Ο Φρανσίσκο Σαμπατέ γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1915 στην πόλη Χοσπιτέλ ντε Λιομπραγκάτ που βρίσκεται στα περίχωρα της Βαρκελώνης. Οι γονείς του, αγνοώντας το καθεστώς που επικρατεί, τον στέλνουν στο σχολείο-οικοτροφείο Ντυράν Χομ της Βαρκελώνης. Αυτό διευθύνεται από μοναχούς οι οποίοι επιβάλουν στρατιωτική πειθαρχία, σωματικές τιμωρίες και πολλές ταπεινώσεις στους μαθητές, μετατρέποντας μ’ αυτόν τον τρόπο το ζοφερό ίδρυμα σε φυτώριο επαναστατών.
Ο Σαμπατέ δεν αντέχει και πολύ σ’ αυτό το περιβάλλον. Έτσι μια μέρα σκαρφαλώνει σ’ ένα δέντρο της αυλής, πηδά τον αυλόγυρο και το σκάει για το σπίτι του. Εκεί δηλώνει στους γονείς του ότι δεν ξαναγυρίζει πίσω κι ότι, αν το επιχειρούσαν, θα το ξανάσκαγε κι αυτή τη φορά για πάντα. Μ’ αυτό τον τρόπο «ξεμπέρδεψε» με το σχολείο και πήγε παραγιός σε έναν υδραυλικό για να μάθει την τέχνη.
Στη CNT μπαίνει λίγο πριν την εγκαθίδρυση της «Δημοκρατίας των Εργατών» (1931) η οποία στηριζόμενη στο στρατό, στην εκκλησία, στους γαιοκτήμονες και στη διεφθαρμένη γραφειοκρατία αποδεικνύεται χειρότερη κι από τη μοναρχία. Οι απεργίες γίνονται καθημερινές σ’ ολόκληρη την Ισπανία.
Ο στρατός και η αστυνομία περνούν στην εφαρμογή του «Λέυ ντε φούγκα». Δηλαδή πυροβολούν και δολοφονούν τους διαδηλωτές που έχουν συλλάβει, με το πρόσχημα ότι προσπάθησαν να δραπετεύσουν. Πολλές φορές δηλώνουν στα υποψήφια θύματά τους ότι είναι ελεύθεροι και μόλις αυτά κινούνται να φύγουν τους σκοτώνουν εν ψυχρώ.
Η κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς ξεσηκωμού. Οι απεργίες είναι αδιάκοπες και σε πολλές περιοχές μετατρέπονται σε κανονικές εξεγέρσεις, όπως στην Ταράσσα στις 14 του Φλεβάρη του 1932, όπου ο κόσμος κατεβαίνει στο δρόμο, συλλαμβάνει τον δήμαρχο και οι μαυροκόκκινες σημαίες κυματίζουν στο δημαρχείο. Οι αρχές αναγκάζονται να στείλουν στρατό για να επανακαταλάβουν την πόλη ενώ με «δίκη» που στήνουν καταδικάζουν 42 αγωνιστές σε θάνατο.
Εν τω μεταξύ, οι χωρικοί έχουν κατέβει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε απεργία διαμαρτυρόμενοι για τις απαράδεκτες συνθήκες που επιβάλλουν οι γαιοκτήμονες. Οι δεύτεροι αδιαφορούν και οι απεργοί συνεχίζοντας την απεργία κυριολεκτικά λιμοκτονούν. Τότε ο Σαμπατέ με έναν άλλο νεαρό αναρχικό σύντροφό του αποφασίζουν να βοηθήσουν τους χωρικούς: Ληστεύουν έναν από τους πλουσιότερους γαιοκτήμονες και δίνουν τα χρήματα ώστε να μοιραστούν στις οικογένειες των απεργών. Ο Σαμπατέ είναι, τότε, μόλις 16 χρονών.
Αυτή ακριβώς την περίοδο των έντονων κοινωνικών συγκρούσεων, ο Σαμπατέ με άλλους νεαρούς αναρχικούς σχηματίζουν στη Σεβίλλη μια από τις πρώτες ομάδες δράσης την «Λος Νοβάτος» με μεγαλύτερο ανάμεσά τους τον 22χρονο αδελφό του Χοσέ. Η ομάδα προσκολλάται στην τοπική FAI και προχωρεί σε ευρύτερη δράση.
Το καλοκαίρι του 1933 η ομάδα του Σαμπατέ συμμετέχει σε ένα από τα σεμινάρια που οργάνωνε η FAI. Σ’ ένα βουνό κοντά στο Εσπλούγκας μάθαιναν να χειρίζονται όπλα και εκρηκτικά. Ξαφνικά οι «τσίλιες» στέλνουν μήνυμα ότι έρχονται δύο φορτηγά γεμάτα μπάτσους και πολιτοφύλακες. Οι περισσότεροι απομακρύνονται ήσυχα μέσα από το ελατόδασος, αφού πριν κάποιοι εθελοντές για να διασπάσουν τις δυνάμεις των μπάτσων τρέχουν μέσα από το λιβάδι. Οι δυνάμεις καταστολής τους καταδιώκουν για αρκετή ώρα πυροβολώντας τους χωρίς, ευτυχώς, αποτέλεσμα.
Ανάμεσά τους βρίσκεται και η ομάδα «Λος Νοβάτος» που πήρε το βάπτισμα του πυρός. Ο Σαμπατέ είναι 17 χρονών. Από αυτό το σημείο αρχίζει ουσιαστικά η δράση του Σαμπατέ, που θα τελειώσει στο χωριό Sant Celoni, 27 χρόνια αργότερα.
Τα όσα διαδραματίστηκαν στη διάρκεια της κοινωνικής επανάστασης στην Ισπανία είναι περισσότερο ή λιγότερο γνωστά. Οι εμπειρίες και οι αναλύσεις καλύπτουν ένα τεράστιο φάσμα, χωρίς όμως να έχουν εξαντλήσει το πώς και το γιατί με ένα τρόπο που να αποδεσμεύει τη σκέψη και τη δράση των ανθρώπων από προκαταλήψεις, στερεότυπα και αρνητικές αναδρομές.
Υπάρχουν ακόμα πολλά που χρειάζεται να αναλυθούν και να καταγραφούν. Αυτό, όμως, που ενδιαφέρει το παρόν κείμενο είναι η καταγραφή μιας σειράς γεγονότων που ακολούθησαν μετά το 1939, χωρίς να σημαίνει πως αυτό αποτελεί ένα πλήρες χρονικό. Εκείνο που έχει σημασία είναι να παρακολουθήσουμε κάποιους από αυτούς που συνέχισαν, κι ανάμεσά τους ένα σημαντικό μαχητή της ελευθερίας τον Φραντσίσκο Σαμπατέ, με το θάνατο του οποίου σφραγίστηκε κυριολεκτικά μια ολόκληρη περίοδος τιτάνιων αγώνων.
Όπως και να εξετάσει κάποιος το ζήτημα αυτός ο αγώνας των συντρόφων και των συντροφισσών αποτέλεσε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τα θετικά ή τα αρνητικά του, συνέχεια της κοινωνικής επανάστασης στην Ισπανία, που δεν έσβησε βέβαια το 1939.
Μόνο μια ισχυρή ιδεολογική προπαγάνδα, η οποία εκπορεύονταν απ’ όλα τα μέσα επιβολής, επιχειρώντας να αποκρύψει την πραγματικότητα, μπορούσε να επιβάλει σαν προφανή μια κοινωνική ειρήνη, η οποία όμως δεν υπήρχε.
Από τότε, είναι δυνατό να πούμε ότι ο ανταρτοπόλεμος, ως μορφή του κοινωνικού πολέμου, δεν σταμάτησε. Για την ιστορία, ας σημειώσουμε τις μάχες του «Gruppo Primero de Mayo» στη δεκαετία του ’60 και εκείνες του M.I.L. και G.A.R.I. στα χρόνια του ’70. Είναι εξ ίσου χαρακτηριστικό πως την εποχή που το καθεστώς του Φράνκο κολλούσε αφίσες στους τοίχους, διακηρύσσοντας τα «25 χρόνια ειρήνης», δημιουργούνταν η νεώτερη αυτονομιστική προσπάθεια των Βάσκων με τα πολυποίκιλα χαρακτηριστικά της.
Τα μέσα επικοινωνίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν στα χέρια του Φρανκικού κράτους. Ο ανταρτοπόλεμος δεν ακούστηκε ποτέ απ’ αυτά, οι άνθρωποι που τον εμψύχωναν χαρακτηρίστηκαν σαν «bandoleros», δολοφόνοι, τρελοί. Χαρακτηρισμοί που ήθελαν να συγκαλύψουν την ουσία, αυτό που στην πραγματικότητα υπήρχε με τις πρακτικές τους. Διατυπώσεις επινοημένες από τους δημοσιογράφους προς όφελος του συστήματος κυριαρχίας και της συγκεκριμένης έκφρασής του. Οπότε, η μόνη διάχυτη πληροφορία ήταν εκείνη της σύλληψης ή του θανάτου ενός αντάρτη, συχνά κάτω από ανεξήγητες, μυστηριώδεις συνθήκες (προσπάθεια απόδρασης, αντίσταση, αυτοκτονία κατά τη διάρκεια της σύλληψης του κλπ).
Η ιστορία του ανταρτοπόλεμου είναι δύσκολο να παρουσιαστεί σ’ όλη της την έκταση. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που συμμετείχαν στον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα σκοτώθηκαν στις συμπλοκές με την αστυνομία ή δολοφονήθηκαν. Μόνη ζωντανή μαρτυρία εκείνης της εποχής, δύο βιβλία του Antonio Tellez (το ένα υπό τον τίτλο: ΣΑΜΠΑΤΕ, Ένοπλος αγώνας στην Ισπανία 1945-1960, έχει εκδοθεί από τη Διεθνή Βιβλιοθήκη, το Δεκέμβρης του1978), αφιερωμένα στον ανταρτοπόλεμο, στους Sabate και Facerias, οι οποίοι είχαν μια έντονη δραστηριοποίηση κατά την διάρκεια όλης αυτής περιόδου στην οποία αναφερόμαστε.
Αυτά τα βιβλία συνιστούν τη μαρτυρία ενός ανθρώπου που μοιράστηκε τη ζωή των ανταρτών. Αντίσταση, αντάρτες, οι όροι αυτοί συνδέονται και είναι αντιπροσωπευτικοί ενός μέρους της ιστορίας των κοινωνικών αγώνων εναντίον της Φρανκικής διαχείρισης της εξουσίας.
Για την λειτουργική παράθεση των γεγονότων είναι απαραίτητο να ξεχωρίσουμε, τόσο χρονολογικά όσο και σε σχέση με τις περιοχές δραστηριοποίησης, τις διαφορετικές περιόδους της επαναστατικής δράσης, των αντάρτικων αναρχικών ομάδων.
Περίοδος 1 9 3 9 – 1 9 4 4
Μικρές ένοπλες ομάδες απομονωμένες στο εσωτερικό της χερσονήσου (κυρίως στην Αραγονία, Ανδαλουσία, Καταλονία) συνεχίζουν τον αγώνα ενάντια στο κράτος.
Προς το τέλος της δεύτερης ανθρωποσφαγής που προκάλεσαν τα ανταγωνιζόμενα κομμάτια της παγκόσμιας κυριαρχίας, το Σεπτέμβριο του 1944, μια μαζική εισβολή ανταρτών (με ένα συντονιστικό πυρήνα εγκατεστημένο στη Γαλλία) έγινε από τις πεδιάδες του Aram και Roncal. Η επιχείρηση έληξε με αποτυχία. Οι επιζώντες ήταν αναγκασμένοι να διαφύγουν στο εσωτερικό της Ισπανίας ή να επιστρέψουν στη Γαλλία. Αυτό το σχέδιο είχε την υποστήριξη του P.C.E. (Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας) και πολλών παραγόντων της C.N.T.
Αξίζει να σημειωθεί πως τον πρώτο καιρό ο ανταρτοπόλεμος παρουσίαζε έναν ενωτικό χαρακτήρα. Αν και οι κομμουνιστές ήταν οι κατ’ αρχήν δραστηριοποιημένοι –για τους δικούς τους βέβαια λόγους και κυρίως για να υπηρετήσουν το διεθνιστικό τους καθήκον απέναντι στο σταλινικό καθοδηγητικό τους κέντρο τους– αυτό δεν εμπόδιζε σε γενικές γραμμές τους αναρχικούς να δράσουν.
Η δεύτερη περίοδος είναι σαφέστατα απελευθερωτική (απαλλαγμένη από πολιτικές σκοπιμότητες) και αρχίζει όταν ο ένοπλος αγώνας εγκαταλείφθηκε από την πλειοψηφία των πολιτικών οργανώσεων. Η C.N.T. θα αρνηθεί αργότερα κάθε σχέση με τις ένοπλες ομάδες.
Την άνοιξη του 1945 οργανώνεται η εσωτερική αντίσταση που σημειώνει επιτυχία με ενέργειες σε πολλές επαρχίες.
Στη Βαρκελώνη η πρώτη πληροφορία που αναφέρεται βασικά σε αναρχική δράση, χρονολογείται στις 6 Αυγούστου 1945. Εκείνη τη μέρα έξι οπλισμένοι αγωνιστές χτυπούν το υποκατάστημα της Banco de Vizcaya. Είναι η πρώτη από μια σειρά πράξεων που αποδίδονται στους αναρχικούς.
Κατά την χρονική περίοδο 1945-1946 πολλοί μαχόμενοι για την κοινωνική απελευθέρωση χάθηκαν, όπως ο Jaime Pares, ο επονομαζόμενος «Abisino», ένας από τους πρώτους συντρόφους του Sabate, πεθαίνει από τις σφαίρες της αστυνομίας
Κατά τη διάρκεια του 1946, όταν το τέλος του φασισμού και του ναζισμού στην Ευρώπη τόνωσε την πεποίθηση για το τέλος και του Φρανκισμού, οι αναρχικές ομάδες ξαναεμφανίστηκαν. Οι ενέργειες τους είχαν έναν καθαρά προπαγανδιστικό σκοπό και το αντικείμενο τους ήταν να αναδιοργανώσουν τη C.N.T. και να της δώσουν μια οικονομική βάση.
Έτσι, πολλές επαρχιακές επιτροπές, αλλά και σε πιο πλατειά κλίμακα, συγκροτούνται και πάλι για να διαλυθούν όμως μετά από μερικούς μήνες. Πολυάριθμα μέλη αυτών των επιτροπών φυλακίζονται ή δολοφονούνται.
Ο Marcelino Massana, μαζί με τους αδερφούς Sabate, τον Farecias και τον Ramon Villa, χτυπούν μαζί ένα εργοστάσιο στο Serchs. Μια άλλη ομάδα με τον Ramon Terre δρα παράλληλα τοποθετώντας εκρηκτικά στο κτίριο του F.E.T. και του J.O.N.S. (συνδικαλιστικές οργανώσεις των Φαλαγγιτών) στο Terrassa. Όλοι δρουν κάτω από τις ονομασίες I.L.E. (Ισπανικό απελευθερωτικό κίνημα) και J.J.L.L. (Ελευθεριακές νεολαίες). Διανέμονται έντυπα που υπογράφονται με τα αρχικά F.I.J.L. (Ιβηρική Ομοσπονδία-Ελευθεριακή Νεολαία).
Δύο από τα μέλη του F.I.J.L., οι Pallarols και Mares δολοφονούνται το Μάρτιο του 1946.
Περίοδος 1 9 4 7 – 1 9 5 2
Υπάρχει μια κατάσταση παρακμής της αντίστασης που οφείλεται στην αυξημένη καταστολή και στην εγκατάλειψη του αντάρτικου αγώνα από το P.C.E. και την C.N.T.
Από το Μάιο του 1947 οι αναρχικές ομάδες αναπτύσσουν μεγαλύτερη δραστηριότητα. Ελέγχουν τους δρόμους σε μικρή απόσταση από τη Βαρκελώνη και τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν κοντά στα σπουδαία κέντρα επικοινωνίας.
Η ομάδα του Μassana αρχίζει την ίδια δράση όπως παλιότερα, ενώ μια άλλη ομάδα με τον Allevaneda πραγματοποιεί μια ένοπλη απαλλοτρίωση στο Martorell. Ο Facerias που χωρίστηκε από την ομάδα του Massana έρχεται στη Βαρκελώνη. Το χτύπημα, το πιο θεαματικό, που του αποδόθηκε εκείνη την εποχή είναι μια απαλλοτρίωση του εργοστασίου Hispano-Olivetti. Η σύλληψη του Marcet, μέλους της ομάδας του Facerias, διασπά στιγμιαίως την ένοπλη απελευθερωτική οργάνωση. Διατηρούνται μικρές ομάδες που δρουν μεμονωμένα.
Το 1948, το J.J.L.L. έχει εκ νέου αναδιοργανωθεί και η αναρχική δράση αναπτύσσεται και πάλι. Τον Απρίλιο, Ιούνιο και Αύγουστο του 1948, η ομάδα του Facerias πραγματοποιεί δύο ένοπλες απαλλοτριώσεις και αρπάζει εκατομμύρια πεσέτες από εργοστάσιο στη Βαρκελώνη. Η ομάδα «αναγνωρίστηκε» όταν ο Feliciano Pernigna και ο Alberto Santaolaria πέφτουν στα χέρια της Εθνοφρουράς. Η ίδια ομάδα ξαναεμφανίζεται το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου πραγματοποιώντας πολλές απαλλοτριώσεις σε τράπεζες.
Εκείνο τον καιρό, ο Ramon Villa έρχεται στη Βαρκελώνη. Τοποθετεί εκρηκτικά σ’ ένα εργοστάσιο και πραγματοποιεί και άλλες ενέργειες στις Plans, Vives, Serrteix και Terrassa.
Το 1949, ξαναπαρουσιάζονται οι αγροτικές ομάδες δράσης, στις οποίες συμμετέχουν ο Massana «El Valencia». Κατευθύνουν τις ενέργειες τους προς το Granollers και Mollet πριν αιχμαλωτιστούν από την Εθνοφρουρά. Στη Βαρκελώνη οι ομάδες ενώνονται στους κόλπους της M.L.R. (Απελευθερωτικό Αντιστασιακό Κίνημα).
Το Φεβρουάριο, Ιούλιο και Οκτώβριο, πολλές ενέργειες πραγματοποιούνται απ’ αυτούς ενάντια σε εργοστάσια αλλά και άλλους στόχους. Το ίδιο χρονικό διάστημα, ο Sabate ή «El Quico», δρα στη Βαρκελώνη. Το Μάρτιο του 1949 μαζί με τον αδερφό του και τον Wenceslao Gimenez Orive, αποφασίζουν την εκτέλεση του Eduardo Quintela, επιθεωρητή της αστυνομίας ειδικευμένου στην καταστολή των αναρχικών. Η επιχείρηση γίνεται στις 2 Μαρτίου, αλλά από ένα τυχαίο γεγονός αποτυγχάνει. Ο Manuel Pinol και ο Joe Tella, δύο πασίγνωστοι φασίστες, σκοτώνονται στη θέση του επιθεωρητή της αστυνομίας.
Μετά απ’ αυτό, η αστυνομία κάνει εξονυχιστικό έλεγχο στη Βαρκελώνη και κατορθώνει να συλλάβει τον Lopez Penedo και να τραυματίσει τον Jose Sabate, που παρ’ όλα αυτά κατορθώνει να δραπετεύσει. Ο Penedo δικάστηκε και εκτελέστηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1950. Ο Sabate με τη βοήθεια του αδερφού του κατορθώνει να διαφύγει στη Γαλλία.
Στις 3 Ιουνίου 1949 ο Francisco Denis ή «Catala» πεθαίνει καταπίνοντας μια κάψουλα με κυάνιο για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών της ελευθερίας. Οι περισσότερες από τις ομάδες κατέφευγαν σ’ αυτόν για να περάσουν τα Πυρηναία. Ο «Catala» ήταν ο οδηγός των περισσότερων απεσταλμένων της C.N.T. Την ίδια εποχή, ο Facerias επιχειρεί να πάει στη Γαλλία εξ αιτίας της ισχυρής καταστολής που υπήρχε στην Ισπανία. Φτάνοντας στο Figuetes, κοντά στα σύνορα, κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης με την Εθνοφρουρά στις 26 Αυγούστου ο Celedonio Garcia Casino «Celes» και ο Enre Martinez «Quinriue» σκοτώνονται. Ο Antonio Franquesas «Toni» τραυματίζεται και θα σκοτωθεί αργότερα σε μια άλλη συμπλοκή με τις κρατικές δυνάμεις καταστολής, στις 19 Απριλίου του 1950. Ο Facerias κατορθώνει να περάσει τα σύνορα.
Ο Sabate ή «El Quico» κρατείται στη Γαλλία και κατηγορείται για κατοχή όπλων μετά από μια απόπειρα απαλλοτρίωσης στο εργοστάσιο Rhone-Poutene κοντά στη Λυών. Οδηγείται στη φυλακή για 6 μήνες και τίθεται για 5 χρόνια κάτω από δικαστικό έλεγχο στη Dijon. Ο Sabate δεν θα ξαναγυρίσει στην Ισπανία μέχρι το 1955.
Παρόμοιες συγκρούσεις, όπως αυτές που προαναφέραμε, με ανάλογα αποτελέσματα έδωσαν τέλος σε μια περίοδο που κόστισε στον απελευθερωτικό κοινωνικό αγώνα το θάνατο 29 αγωνιστών, τον τραυματισμό 11 και τη σύλληψη 57.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1950-1952, ο ανταρτοπόλεμος δε γνώρισε παρά αναποδιές.
Στο τέλος του 1949, ο Carlos Cuevas και Cecilio Gardos της επιτροπής της F.A.I. (Αναρχική Ομοσπονδία Ιβηρικής), ο Luciano Alpuente «Madruga», ο Jose Sabate Llopart, ο «Espallargan», ο «el Paco», ο «el Yago», ο Wenceslao Grimenez «Wences» και ο «Tragapanes» σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις. Ο Manuel Sabate, ο νεώτερος από τους αδερφούς Sabate πυροβολήθηκε στο «campo de la Botax».
Ζωντανοί παρέμειναν ο Marcelino Massana, ο Facerias, ο Francisco Sabate και ο Ramon Villa. Ο Sabate θα παραμείνει στη Dijon πολλά χρόνια και ο Facerias θα βρει καταφύγιο στην Ιταλία.
Στο διάστημα 1952-1963 αναπτύσσονται βάσεις της ένοπλης αντίστασης, τοποθετημένες κυρίως στην Καταλονία και Αραγονία. Συνθέτονται από αναρχικούς που ήταν μέλη αρχικά της C.N.T. και στη συνέχεια απομακρύνθηκαν από αυτήν. Στην Καταλονία ο αγώνας διαρκεί περισσότερο και έχει τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, λόγω και του γεγονότος ότι συμμετείχαν τα πλέον δραστήρια πρόσωπα των ομάδων όπως: ο Marcelino Massana, ο Jose Luis Facerias, ο Jose Manuel και ο Francisco Sabate Llopart, καθώς και ο Ramon Villa.
Μερικά χρόνια πριν εμψυχωτές του αγώνα, στην Αραγονία, ήταν: οι Ruffino Carrasco και ο «El Tuerto de Fuencarral», του οποίου οι δραστηριότητες τελειώνουν το 1951. Η «ησυχία» διατηρήθηκε για τρία χρόνια ώσπου με την διάδοση ενός εντύπου επιχειρήθηκε να αναζωογονηθεί η διεργασία μιας ευρύτερης αντιπαράθεσης με το κράτος.
Την άνοιξη του 1955 ο Francisco Sabate αποφασίζει να δράσει ξανά. Μετά από μια επαφή με τη C.N.T. στην Τουλούζη, αποκλείεται οριστικά από την ομοσπονδιακή οργάνωση. Ούτε η M.L.E.-C.N.T. (Ισπανικό απελευθερωτικό κίνημα-Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας) ούτε η F.I.J.L.- F.A.I. (Ομοσπονδία Ιβηρικής Φιλελεύθερης Νεολαίας-Αναρχική Ομοσπονδία Ιβηρικής) ήθελαν ν’ ακούσουν για καινούργιες επιθέσεις και ενέργειες. Ήταν αντίθετοι στην ιδέα της δημιουργίας ένοπλων ομάδων στο έδαφος της Ισπανίας.
Μπροστά σ’ αυτή την άρνηση ο Francisco Sabate ή «El Quico» δημιούργησε με μερικούς συντρόφους την «Grupos Anarco-Syndicalistas» και προχώρησαν στην έκδοση του εντύπου «El Combate».
Στις 29 Απριλίου ο Sabate είναι στη Λόγη. Μοιράζονται χιλιάδες αντίτυπα του «Εl Combate» για την πρωτομαγιά. Στις 6 Μαΐου, με άλλους τρεις συντρόφους του πραγματοποιεί επίθεση στην «Banco de Vizcaya».
Στις 28 Σεπτεμβρίου, επωφελούμενος της παραμονής του Φράνκο στη Βαρκελώνη, ο Sabate είναι μέσα στην πόλη, νοικιάζει ένα ταξί και εξηγεί στον οδηγό ότι πρόκειται να διανείμει φυλλάδια προπαγάνδας.
Το έντυπο αυτό, γραμμένο στα Καταλανικά, αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Λαέ που μισείς το φασισμό εδώ και πολλά χρόνια υποφέρεις από το Φράνκο και τους μισθωτούς δολοφόνους του. Δεν αρκεί μόνο να εξαντλείσαι στην κριτική αυτού του καθεστώτος, της μιζέριας και του τρόμου. Οι λέξεις είναι λέξεις, η δράση όμως είναι απαραίτητη. Κάτω η τυραννία! Ζήτω ο ενωμένος ισπανικός λαός! Απελευθερωτικό κίνημα της Ισπανίας».
Τον Οκτώβρη διανέμει μια καινούργια διακήρυξη που είχε τον τίτλο: «Ο Ισπανικός λαός δεν θα υποταχθεί στην σκλαβιά».
Μπροστά σ’ αυτή τη δραστηριοποίηση το κράτος εξαπολύει μια εκτεταμένης κλίμακας καταστολή. Πενήντα άτομα συλλαμβάνονται και κατηγορούνται για συμμετοχή στη F.C.L.E. (Ελευθεριακή Κομμουνιστική Ομοσπονδία Ισπανίας). Ο Σαμπατέ διαφεύγει στη Γαλλία, όπου συλλαμβάνεται ξανά και τίθεται κάτω από δικαστική επιτήρηση, στην οποία, όμως, δεν συμμορφώνεται.
Το Μάρτιο του 1956 έρχεται σε επαφή με τον Facerias, δημιουργούν μια καινούργια ομάδα με έναν Ιταλό και τον Angel Marques Urdi «Pepito». Φτάνουν στη Βαρκελώνη αλλά η συνοχή της ομάδας δεν είναι καλή, χωρίζουν και επιστρέφουν στη Γαλλία. Οι ενέργειες της ομάδας κατά την παραμονή τους στην Ισπανία είναι δύσκολο να συνεχιστούν. Τους αποδίδουν την επίθεση στην Banco Central και τον θάνατο ενός επιθεωρητή.
Στις 22 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου η ομάδα απαλλοτριώνει πολλές χιλιάδες πεσέτες από τα γραφεία της επιχείρησης «Cubiertas y Tejados». Συνέπεια της ενέργειας ήταν η σύλληψη του Angel. Ο Σαμπατέ μεταβαίνει και πάλι ξανά στη Γαλλία, όπου θα μείνει ως το 1959.
Στις 30 Αυγούστου το 1957, σκοτώνεται ο Jose Luis Facerias, πέφτοντας σε ενέδρα της αστυνομίας στο Verdun της Βαρκελώνης. Η αγγελία του θανάτου του από τις εφημερίδες ήταν στο σύνολο της διαστρεβλωμένη.
Ο Facerias γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1920 και πέθανε σε ηλικία 37 χρόνων. Με το θάνατο του ανοίγει μια νέα παρένθεση για τον απελευθερωτικό κοινωνικό αγώνα, που θα κρατήσει δύο χρόνια.
Τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού πολέμου κατά τη διάρκεια της περιόδου 1939-1960
Οι ένοπλες ομάδες ήταν αποφασισμένες και γνώριζαν πολύ καλά τη σημασία της ένοπλης δράσης ενάντια στο κράτος ιδιαίτερα στις συνθήκες που υπήρχαν. Καταλάβαιναν βέβαια πως η εγκατάλειψη της ένοπλης δράσης από τις γνωστές οργανώσεις έκανε πιο δύσκολο το άπλωμα των κοινωνικών απελευθερωτικών δραστηριοτήτων μέσα στον κοινωνικό χώρο. Ήθελαν όμως να αποδείξουν έμπρακτα τη λαθεμένη θέση των γνωστών αναρχοσυνδικαλιστικών και μη οργανώσεων. Η διανομή αναρχοσυνδικαλιστικών κειμένων θα περιοριστεί στην Καταλονία.
Η σημαντικότερη δυσκολία για τις ομάδες δράσης ήταν η σχέση τους με τις ομάδες του εσωτερικού της χερσονήσου. Δυσκολία που δημιούργησε εμπόδιο στην εξέλιξη του ανταρτοπόλεμου. Οι ομάδες δράσης συνέχισαν τον αγώνα στην πόλη, που γι’ αυτές δεν είχε σταματήσει ποτέ. Οι περισσότεροι από τους αντιτιθέμενους στο καθεστώς, που βρίσκονταν στο εσωτερικό της χερσονήσου, από το 1953 θεωρούσαν ότι «ο πόλεμος ενάντια στο κράτος έπρεπε να αναπτυχθεί στη βάση της συμμετοχής του λαού». Ας σημειωθεί, μάλιστα, πως αυτό έγινε τη στιγμή που οι ΗΠΑ σύναψαν διπλωματικές σχέσεις με την Ισπανία.
Ο κυριότερος εχθρός του ένοπλου αγώνα ήταν η Εθνοφρουρά. Ο αριθμός των φρουρών ήταν εντυπωσιακός. Όχι μόνο στα σύνορα και στο εσωτερικό του ισπανικού χώρου αλλά επίσης και στην Τουλούζη της Γαλλίας, όπου συνεδρίαζε η CNT-εξορίας. Το Ισπανικό κράτος μπορούσε να έχει πληροφορίες για το πέρασμα των ομάδων στο έδαφός του χάρη και στη συνεργασία της Γαλλικής αστυνομίας, που γινόταν ολοένα και πιο στενή.
Στην αρχή, η καταστολή της Γαλλικής κυβέρνησης απέναντι στους κοινωνικούς αντάρτες ήταν λιγότερο έντονη εξαιτίας της αντιφασιστικής δραστηριότητας των ομάδων και τη συμμετοχή στον αγώνα των Γάλλων ανταρτών.
Η αρχή του ψυχρού πολέμου τροποποιεί τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας. Η δραστηριότητα των αντιφασιστικώνευρωπαϊκών ομάδων ενάντια στο καθεστώς του Φράνκο αλλάζει τη στάση της Γαλλικής αστυνομίας απέναντι στους αντάρτες. Η συνεργασία ανάμεσα στη Γαλλική και την Ισπανική αστυνομία αναπτύσσεται, οι πληροφορίες για το πέρασμα των ομάδων δράσης από τα Πυρηναία, ο εντοπισμός των ανταρτών γίνεται τόσο από τη Γαλλική όσο και απ’ την Ισπανική αστυνομία.
Η εθνοφρουρά για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τους αντάρτες δημιούργησε τα ειδικά σώματα καταπολέμησης των ανταρτών από ομάδες καλοπληρωμένων δολοφόνων και χαφιέδων. Οι έμμισθοι δολοφόνοι των σωμάτων αυτών προσπαθούσαν να διεισδύσουν στις βάσεις στήριξης του ανταρτοπόλεμου με σκοπό να τις καταστρέψουν από τα μέσα. Τα σώματα αυτά πραγματοποίησαν πολλές ενέργειες που στρέφονταν κατά του ανταρτοπόλεμου. Η δράση τους είχε σα στόχο να δημιουργήσει στον κοινωνικό χώρο ένα κλίμα ανασφάλειας (πράγμα που σε ορισμένο βαθμό πέτυχε) προκαλώντας σε αρκετές περιπτώσεις ένα διαχωριστικό κλίμα απέναντι στους αναρχικούς κοινωνικούς αντάρτες.
Από την άλλη, οι ζώνες περάσματος των ανταρτών, η έξοδος από τη Βαρκελώνη βρίσκονταν όλο και περισσότερο κάτω από την κρατική επιτήρηση. Οι ένοπλες περιπολίες των φασιστών δημιούργησαν γύρω από τη Βαρκελώνη ένα κλοιό καταστολής, που δεν επέτρεπε στους αντάρτες να πλησιάσουν στις βάσεις τους, να μεταφέρουν υλικό και να ενισχύσουν τις ομάδες δράσης. Σ’ αυτούς τους εχθρούς των αντάρτικων μαχητικών ομάδων θα πρέπει να προστεθούν η διεθνής αστυνομία, οι φαλαγγίτες και άλλες φασιστικές ομάδες.
Παρ’ όλα αυτά οι αντάρτικες ομάδες δράσης αποδείκνυαν έμπρακτα πως η ειρήνη, που προέβαλε το φασιστικό καθεστώς υπό τον Φράνκο, δεν ήταν αποδεκτή από την κοινωνία σε αντίθεση με τους κρατικούς ισχυρισμούς που προβάλλονταν μέσα από τα ΜΜΕ.
Η έλλειψη των υλικών μέσων για τις απαλλοτριώσεις και το γεγονός ότι δεν είχαν την υποστήριξη της CNT – εξορίας, (η οποία όντας ένας από τους νεκροθάφτες της κοινωνικής επανάστασης στην Ισπανία, συνέχιζε να κολυμπά στα βρώμικα νερά της πολιτικής και της αδράνειας) εξασθένιζε τις δυνατότητες τους ως προς την αντιμετώπιση των κατηγοριών που τους απεύθυναν πολλές αντιφασιστικές ομάδες, κατηγορίες οι οποίες ήταν παρόμοιες μ’ αυτές που προέβαλε το Φρανκικό καθεστώς.
Ο αγώνας που αναπτύχθηκε ήταν αποτέλεσμα μιας συνεχούς και συνεπούς δράσης όλων αυτών των ανθρώπων.Οι ένοπλες ομάδες δράσης της μεταπολεμικής περιόδου έδωσαν όλη την ικμάδα τους στον κοινωνικό απελευθερωτικό αγώνα, απέναντι σε μια
από τις πλέον στυγνές εκφράσεις του κρατισμού. Πολλές από τις ενέργειες τους θα μείνουν παραγνωρισμένες και συκοφαντημένες, αλλά αυτό που φαίνεται καθαρά είναι πως το καθεστώς τρόμου, υπό τον Φράνκο, είχε έναν σαφή και αδιάλλακτο εχθρό του οποίου η στάση και η δράση συμπυκνώνονταν σε πολύ απλές και μεστές φράσεις: «Στην κρατική τρομοκρατία θα απαντήσουμε με τη λαϊκή επαναστατική βία».
Οι αναρχικοί ανέδειξαν για μια ακόμα φορά τις απεριόριστες δυνατότητες της ατομικής και συλλογικής δράσης αποδεικνύοντας πως ακόμα και κάτω από τις πλέον δύσκολες φαινομενικά συνθήκες η δυνατότητα της εξέγερσης και της ανάπτυξης των κοινωνικών απελευθερωτικών πρακτικών είναι πραγματοποιήσιμη. Το γεγονός ότι ο Sabate και ο Facerias (αλλά και πολλοί άλλοι σύντροφοι του κοινωνικού αγώνα), αντιμετωπίστηκαν από την κοινωνία ως αυτό που πραγματικά ήταν, (αγωνιστές για την ελευθερία), δείχνει το μέγεθος της αντίθεσης μιας μεγάλης μερίδας της κοινωνίας του ισπανικού χώρου απέναντι στο κράτος και στην συγκεκριμένη έκφραση επιβολής που υπήρχε. Οι κοινωνικοί αγωνιστές και οι πρακτικές του απελευθερωτικού κοινωνικού αγώνα δεν αποκόβονται από τον κοινωνικό κορμό όταν οι αγωνιζόμενοι προσπαθούν πάντοτε να βρίσκονται συνδεμένοι με την ουσιαστική διάσταση της αναρχική προοπτικής αλλά κα με τους καταπιεσμένους κι εκμεταλλευόμενους ανθρώπους. Όταν συμπληρώνουν και δυναμώνουν το όραμα τους για ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη.
Είναι χαρακτηριστικό πως στη διάρκεια της γενικής απεργίας ενάντια στην εταιρεία των τραμ, στη Βαρκελώνη στις 12 Μάρτη 1951, 30.000 άνθρωποι κατέβηκαν στους δρόμους. Κυκλοφόρησαν χιλιάδες προκηρύξεις κι ανάμεσα σ’ αυτές και μια που δεν την είχε βγάλει καμιά από τις συντονισμένες αναρχικές ομάδες, έγραφε: «Για να ξεμπερδεύουμε με τα τραμ, ο Φαθερίας είναι αυτός που χρειάζεται. Στον αγώνα ενάντια στο καθεστώς! Ζήτω ο Σαμπατέ!».
Οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι καταλάβαιναν πολύ καλά ποιοι είναι αυτοί που πάλευαν πραγματικά για την ελευθερία. Ο Sabate και ο Facerias μυθοποιήθηκαν επειδή ενσάρκωναν τον αγώνα του αδύνατου και καταπιεσμένου ενάντια στο κράτος. Δεν είναι τυχαίο που αυτή η μυθοποίηση των καταπιεσμένων τους χαρακτήριζε σαν εχθρούς των πλουσίων και υπερασπιστές των φτωχών. Ήταν κοινωνικοί αντάρτες με έντονη απήχηση, που μάχονταν μέχρι θανάτου για την ελευθερία και την αναρχία:
«Συνεχίζουμε και θα συνεχίσουμε τον αγώνα μας στην Ισπανία πιστεύοντας ότι η αδράνεια και η νωθρότητα είναι ο θάνατος του επαναστατικού πνεύματος. ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΚΟΥΣΤΕΙ Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ Σ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΓΩΝΙΕΣ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ, ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΜΑΣ».
Το κείμενο αυτό, με χρονολογία 8η Σεπτεμβρίου 1957, αποτελεί μέρος μιας επιστολής των Grupos Αnarchosyndicalistas προς την CNT και FAI-εξορίας με το οποίο κατάγγειλαν την αδιαφορία αυτών των οργανώσεων, να υπερασπιστούν τους φυλακισμένους αναρχικούς και την απουσία τους από τους κοινωνικούς αγώνες μέσα στο έδαφος της Ισπανίας.
Τα δύο γεγονότα που σηματοδοτούν ουσιαστικά το τέλος αυτής της σημαντικότατης περιόδου του απελευθερωτικού κοινωνικού αγώνα στην Ισπανία (1939-1960) είναι ο θάνατος του Σαμπατέ στις 5 Ιανουαρίου 1960 και του Ramon Villa («Caraquemada») από την αστυνομία. Ο «Caraquemada», ήταν ο μόνος επιζών απ’ αυτή τη γενιά των ανταρτών και ο οποίος ανέπτυσσε τη δράση του στο Bergueda. Σκοτώθηκε απόμια περίπολο της εθνοφρουράς τη στιγμή που επιχειρούσε να τοποθετήσει εκρηκτικά σε μια ηλεκτρική εγκατάσταση στο Castellnou de Bages.
Στα τέλη του 1959 ο Σαμπατέ, λίγο πριν φύγει από την Dijon της Γαλλίας, κατορθώνει να φτιάξει μια καινούργια ομάδα. Η ομάδα απαρτίζεται από τους Antonio Miracle Guittard, 29 χρονών, Rogelio Madrigal Torres, 27 χρονών και τον Martin Ruiz Mantoya, 20 χρονών. Έρχονται σε νέα επαφή με την συνομοσπονδιακή οργάνωση στην Τουλούζη, η οποία αρνείται να τους υποστηρίξει στα σχέδια τους. Υιοθετούν το όνομα M.U.R.L.E. (Αντιστασιακό Κίνημα Ενοποίησης και Απελευθέρωσης της Ισπανίας) και προχωρούν στο σχεδιασμό της δράσης τους, χωρίς κανενός είδους υποστήριξη. Ο τελευταίος που ενώθηκε με την ομάδα ήταν ο Francisco Conesa Alcaraz, 38 χρονών. Αυτοί οι πέντε αποφασίζουν να επιστρέψουν στην Ισπανία για να οργανώσουν ένα πυρήνα που θα αποτελέσει το έμβρυο για τις μελλοντικά μαχόμενες ενωμένες ομάδες.
Στις 30 Δεκεμβρίου διασχίζουν τα σύνορα, και την ίδια μέρα η Εθνοφρουρά συγκεντρώνεται στην περιοχή του περάσματος.
Στις 3 Ιανουαρίου 1960 η ομάδα συγκεντρώνεται σ’ ένα κτίριο και δεν έχει παρά μια επιλογή: τη συμπλοκή με την αστυνομία. Ο Conesa σκοτώνεται και ο Σαμπατέ τραυματίζεται στο πόδι. Οι άντρες της M.U.R.L.E. οχυρωμένοι μέσα στο κτίριο δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να παραδοθούν, ούτε αποτελούσαν εύκολη λεία στα χέρια των αστυνομικών.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας ακούγονταν ανταλλαγές πυροβολισμών. Τη στιγμή που επιχειρούσαν να δραπετεύσουν εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι, ο Miracle, ο Madrigal και ο Martin πέφτουν νεκροί. Ο Σαμπατέ, αφού πρώτα σκότωσε τον υπολοχαγό της εθνοφρουράς, κατευθύνθηκε προς τη μεριά των αστυνομικών που είχαν περικυκλώσει το κτίριο φωνάζοντας: «μην πυροβολείτε, είμαι ο υπολοχαγός». Έτσι κατάφερε να διαφύγει μέσα στη νύχτα.
Την άλλη μέρα αναγνωρίστηκαν τα πτώματα των συντρόφων του. Ο Σαμπατέ όμως παρέμενε άφαντος. Κατάφερε να φτάσει μέχρι το σιδηρόδρομο, όπου πήρε ένα τραίνο για τη Βαρκελώνη. Ήξερε ότι το δύσκολο ήταν να περάσει τα σύνορα και ότι η Βαρκελώνη θα του πρόσφερε ένα καταφύγιο κοντά στο Fοrnells. Ανεβαίνει σε μια ατμομηχανή, εκείνη του τραίνου Νο 1104, που ερχόταν από το Port Bou και έπρεπε να φτάσει στη Βαρκελώνη στις 9 το πρωί. Απειλεί το μηχανικό και το μηχανουργό με το όπλο του και τους διατάζει να συνεχίσουν χωρίς στάση στους επόμενους σταθμούς. Ο μηχανουργός του εξηγεί ότι είναι αδύνατον να κάνουν αυτό που τους διατάζει. Στο σταθμό του Empalme, ο Σαμπατέ παίρνει θέση σε μια ηλεκτρική ατμομηχανή, πάντοτε συντροφιά με το μηχανουργό και το μηχανικό. Αυτή η επιχείρηση τραβά την προσοχή του σταθμάρχη, ο οποίος πληροφορεί αμέσως την εθνοφρουρά.
Ο Σαμπατέ καταλαβαίνει ότι οι επόμενοι σταθμοί προς Βαρκελώνη θα επιτηρούνται. Εν τω μεταξύ, το τραύμα του χειροτερεύει. Πριν φτάσειστο σταθμό Sant Celoni, πηδά από το τραίνο. Το Sant Celoni φαινόταν στο βάθος. Βαριανασαίνοντας, εξαντλημένος, κίνησε προς τα εκεί. Στο δρόμο ένας χωρικός έζευε το κάρο του. Τον χαιρέτησε και τον ρώτησε πού θα μπορούσε να πιει κάτι για να καταπραΰνει τον πυρετό του. Ο χωρικός του έδωσε ένα φλασκί με κρασί, που ο Ελ Τσίκο το κατέβασε μονορούφι. Πήγαινε στο χωριό του και ανέβασε και τον Σαμπατέ στο κάρο. Στο Sant Celoni, όπου τον άφησε ο χωρικός, ρώτησε μια ηλικιωμένη γυναίκα, που του φάνηκε έμπιστη, πού θα έβρισκε κάποιο γιατρό. Αυτή του έδωσε τη διεύθυνση του μοναδικού που υπήρχε στο χωριό, στην Κάλε ντε Χοσέ Αντώνιο, αλλά του είπε ότι ήταν πολύ αμφίβολο να τον βρει εκείνη την ώρα. Αν δεν τον έβρισκε, συνέχισε, να πήγαινε στο απέναντι σπίτι όπου έμενε ο σοφέρ του γιατρού, ο οποίος θα μπορούσε να του πει που ήταν και τι ώρα θα γύριζε.
Όπως είχε φανταστεί η γυναίκα, ο γιατρός έλειπε. Ο Ελ Τσίκο σύρθηκε στην άλλη μεριά του δρόμου, να χτυπήσει την πόρτα του σοφέρ στο νούμερο 26, αλλά στον πυρετό του και στη ζάλη του έκανε λάθος. Χτύπησε τη διπλανή, όπου έμενε κάποιος Φρανσίσκο Μπερρεγκουέρ Ρόκα. Αυτός όταν άνοιξε και είδε τον ξένο σε τέτοια χάλια να ρωτάει για το γιατρό, του απάντησε κοφτά ότι είχε χτυπήσει λάθος πόρτα.
«Δεν πειράζει», είπε ο Ελ Τσίκο, περισσότερο πεθαμένος παρά ζωντανός, «βάλε με κάπου να ξαπλώσω λίγο, σε παρακαλώ…». Ο Μπερρεγκουέρ αρνήθηκε και έσπρωξε βίαια από την πόρτα τον πληγωμένο. Ενώ έσπρωχνε, πήρε είδηση το οπλοπολυβόλο που είχε κρυμμένο κάτω απ’ το σακάκι του. Πανικόβλητος, άρπαξε από ένστικτο το όπλο και δεν τον άφηνε να φύγει. Οι δύο άντρες, σπρώχνοντας και φωνάζοντας, άρχισαν να κυλιούνται και να σέρνονται προς τη γωνία των δρόμων Κάλε Χοσέ Αντώνιο και Σάντα Θέκλα.
Στο μεταξύ τα νέα ότι ο Σαμπατέ ίσως βρισκόταν στο Sant Celoni είχαν ήδη φτάσει στη Γκουάρντια Σιβίλ του χωριού, η οποία κάλεσε και τους άντρες της Εθνοφυλακής να έρθουν στο τμήμα για ενισχύσεις. Συμπέραναν από τα στοιχεία που είχαν ότι ο Σαμπατέ, ή τουλάχιστον κάποιος που ταίριαζε με την περιγραφή του, είχε προχωρήσει προς το χωριό κι έτσι στάλθηκαν περίπολοι της Εθνοφυλακής να ερευνήσουν τους δρόμους.
Σε μια από τις περιπόλους ήταν ένας αξιωματικός της Εθνοφυλακής (ο Άμπελ Ρόχα Σανζ, που ήταν επίσης και τοπικός γραμματέας του φαλαγγίτικου CNS (Κεντρικού Εθνικού Συνδικάτου), ο εθνοφύλακας Χοσέ Σιβίνα Μορούλλ και ο λοχίας της Γκουάρντια, Μαρτινέζ Κολλάδο. Αυτοί περνούσαν κοντά στην Κάλε Χοσέ Αντώνιο, όταν άκουσαν τον Μπερρεγκουέρ να φωνάζει βοήθεια. Έτρεξαν, ο Ρόχα από τη μια μεριά κι ο λοχίας με τον Σιβίνα από την άλλη, ώστε να βάλουν το Σαμπατέ στη μέση.
Στην πάλη του να απομακρυνθεί, ο Σαμπατέ, ξοδεύοντας και τις τελευταίες του δυνάμεις, δάγκωσε τον άλλο βαθιά στο χέρι και του έκοψε και ένα δάχτυλο. Την πρώτη σφαίρα έριξε ο Αμπέλ Ρόχα, που, αντί για τον Σαμπατέ, τραυμάτισε άσχημα τον Μπερρεγκουέρ. Αυτό έδωσε στον Ελ Τσίκο τη δυνατότητα να ελευθερωθεί και να πυροβολήσει με το Κόλτ του. Ήταν εξαντλημένος και λαχανιασμένος και δεν είχε ώρα να βγάλει το Τόμσον κάτω απ’ το σακάκι του, αλλά και το πιστόλι του έφτανε για να πετύχει το Ρόχα στο δεξί πόδι, κοντά στο γόνατο. Ο πληγωμένος πολιτοφύλακας όμως, μπόρεσε να απαντήσει ρίχνοντας μια ριπή με το αυτόματο του. Πέτυχε τον Σαμπατέ ταυτόχρονα με το λοχία της Γκουάρντια, που είχε έρθει από πίσω. Η μάχη είχε τελειώσει. Ο Σαμπατέ βρίσκονταν πεσμένος νεκρός.
Οι πολιτοφύλακες δεν παρέλειψαν να γαζώσουν μερικές φορές ακόμα το πτώμα του, που κείτονταν στο πεζοδρόμιο. Η ώρα ήταν 8 και 26 λεπτά. Στη διασταύρωση των δρόμων Mayor και Santa Tecla στο Sant Celoni έπεσε νεκρός ο Francisco Sabate, σφίγγοντας το Thomson του.
Χωρίς να το ξέρει, ο πληροφοριοδότης αξιωματικός έκανε ένα τελευταίο δώρο στο Sabate χαρακτηρίζοντάς τον αντάρτη, μια λέξη που στην Ισπανία σήμαινε με την ευρεία έννοια κάτι σαν «ο υπερασπιστής των καταπιεσμένων».
Έτσι τελείωσε, το πρωί της 5ης Ιανουαρίου 1960, η γεμάτη περιπέτειες ζωή τού 45χρονου Φρανσίσκο Σαμπατέ Λιοπάρτ. Την επόμενη μέρα, οι τίτλοι στις ισπανικές εφημερίδες έγραφαν: «Το τέλος ενός αντάρτη».
Συσπείρωση Αναρχικών
(Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ φ. 20, Δεκέμβριος 2003)