από γαλλικό πολεμικό πλοίο που περιπολεί στην περιοχή. Η εμφάνιση γαλλικής σημαίας στην κατειλημμένη προβλήτα και η ανάμιξη των γάλλων στρατιωτικών στην περίθαλψη των θυμάτων και στην εκτόνωση της κρίσης θα χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως από τους εχθρούς της ελευθερίας. να γεγονός που θα χρησιμοποιηθεί ενάντια κυρίως στον οργανωτή και πρόεδρο του σωματείου μεταλλωρύχων Κ. Σπέρα, τόσο από την πλευρά του κράτους όσο και από το (πρώιμο τότε) Κ.Κ.Ε.

Η ελληνική κυβέρνηση θα στείλει στρατό και θα καταπνίξει την "κομμούνα της Σερίφου". Μέλη του σωματείου θα θεωρηθούν υπεύθυνα, θα φυλακιστούν και θα δικαστούν στη Σύρο. Οι Σεριφιώτες εργάτες θα κερδίσουν άμεσα τον έλεγχο του ταμείου αλληλεγγύης και έμμεσα το 8ωρο -νομοθετήθηκε το 1920 και τέθηκε σε εφαρμογή στα μεταλλεία πέντε χρόνια αργότερα. Και θα διατηρήσουν ζωντανές στη μνήμη τους και τις ντόπιες παραδώσεις την εξέγερση και τις δεκαπέντε μέρες απόλυτης ελευθερίας τους...

Στον Κωνσταντίνο Σπέρα θα απαγγελθούν πολλές κατηγορίες όπως:
εσχάτη προδοσία, επανάσταση κατά του καθεστώτος, κατάλυση των βασιλικών αρχών, πρόσκληση ξένων δυνάμεων επί ελληνικού εδάφους κ.α. Η φυλάκιση του θα δυναμώσει την πίστη του στα δίκαια του εργατικού κινήματος, με την ιστορία του οποίου θα συνδέσει άρρηκτα το όνομα του.

Σε όλη τη διάρκεια της ζωής και της δράσης του θα φυλακιστεί
και θα εκτοπιστεί 109 φορές. Θα παραμείνει σταθερός στην αρχή του αυτόνομου και ακηδεμόνευτου -από τα πολιτικά κόμματα- συνδικαλισμού και θα συγκρουστεί ουκ ολίγες φορές με σοσιαλιστές και κομμουνιστές ηγέτες. Θα αγωνιστεί με όλες του τις δυνάμεις για την χειραφέτηση της εργατικής τάξης, για μια κοινωνία χωρίς δούλους και αφεντικά. Εκπροσώπησε τον συμβουλιακό κομμουνισμό και γι' αυτό πολεμήθηκε και κατασυκοφαντήθηκε, τόσο από το δεξιό όσο και το αριστερό στρατόπεδο εξουσίας. Και γι' αυτό και δολοφονήθηκε εν τέλει από την ΟΠΛΑ, τον Σεπτέμβρη του 1943, όπως και τόσοι άλλοι λαϊκοί αγωνιστές, στο όνομα της μίας και μοναδικής ορθόδοξης γραμμής για την μετάβαση στην αταξική κοινωνία.

Τα μεταλλεία φυτοζωούν μέχρι το 1934, οπότε, λόγω ανάκαμψης
της παγκόσμιας αγοράς, αρχίζει και πάλι η εντατική εκμετάλλευση με διευθυντή τον γιο του Γρώμαν, Γεώργιο. Κύριος προορισμός των μεταλλευμάτων ήταν η Γερμανική πολεμική βιομηχανία. Τα μεταλλεία παραμένουν ενεργά κατά την διάρκεια της Κατοχής. Με το τέλος της οποίας ο Γεώργιος Γρώμαν εγκαταλείπει την Ελλάδα ως δωσίλογος και αργότερα σαν πρώην ταγματάρχης των ES-ES καταδικάζεται για εγκλήματα πολέμου. Τα μεταλλεία κλείνουν οριστικά το καλοκαίρι του 1963.

Τραγική ειρωνεία στην αιματοβαμμένη αυτή ιστορία αποτελεί το γεγονός ότι τη δεκαετία του '80, μέσω ΚΥΠατζίδικων διαύλων, εμφανίζονται δήθεν κληρονόμοι-διεκδικητές της πάλαι ποτέ ιδιοκτήτριας μεταλλευτικής εταιρίας. Η υπόθεση αυτή εξοργίζει τους Σερίφιους και την μπλοκάρουν προσωρινά δικαστικώς.

Τραγική ειρωνεία αποτελεί και η εμμονή του Κομμουνιστικού
Κόμματος στην διαστρέβλωση του έργου του Κ. Σπέρα. Σε σχετικό αφιέρωμα στον Ριζοσπάστη της Κυριακής 31/8/03 διαβάζουμε ότι "η στάση του, στην απεργία που ακολούθησε, ήταν αρκετά συμβιβαστική, αλλά και ύποπτη για εξυπηρέτηση σκοπών αλλότριων από εκείνους της εργατικής τάξης... Με την επίκληση της προστασίας των δυνάμεων της Αντάντ, ο Σπέρας, που καθοδήγησε την εξέγερση, προσπάθησε, πρακτικά, να θέσει το εργατικό κίνημα του νησιού, στο πλευρό, αν όχι στην υπηρεσία, του ενός από τους δύο ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς που έσερναν τους λαούς στο σφαγείο του Α` Παγκοσμίου Πολέμου, της μιας από τις δύο αντιμαχόμενες μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης..."

Καλαμάτα 1934

Ένα περιστατικό που έρχεται να προστεθεί στα ταραγμένα χρόνια
του μεσοπολέμου είναι και η εξέγερση των εργατών στο λιμάνι της Καλαμάτας το Μάη του '34. Στην Καλαμάτα γινόταν εμπόριο αλευριού και στο λιμάνι της λειτουργούσαν οι αλευρόμυλοι "Ευαγγελίστρια". Τα πλοία έφερναν αλεύρι στην Καλαμάτα και πολλοί εργάτες επιβίωναν βγάζοντας μεροκάματο από το κουβάλημα των σακιών με το αλεύρι στους αλευρόμυλους από τα αμπάρια των πλοίων.

Ακόμα όμως και τότε, στα πρώιμα χρόνια του καπιταλισμού στον
ελλαδικό χώρο, η τεχνολογική ανάπτυξη έφερνε αναδιαρθρώσεις και προκαλούσε οξύνσεις. τσι, οι ιδιοκτήτες των μύλων αποφάσισαν να προχωρήσουν στην αγορά ενός καινούργιου μηχανήματος το οποίο θα λειτουργούσε σαν ρουφήχτρα και θα μετέφερε το αλεύρι απευθείας
από τα αμπάρια στον αλευρόμυλο.

Ήταν σαφές πως αυτό θα είχε σαν συνέπεια την αχρήστευση των
εργατών και θα οδηγούσε σε αντιδράσεις εκ μέρους τους. Οι κρατούντες, προσπαθώντας να τις προλάβουν, υποσχέθηκαν επίδομα 6 δραχμών σε κάθε εργάτη για κάθε τόνο αλευριού που θα μετέφερε το μηχάνημα. Φαίνεται όμως πως το ποσό αυτό δεν ήταν αρκετό για να κατευνάσει τους εργάτες.

Τα εγκαίνια του καινούργιου μηχανήματος αποφασίζονται για τις 9
Μάη του '34. Τρεις μέρες πριν, στις 6 Μάη, πραγματοποιείται σύσκεψη των αρχών στη νομαρχία και αποφασίζεται η φρούρηση της εγκατάστασης από στρατό και χωροφυλακή. Στις 7 Μάη οι εργάτες αποφασίζουν να προχωρήσουν σε γενική απεργία την επόμενη μέρα, ενώ τα καταστήματα αποφασίζουν να παραμείνουν και αυτά κλειστά. Την ίδια ώρα, η γενική συνέλευση απορρίπτει το επίδομα των 6 δραχμών.

Στις 8 Μάη η γενική απεργία πραγματοποιείται εν μέσω περιπολιών
του στρατού και της χωροφυλακής. Το απόγευμα στο λιμάνι καταφθάνει πλοίο για να ξεφορτώσει αλεύρι. Οι απεργοί με τις οικογένειές τους μαζεύονται για να αποδοκιμάσουν τον κατάπλου. Οι προσπάθειά τους να σπάσουν τον κλοιό των αστυνομικών δεν πετυχαίνει και η μέρα τελειώνει χωρίς εκτεταμένες συγκρούσεις. Την επόμενη μέρα, από τα ξημερώματα, το σκηνικό είναι το ίδιο. Απεργοί συγκεντρώνονται και πάλι στο λιμάνι για να αποτρέψουν τη φορτοεκφόρτωση του πλοίου. Η ρουφήχτρα ξεκινά να λειτουργεί και οι απεργοί προσπαθούν επανειλλημένα να σπάσουν τον κλοιό ενώ ο στρατός τους απωθεί χτυπώντας τους με τους υποκόπανους των όπλων.

Την ίδια ώρα, μια βάρκα που σέρνει μια φορτηγίδα με 50 εργάτες
προσπαθεί να προσεγγίσει το πλοίο. Η συντονισμένη από ξηρά και θάλασσα προσπάθεια των απεργών να προσεγγίσουν, αναγκάζει τον επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων να διατάξει πυρ. Ο απολογισμός των πυροβολισμών φτάνει τους πέντε νεκρούς, δύο στη φορτηγίδα και τρεις στην προκυμαία.

Οι διαδηλωτές παίρνουν τα σώματα των νεκρών στα χέρια τους και κατευθύνονται προς την πόλη, αγανακτισμένοι. Στο πέρασμά τους διαλύουν το κτίριο της τράπεζας Αθηνών και το σπίτι του ενός ιδιοκτήτη των μύλων. Άλλη ομάδα εξεγερμένων επιτίθεται εκ νέου με πέτρες και ξύλα σε μονάδα του στρατού. Οι στρατιώτες ξαναπυροβολούν και άλλοι τρεις εργάτες πέφτουν νεκροί. Αυτή τη φορά μάλιστα η περισυλλογή των νεκρών θα απαγορευτεί για ώρες προς παραδειγματισμό. Η συγκέντρωση θα διαλυθεί μετά από συνεχείς επιθέσεις της χωροφυλακής η οποία θα καταφέρει να διασπάσει το πλήθος. Αργότερα οι αρχές διατάζουν την αποχώρηση του πλοίου και την απομάκρυνση της ρουφήχτρας για να ηρεμήσει η κατάσταση.

Την επόμενη μέρα, οι νεκροί κηδεύονται και πάλι εν μέσω οργής ενώ
τα σωματεία έχουν κηρύξει γενική απεργία. Την ίδια ώρα ο δικηγορικός σύλλογος μοιράζει προκηρύξεις με τις οποίες υποδεικνύει ως υπεύθυνες των ταραχών τις στρατιωτικές αρχές. Στις 11 του μήνα, προς εκτόνωση της κατάστασης, απομακρύνονται από τις θέσεις τους ο νομάρχης, ο τοπικός διοικητής του στρατού, της χωροφυλακής και ο λιμενάρχης. Ωστόσο, πολλοί εργάτες συλλαμβάνονται ως πρωταίτιοι των ταραχών και τέσσερις από αυτούς καταδικάζονται σε φυλάκιση και εξορία στον Άη-Στράτη.

Σαν κατακλείδα αξίζει να σημειωθεί πως τα γεγονότα της
Καλαμάτας έγιναν γνωστά σε όλη την Ελλάδα. Ωστόσο οι μόνες μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις σε ένδειξη αλληλεγγύης προκηρύχθηκαν στη Θεσσαλονίκη από τα σωματεία της πόλης, εκεί που δύο χρόνια μετά θα πραγματοποιηθεί η μεγάλη εξέγερση των καπνεργατών.

Θεσσαλονίκη 1936

Το 1936 εντάσσεται σε μια περίοδο πολιτικής και κοινωνικής
κρίσης και αναταραχής. Έχει προηγηθεί το πραξικόπημα του Κονδύλη και η επαναφορά του Γ. Γλύξμπουργκ στο θρόνο μετά από ένα καταγέλαστο δημοψήφισμα που δίνει 105% (!) υπέρ της μοναρχίας. Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης που έχει προηγηθεί είναι εμφανείς στα κατώτερα στρώματα των πόλεων και της υπαίθρου. Ανέχεια, κλείσιμο χιλιάδων μικροβιοτεχνιών, ανεργία, αγροτικές αναταραχές... Όλα αυτά σε συνάρτηση με τη διεθνή ανασφάλεια που γεννούσε διεθνώς η άνοδος του φασισμού και τα προανακρούσματα του νέου πολέμου.

Οι εκλογές του Γενάρη του 1936 βάθυναν περισσότερο την
πολιτική κρίση δεδομένου ότι κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν εξασφάλισε αυτοδύναμη πλειοψηφία. Ως ρυθμιστές της κατάστασης εμφανίστηκαν οι 15 βουλευτές του “Παλλαϊκού Μετώπου” το οποίο αποτελείται αποκλειστικά από κομμουνιστές. Στο πλαίσιο της λαϊκομετωπικής πολιτικής του ΚΚΕ υπογράφηκε το περίφημο “Συμφωνητικό” μεταξύ του εκπροσώπου της Αριστεράς Σκλάβαινα και του ηγέτη των Φιλελευθέρων Σοφούλη. Το “Σύμφωνο Σοφούλη- Σκλάβαινα” δεσμεύει την κοινοβουλευτική ομάδα της Αριστεράς να στηρίξει με ψήφο ανοχής τους Φιλελεύθερους στην εκλογή προέδρου της δημοκρατίας και στον ενδεχόμενο σχηματισμό κυβέρνησης. Απ’ τη μεριά τους οι Φιλελεύθεροι υποχρεώνονται να πάρουν άμεσα “φιλολαϊκά” μέτρα, να καταργήσουν το Βενιζελικό ιδιώνυμο και να αμνηστεύσουν τους πολιτικούς κρατούμενους. Το κόμμα των Φιλελευθέρων αθέτησε τελικά τη συμφωνία στηρίζοντας κυβέρνηση υπό τον μοναρχικό στρατηγό Ι. Μεταξά.

Αυτές οι εξελίξεις συντελούνται στο φόντο ένος κύματος
κινητοποιήσεων. Απεργίες με επίκεντρο τη Β. Ελλάδα, κινήσεις Παλαιών Πολεμιστών και φυματικών εργατών/τριών, πανεργατικές απεργίες στη Χίο, το Βόλο, τις Σέρρες, την Ξάνθη, την Καλαμάτα, συνήθως ως εκδηλώσεις αλληλεγγύης σε αγωνιζόμενους κλάδους. Στη Μυτιλήνη οι στρατιώτες αρνούνται να ανοίξουν πυρ εναντίον διαδήλωσης 2.500 ανέργων, στην Αλεξανδρούπολη απεργούν οι πάντες διαμαρτυρόμενοι για την εγκατάλειψη της Θράκης....

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα που ξέφευγε πλέον από τα απλά συντεχνιακά
αιτήματα και απαιτούσε αλλαγή των συνθηκών εν γένει ξέσπασε η εξέγερση της Θεσσαλονίκης τον Μάϊο του 1936.

Ο καπνεργατικός κλάδος της πόλης βρισκόταν σε αναταραχή από τα
τέλη Μαρτίου λόγω της οξύτητας των προβλημάτων που αντιμετώπιζε. Ενώ η “Σύμβαση Παπαναστασίου” του 1924 όριζε ως μεροκάματο τις 8 χρυσές δραχμές, απ’ το 1931 έπεφτε κατακόρυφα. Το 1936 οι καπνεργάτες έπαιρναν 40-50 δραχμές αντί των 140-150 που τους αντιστοιχούσε.

Εξαιτίας της ανεργίας πολλοί εργάτες και κυρίως εργάτριες δούλευαν ακόμα και χωρίς μισθό αποκλειστικά για τα ένσημα του Ταμείου Ασφάλισης καθώς ο κλάδος μαστιζόταν από τη φυματίωση.

Η σοβαρότητα της κατάστασης ανάγκασε τις δύο ομοσπονδίες που
υπήρχαν τότε να ενωθούν στο συνέδριο του Απριλίου που προηγήθηκε της εξέγερσης και το οποίο κατέληξε στη διεξαγωγή απεργιακών κινητοποιήσεων.

Η απόρριψη των αιτημάτων από τους εργοδότες οδήγησε στην απεργία της 29ης Απριλίου. Το ξεκίνημα έγινε στην Θεσσαλονίκη με τη συμμετοχή του συνόλου των 12000 εργατών (οι 7000 ήταν γυναίκες), τον Βόλο και τις Σέρρες. Παραμονή της πρωτομαγιάς επεκτείνεται σ’ όλη τη Βόρεια Ελλάδα και στη συνέχεια σ’ όλη τη χώρα.

Όλες οι πόλεις στις οποίες υπήρχε σωματείο καπνεργατών
μετατράπηκαν σε πεδία μάχης. Ο διοικητής Μακεδονίας Πάλλης στις 3 Μαϊου δήλωνε: “έχω την δύναμιν του στρατού και της χωροφυλακής και θα σας τσακίσω”.

Επίκεντρο των γεγονότων παραμένει η Θεσσαλονίκη όπου οι συγκρούσεις είναι καθημερινές. Σε απεργία κατεβαίνουν και άλλοι κλάδοι όπως οι τσαγκαράδες και οι κλωστοϋφαντουργοί/ίνες ενώ η αστυνομική βία κορυφώνεται στις 8 Μάη. Αποτέλεσμα, 70 τραυματίες και 100 συλλήψεις. Μετά απ’ αυτό η απεργία εξελίσεται σε πανεργατική και κλείνουν όλα τα μικρομάγαζα και εργαστήρια της πόλης. Τις ίδιες μέρες εξελίσεται απεργία στην Καβάλα με τη συμμετοχή των πάντων. Την καθοδήγηση της κινητοποίησης στην Θεσσαλονική είχε αναλάβει η Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή με τη συμμετοχή συνδικαλιστών από διάφορους κλάδους.

Η διαδήλωση που συγκροτήθηκε την επόμενη, στις 9 Μάη, κατέληξε
σε σφοδρές συγκρούσεις με την Αστυνομία που πυροβολησε το πλήθος και σκότωσε 12 εργάτες: Τον Τ. Τούση, οδηγό, την καπνεργάτρια Α. Καρανικόλα, τους επίσης καπνεργάτες Γ. Πανόπουλο, Σ. Ματαράσο,
Δ. Παϊλάνη, Δ. Αγλαμίδη, Ι. Σρενόρ, Στ. Διαμαντόπουλο, Μ. Ζαχαρίου, Β. Σταύρου, Ι. Πετάρη και την Ε. Μάνου. Όλοι τους ηλικίας 20-26 ετών.

Το κράτος είχε υπολογίσει πολύ στο ρόλο του στρατού για την
καταστολή των ερατών/τριών. Αντίθετα με ό,τι περίμενε όμως, ο στρατιώτες αρνήθηκαν να εκτελέσουν τις εντολές και ενώθηκαν με τους εξεγερμένους. Μετά τις δολοφονίες των 12 και την έκφραση οργής του πλήθους τα σώματα χωροφυλακής αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα αστυνομικά τμήματα δεχόμενα επιθέσεις από τον κόσμο. Από τις τρεις το απόγευμα η πόλη βρισκόταν υπό τον έλεγχο των εξεγερμένων οι οποίοι συγκρότησαν απεργιακές φρουρές.

Το κλίμα άλλαξε από το βράδυ της Κυριακής προς Δευτέρα 11 Μάη
οπότε τέσσερα αντιτορπιλικά του πολεμικού στόλου, ενώ προς την πόλη κατευθύνθηκε στρατός και πυροβολικό από τη Λάρισα.

Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή κι ενώ όλη η Ελλάδα βρίσκεται σε αναβρασμό, οι “φωτισμένες ταξικές ηγεσίες” διαλύουν την Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή και τις απεργιακές φρουρές ανοίγοντας το δρόμο σε ένα κύμα συλλήψεων και τρομοκρατίας με το στρατό να καταλαμβάνει το εργατικό κέντρο.

Αναμνήσεις του μπαρμπά -Γιάννη Ταμτάκου από την εξέγερση:

Τα αιματηρά γεγονότα του Μάη 1936 στην Θεσσαλονίκη ξέσπασαν αυθόρμητα με αφορμή την απεργία του καπνεργοστασίου “Κομέρσιαλ”. Οι εργάτες είχαν υποβάλλει τα αιτήματά τους στον εργοδότη και όταν αυτός τα απέρριψε, κατέλαβαν το εργοστάσιο, κλείστηκαν μέα σ’ αυτό και με πανό και μαύρες σημαίες στα παράθυρα ζητούσαν συμπαράσταση των άλλων εργοστασίων.Σε λίγες ημέρες κηρύσσεται πανκαπνεργατική απεργία κι από τις δύο συνομοσπονδίες και σωματεία, των συντηρητικών από τη μία και της Ενωτικής - που επηρέαζε το ΚΚΕ - από την άλλη.

Ήταν ακόμα η εποχή που η πολιτική του σταλινισμού ήταν
υπέρ της γενίκευσης των απεργιών. Όταν η απεργία άρχισε να επεκτείνεται μέσα στους άλλους κλάδους παίρνοντας γενικότερο χαρακτήρα, οι σταλινικοί που είχαν την πλειοψηφία, δίνουν εντολή να μετατραπούν οι διοικήσεις των σωματείων σε απεργιακές επιτροπές, οι δε γραμματείς τους να αποτελέσουν την Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή. Και αυτό δίχως να προηγηθούν συνελεύσεις των σωματείων για να εκλέξουν οι ίδιοι οι εργάτες απεργιακές επιτροπές. Δεν έγινε καμιά γενική συγκέντρωση, αλλά σε διάφορες συγκεντρώσεις σε σημεία της πόλης, ομιλήτες από πρόχειρα βήματα μιλούσαν στο λαό. Σε μια τέτοια συγκέντρωση κοντά στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου, οι χωροφύλακες του Ε’ αστυνομικού τμήματος - που βρισκόταν στην Εγανατία απέναντι από τα λουτρά “Παράδεισος” στην πλατεία Αριστοτέλους - πυροβόλησαν χωρίς λόγο πάνω στους συγκεντρωμένους και σκότωσαν 7-8. Κατόπιν πυροβολούν και σε άλλα σημεία, προσπαθώντας να διαλύσουν τυος συγκεντρωμένους, σκοτώνοντας και άλλους, ανάμεσα σ’ αυτούς και γυναίκες. Οι σκοτωμένοι τελικά ήταν πάνω από δώδεκα και οι τραυματίες πάνω από 300.

Αυτή η σφαγή προκαλεί την αγανάκτηση και εξέγερση των εργατών. Το τί έγινε είναι απερίγραπτο. Να κτυπούν οι καμπάνες πολλών εκκλησιών του Αγ. Δημητρίου καλώντας τον κόσμο σε εξέγερση, να γεμίζουν οι δρόμοι από αγανακτισμένες μάζες από τις διάφορες συνοικίες, άνδρες και γυναικόπαιδα με άγριες διαθέσεις να λυντζάρουν χωροφύλακες με πέτρες, να φωνάζουν “κάτω οι δολοφόνοι”, άλλοι πάλι να θέλουν να βάλουν φωτιά στα τμήματα στα οποία οι δολοφόνοι αναγκάστηκαν να κλειστούν μέσα και κάτω από το κτίριο του Διοικητηρίου στο υπόγειο, άλλοι εργάτες ζητούσαν όπλα κι αυτοί να καταγγέλονται σαν προβοκάτορες από τους σταλινικούς.

Οι σταλινικοί που ήταν πριν υπέρ της γενίκευσης των απεργιών
τώρα προσπαθούν να συγκρατήσουν τις εξεγερμένες μάζες για να μην κάμουν έκτροπα (εδώ πρέπει να σημειώσω όταν ο γράφων μιλούσε στην οδό Εγνατίας και Βενιζέλου γωνία, ανεβασμένος σ’ ένα περίπτερο σε ογκώδη συγκέντρωση, ο σταλινικός κούτβης Σολομών Κοέν, στέλεχος του ΚΚΕ, διέδιδε στους συγκεντρωμένους πως εγώ που μιλάω πάνω στο περίπτερο, ήμουν χαφιές. Τότες μια ομάδα από νέους τσαγκαράδες που με γνώριζε καλά του είπαν να ντρέπεται λιγάκι για τη συκοφάντηση που έκαμε γιατί αν τον έπιαναν, του είπαν, οι εργάτες που δεν τον ξέρουν στην αγανάκτησή τους θα τον ξέσκιζαν - ας σημειωθεί πως η ομάδα αυτή των νέων ήταν σταλινικοί της κομματικής νεολαίας, κι ακόμη του είπαν πως εγώ δεν ήμουν δικός τους αλλά ένας τίμιος εργάτης. Τα παιδιά ήρθαν και μου το είπαν για να προσέχω - αυτός έφυγε, όπως όμως αποκαλύφθηκε αργότερα με την δικτατορία του Μεταξά, είχε παραδώσει στην Ασφάλεια τους περισσότερους σταλινικούς Ισραηλίτες και Έλληνες στη Θεσσαλονίκη, όπως φαίνεται από χρόνια δούλευε για λογαριασμό της ασφάλειας μέσα στο ΚΚΕ, γιατί κάποτε όταν ακόμα ήταν ο Στίνας στο ΚΚΕ και υπεύθυνος της περιφερειακής Μακεδονίας Θράκης αυτός ο Σολομών Κοέν του είχε προτείνει του Στίνα να κάμει μια φράξια μέσα στην ασφάλεια που γνώριζε όπως έλεγε ορισμένους “καλούς” για λογαριασμό του Κόμματος, για να μαθαίνουν τις κινήσεις της ασφάλειας, αλλά όπως απεδείχθει η ασφάλεια είχε γερή φράξια μέσα στο ΚΚΕ με αυτόν τον Σολομών Κοέν, τον Λιθοζόπουλο, τον Μελίκογλου κλπ).

Αλλά οι μάζες κυριαρχούν στην πόλη και τότες δίνεται η εντολή
να επέμβει ο στρατός. Ο στρατός όμως από την πρώτη στιγμή δείχνει φιλικές διαθέσεις και συμπάθεια στους εργάτες οι οποίοι χειροκροτούν τους στρατιώτες και τους αγκαλιάζουν. Ο στρατός είναι στην ουσία με το μέρος των εργαζομένων, συναδελφώνονται σχεδόν με το πλήθος και αυτό το βλέπουν οι ανώτεροί τους.

Τότες κάμουν την εμφάνισή τους σε μια συνεδρίαση της Κεντρικής Απεργιακής Επιτροπής (ΚΑΕ) οι βενιζελικοί βουλευτές Θεσ/νίκης, Ζάνας και Μαυροκορδάτος, δήθεν για μεσολάβηση. Στην αρχή ζήτησαν να λυθεί η απεργία στα νοσηλευτικά ιδρύματα (βλέπεις τους πήρε ο πόνος τους ανθρώπους του ιδιώνυμου, τα κοπέλια του Βενιζέλου), να παρασχεθεί σ’ αυτά τροφοδοσία κλπ. Αλλά κατόπιν άρχισαν να παρεμβαίνουν γενικότερα στο ζήτημα της απεργίας. Από τα μέλη της ΚΑΕ μόνο ο Π.Β., γραμματέας τότες των υφαντουργών αντέδρασε στις επεμβάσεις των βενιζελικών βουλευτών. Όταν το ζήτημα ήρθε στις κλαδικές απεργιακές επιτροπές αντέδρασαν στους τσαγκαράδες οι σύντροφοι Γιάννης Ταμτάκος και Κώστας Κωσταντόπουλος για τις παρεμβάσεις.

Η γενική πανελλαδική απεργία που είχαν υποσχεθεί να
κηρύξουν οι δύο συνομοσπονδίες, ύστερα από εσκεμμένες παρελκιστικές διαπραγματεύσεις πάνω από μία εβδομάδα, είχε στο τέλος μηδαμινά αποτελέσματα.

Η κατάσταση στο μεταξύ με την πάροδο των ημερών είχε ξεθυμάνει και η αποτυχία της ήταν αναμενόμενη. Ο στρατηγός Ζέπος αφού είδε ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιήσεις τον στρτό της Θεσ/νίκης (οι χωροφύλακες ήταν πανικόβλητοι και κλεισμένοι στα τμήματα) άρχισε να δίνει υποσχέσεις πως όλα τα ζητήματα των εργατών θα ικανοποιηθούν. Τα θύματα κι οι οικογένειές τους θα αποζημιωθούν, οι δε ένοχοι θα τιμωρηθούν και πολλά άλλα. Οι αρχηγοί των εργατών, ο αξιοθρήνητος βουλευτής του ΚΚΕ Μιχ. Σινάκος, ο Απόστ. Κρόζος και ο Σταυρίδης, που ήταν συντηρητικός, κάμουν δεκτές τις υποσχέσεις του στρατηγού Ζέπου και καλούν τους εργάτες
να δώσουν εμπιστοσύνη στο “λόγο τιμής” ενός ανώτατου αξιωματικού και να πάνε ήσυχα στα σπίτια τους. τσι κατέληξε και κατάρρευσε προδομένη μια μεγαλειώδης εξέγερση. Την άλλη μέρα αντίς να ικανοποιηθούν τα ζητήματα και να αποζημιωθούν οι οικογένειες των θυμάτων, η κυβέρνηση μετέφερε από τη Λάρισσα νέο στρατό και ιππικό της εμπιστοσύνης της. Επίσης το λιμάνι γέμισε από πολεμικά πλοία, η πόλη τώρα στρατοκρατείται, αρχίζουν οι συλλήψεις και οι σταλινικοί με προκήρυξη καταγγέλουν τον στρατηγό Ζέπο που δεν κράτησε το λόγο της στρατιωτικής του “τιμής”.

Έτσι με την δικτατορία και με τον νόμο του ιδώνυμου που
είχε ψηφίσει ο Βενιζέλος με τα κοπέλιατου, τους υπουργούς του, Παπανδρέου τότες της παιδείας, Ρέντη, Σοφούλη κλπ, συνέχισαν να λειτουργούν οι επιτροπές ασφαλείας και επί δικτατορίας Μεταξά, εκτόπιζαν χωρίς να υπάρχει μια συγκεκριμένη κατηγορία παρά μόνο η συνδικαλιστική δράση, κάθε συνδικαλιστικό στοιχείο που ενοχλούσε την εργοδοσία.

Πηγές:
  • Π. Νούτσος: Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875-1974. Εκδόσεις γνώση΄.
  • Μ. Δημητρίου: Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα. Εκδόσεις πλέθρον΄.
  • Γ. Αλεξάτος: Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Εκδόσεις ρωγμή΄.
  • "Η αιματηρή απεργία των μεταλλωρύχων της Σερίφου" Εκδόσεις Ομοσπονδίας Μεταλλωρύχων Ελλάδας.
  • Κωνσταντίνος Σπέρας: Η απεργία της Σερίφου (ήτοι: αφήγησις των αιματηρών σκηνών της 21ης Αυγούστου 1916, εις τα μεταλλωρυχεία του Μεγάλου Λειβαδίου της Σερίφου). Εκδόσεις Ιστορία, Πλους 1ος, βιβλιοπέλαγος΄.
  • Άγις Στίνας: ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ -εβδομήντα χρόνια κάτω από την σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης. Εκδόσεις ύψιλον΄.
  • Άγις Στίνας: ΕΑΜ - ΕΛΑΣ - ΟΠΛΑ. Εκδόσεις διεθνής βιβλιοθήκη΄.
  • Θ. Νικολόπουλος: Η άλλη όψη του εργατικού κινήματος. Αυτοέκδοση, Αθήνα 1977.
  • Γ. Κορδάτος: Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος. Εκδόσεις Μπουκουμάνη.
  • Α. Μπεναρόγια: Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου. Εκδόσεις Κομμούνα.
  • Γ. Ταμτάκος: Αναμνήσεις μιας ζωής στο επαναστατικό κίνημα.
  • Εφημερίδα “διαδρομή Ελευθερίας”.
διαδίκτυο:
  • www.indymedia.athens.org
  • σαν σήμερα.gr
  • αλευρόμυλος.blogspot.com
  • anarkismo.net
  • vrahokipos.net

Θερσίτης, χώρος ραδιουργίας και ανατροπής

Νέστορος & Ευαγγελιστρίας, ΙΛΙΟΝ

sitisther@yahoo.gr