Όπως ήδη έχουμε αναφερθεί [σε προηγούμενο φύλλο της ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ] το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνει την δεκαετία του 1960 συνδέεται με μια σειρά από ανακατατάξεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Όλη αυτή η παγκόσμια κινητικότητα σχετίζεται με τους επαναπροσδιορισμούς των στόχων της κυριαρχίας.
Ως εκ τούτου έχει ιδιαίτερη σημασία αυτή η περίοδος, επειδή μέσα από την ανάλυση και κατανόησή της μπορούμε να αντιληφθούμε πραγματικότητες και καταστάσεις, που έχουν οδηγήσει στις σημερινές συνθήκες. Επειδή, υπάρχει μια αλληλουχία γεγονότων και καταστάσεων, αιτίων και αποτελεσμάτων που είναι δυνατό να εξηγήσει την πορεία της κυριαρχίας, αλλά και τη σημασία των κοινωνικών απελευθερωτικών αγώνων.
Αυτές οι ανακατατάξεις ήταν προϊόντα διεργασιών και ανταγωνισμών μέσα στους κόλπους της παγκόσμιας κυριαρχίας, που όντας διασπασμένη σε δύο βασικά τμήματα, το «δυτικό» και το «ανατολικό», έχει αποδυθεί σε μια έντονη προσπάθεια ελέγχου και αύξησης των ζωνών επιρροής τους στον πλανήτη.
Οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις από τη μια πλευρά και τα στρατιωτικά πραξικοπήματα και οι επεμβάσεις από την άλλη, συνιστούν συνήθεις εκφράσεις αυτής της προσπάθειας, που δεν υπολογίζει κόστος σε ανθρώπους και ακόμα περισσότερο σε μέσα και μεγέθη καταστροφής.
Βασικός συντελεστής και καταλύτης σ’ όλες αυτές τις συνθήκες είναι οπωσδήποτε ο κοινωνικός ανταγωνισμός (στο βαθμό που δε μεταστράφηκε και δεν αξιοποιήθηκε για την επίτευξη των σχεδιασμών της μιας ή της άλλης μερίδας της κυριαρχίας), ο οποίος αδιαμφισβήτητα έπαιξε σε κάθε περίπτωση καθοριστικό ρόλο για τις αποφάσεις και τους ρυθμούς με τους οποίους πραγματοποιήθηκαν οι μετασχηματισμοί σε οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.
Η καταλυτική επίδραση του κοινωνικού ανταγωνισμού είναι που κονιορτοποιεί τις όποιες τεχνικού τύπου αναλύσεις γι’ αυτή την περίοδο (όπως και για κάθε άλλη). Είναι αυτός που αποδιοργανώνει το εξουσιαστικό μοντέλο ανάλυσης του μαρξισμού και με τη δυναμική του αποκαλύπτει την ενότητα των συμφερόντων των διάφορων εξουσιαστικών μερίδων απέναντι στις εξεγερτικές διαθέσεις και πρακτικές των αγωνιζόμενων κομματιών της κοινωνίας, απέναντι στο πάθος και τις προσδοκίες για ελεύθερη ζωή.
Αυτή η ενότητα είναι μια διαρκής κατάσταση, που ισχύει σε κάθε περίπτωση. Ισχύει ακόμα και στις περιπτώσεις που τα διάφορα κομμάτια της εξουσίας βρίσκονται σε διαμάχη μεταξύ τους.
Αυτός ο «απροσδιόριστος» αλλά και τόσο χειροπιαστός (όταν στρέφεται ενάντια στο κράτος και τις εξουσιαστικές επιδιώξεις και δομές) κοινωνικός ανταγωνισμός, είναι που αποδεικνύει πως η δράση της κυριαρχίας δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τις μεμονωμένες στάσεις εξουσιαστών ή πολιτικών σχηματισμών, όπως συνήθως βολεύει να τα παρουσιάζουν οι ειδικοί και οι τεχνικοί της εξουσίας.
Σε αρκετές αναφορές στα γεγονότα που ξέσπασαν τον Ιούλιο του 1965 (που είναι γνωστά ως «Ιουλιανά») γίνεται μνεία σαν να πρόκειται για ένα ξαφνικό ξέσπασμα και μάλιστα σαν προϊόν μιας πολιτικής κρίσης που ξέσπασε ανάμεσα στον Παπανδρέου και το Παλάτι. Στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι τελείως αντίθετα. Όχι μόνο δεν ήταν κάτι το ξαφνικό, αλλά και η πολιτική κρίση ήταν αποτέλεσμα της όξυνσης της κοινωνικής αντίθεσης προς το σύστημα καταπίεσης κι εκμετάλλευσης. Μία όξυνση που δεν προέκυψε μόνο από τις πραγματικές συνθήκες, που είχαν επιβληθεί, αλλά και από το γενικότερο πνεύμα ανυπακοής και αντίστασης στην εξουσία και τις επιλογές της.
Έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία τα επίσημα στοιχεία και οι στατιστικές αυτής της περιόδου γιατί βοηθούν, εν μέρει, στην κατανόηση, από τους νεώτερους σε ηλικία της πραγματικότητας που βίωναν οι καταπιεσμένοι του ελλαδικού χώρου.
Εννοείται πως αυτά τα στοιχεία απέχουν πολύ από τη πραγματικότητα, παρ’ όλα αυτά είναι ενδεικτικά της κατάστασης που υπήρχε στον πληθυσμό. Οι καταγεγραμμένοι άποροι (για το διάστημα 1950 – 1958) σε πολλές περιπτώσεις εγγίζουν τα 4 εκατομμύρια δηλαδή, το μισό περίπου του πληθυσμού. Άνθρωποι στοιβαγμένοι σε μικρά φτωχόσπιτα, με την ανέχεια να τους ακολουθεί σε κάθε τους κίνηση. Οι άνεργοι και οι υποαπασχολούμενοι να ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες. Αυτό σε πραγματικούς αριθμούς αντιστοιχούσε με το 25% του ικανού για εργασία πληθυσμού στα βιομηχανικά – αστικά κέντρα και την ύπαιθρο. Όλη αυτή η ανέχεια και η πανταχού παρούσα καταπίεση ευνοούσε την μετανάστευση. Χαρακτηριστικό πάντως είναι πως στο διάστημα 1960 – 1965 στην Ελλάδα, υπήρχε η μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη σ’ όλη την ΕΟΚ, την ίδια στιγμή που οι μόνιμοι μετανάστες έσπαζαν ρεκόρ το 1965 φτάνοντας τους 117.167! Ενώ αυτή η κατάσταση διευκόλυνε τους εκμεταλλευτές να συσσωρεύουν πλούτη στην ουσία δεν άμβλυνε την κοινωνική ένταση, συνολικά.
Η κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο κόσμος των καταπιεσμένων, μετά το 1949, χαρακτηρίζεται από τις πλέον έντονες αντιθέσεις, που περιλαμβάνουν το ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό πεδίο.
Οι «νικητές» έχουν μετατρέψει τον ελλαδικό χώρο σε ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης απαιτώντας υποταγή και συμπόρευση, χωρίς όμως ο κρατικός και ιδεολογικοπολιτικός τους εξοπλισμός να διαθέτει εκείνους τους «ευέλικτους» τρόπους για αφομοίωση ανθρώπων, κάτι που μπόρεσε να τεθεί σε εφαρμογή δύο δεκαετίες αργότερα.
Όπως είναι επόμενο, εκεί όπου λείπει η ικανότητα ήπιας καταστολής αναπληρώνεται από την ωμή βία. Οι εξουσιαστές δεν μπορούσαν να μεταδώσουν τη γλώσσα τους στην κοινωνία των καταπιεσμένων κι εκμεταλλευόμενων ή τουλάχιστον σ’ ένα μέρος της. Από την άλλη, ο κόσμος επέμενε να μιλά τη δική του…
Αυτή τη γλώσσα δεν μπόρεσαν να αλλοιώσουν οι εθνικιστικές και πατριωτικές κινητοποιήσεις της δεκαετίας του 1950, σχετικά με τα γεγονότα στην Κύπρο. Εδώ έχουμε πραγματικά μια διαφορετική γλώσσα αφού ακόμα κι αυτές οι δραστηριοποιήσεις αλλιώς εννοούνταν από τους κυρίαρχους κι αλλιώς από τον κόσμο, που τις έβλεπε πάντα σαν έναν τρόπο εναντίωσης στους εξουσιαστές του.
Άλλωστε, στην ατμόσφαιρα υπήρχε ακόμη διάχυτη η μυρωδιά από τις εκρήξεις των αγγλικών βομβών και η μπόχα από τα καύσιμα των αρμάτων τους. Αυτές οι κινητοποιήσεις ήταν για πολλούς μια ευκαιρία να ξεθαρρέψουν και να παρακινήσουν σε δράση τούς υπόλοιπους, που υπέμεναν κι αυτοί την καταπίεση περιμένοντας τον νέο ξεσηκωμό. Γιατί η «μετάφραση» των γεγονότων του 1944 – 1949 από τον κόσμο δεν συμπεριλάμβανε την λέξη υποταγή.
Αυτή η κοινωνική διάθεση και δυναμική είναι που δεν αναγνώρισε τις ήττες του πρώτου και του δεύτερου αντάρτικου. Ο κόσμος μπορεί να αναγνωρίσει τα αποτελέσματα των ενεργειών που πηγάζουν μέσα από την κοινωνική διεργασία και να τα ξεχωρίσει από εκείνα που προέρχονται από εξαναγκαστικές και απατηλές κινήσεις, όσων εκμεταλλεύονται τις διαθέσεις και τις επιθυμίες του. Αυτές οι κινήσεις όσο κι αν οδηγούν σε «ήττες», από την στιγμή που δεν κατοχυρώνονται σαν τέτοιες στην συνείδηση του κόσμου, δεν είναι ικανές να φέρουν τα επιδιωκόμενα, για τους εξουσιαστές, αποτελέσματα.
Οι νωπές μνήμες μιας ατελέσφορης σύγκρουσης με την εξουσία δεν μπορούσαν να σβήσουν την αντίθεση προς τους εξουσιαστές. Η αίσθηση πως η κοινωνική επανάσταση θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα απλωνόταν στην ατμόσφαιρα και έκανε το κράτος να ενισχύει το προπαγανδιστικό και κατασταλτικό του έργο.
Σ’ ένα τέτοιο κλίμα είναι επόμενο να υπάρξει αυτό που χαρακτηρίζεται ως «ανασύνταξη των κοινωνικών δυνάμεων» και μάλιστα με τρόπο αναπάντεχο για τους εξουσιαστές της δεξιάς και της αριστεράς.
Εδώ θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας πως η κοινωνική κατάσταση μετά την ήττα του δεύτερου αντάρτικου δεν μετρά με όρους που θα μπορούσαν να αντιστοιχίσουν σε παρόμοιες καταστάσεις που έχουν ισχύσει σε άλλες χώρες. Πράγματι, είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς το πόσο η κοινωνική δυναμική μπόρεσε μέσα από μια «ήττα» να ανορθώσει τόσο γρήγορα το ανάστημά της. Ακόμα και οι πλέον ειδικοί αναλυτές (όσοι τουλάχιστον ασχολήθηκαν με αυτή την περίοδο) δεν μπορούν να δώσουν μια πειστική απάντηση για το πώς μέσα σε 8 χρόνια ένα μέρος της κοινωνίας μπόρεσε να δώσει μια τόσο υψηλή κοινοβουλευτική δύναμη στην ΕΔΑ όπως αυτή του 24,4% των ψήφων και να την μετατρέψει από τη μια μέρα στην άλλη σε αξιωματική αντιπολίτευση.
Το πλέον σημαντικό σημείο και έκφραση αυτής της κοινωνικής δυναμικής αποτέλεσε η απεργία των οικοδόμων τη 1 Δεκέμβρη του 1960. Οι συγκρούσεις με τους μπάτσους και τις μηχανοκίνητες δυνάμεις της χωροφυλακής είναι το προανάκρουσμα των όσων πρόκειται να ακολουθήσουν.
Αυτό ακριβώς ήταν και το μήνυμα που έλαβαν οι πολιτικοί και συγκρότησαν το 1961 την Ένωση Κέντρου, ένα συνασπισμό μικρών κομμάτων με τον Γ. Παπανδρέου. Η ανάδειξη του σε πρώτο κόμμα, τρία χρόνια μετά, με την ανοιχτή υποστήριξη από την ΕΔΑ, ήταν ο προάγγελος αλλαγών που θα επιχειρούσαν να λειτουργήσουν αφομοιωτικά προς τον χώρο των καταπιεσμένων.
Ο κεντρικός αυτός στόχος συνδεόταν με τον έλεγχο του στρατού, ο οποίος αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για το σύνολο των υποθέσεων της κυριαρχίας. Η διατήρηση ελέγχου του στρατό από τη πολιτική και οικονομική εξουσία, που εκφραζόταν μέσα από το στέμμα με την παράλληλη διαχείριση από μία κεντρώα κυβέρνηση, που είχε τη στήριξη της αριστεράς ήταν το σχέδιο το οποίο αποδέχθηκε εξ αρχής ο Παπανδρέου.
Ήταν μια συνθήκη για τη διατήρηση μιας ισορροπίας που θα προσπαθούσε να επιβάλλει την θέλησή της και να κατευνάσει την κοινωνική ένταση που εγκυμονούσε καταστροφικό σεισμό. Η μετέπειτα υπαναχώρηση και η πολιτική κρίση είναι βέβαιο πως είχε σχέση με την διατήρηση ή ανατροπή ισορροπιών, που είχαν σχέση με όσα προαναφέραμε τόσο για το εσωτερικό του ελλαδικού χώρου όσο και ευρύτερα.
Ουσιαστικά και κυριολεκτικά τα Ιουλιανά εντασσόμενα μέσα στο Ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλέγμα σχέσεων και κινητοποιήσεων αποτελούν προάγγελο κι όχι συνέχεια των κινητοποιήσεων του 1968. Οι όποιες ομοιότητες έρχονται να παραμεριστούν από τις μεγάλες και έντονες διαφορές. Αυτό που, για πολλούς, εκφράζεται σαν «ιδιαιτερότητα» των ανθρώπων και των συνθηκών του ελλαδικού χώρου.
Γι’ αυτό και δεν μπορούν αυτές να ενταχθούν σε μια μηχανιστική και γραμμική θέση σε σχέση με την Ευρώπη. Οι λογικές που υποστηρίζουν πως ανάλογα με την οικονομική κατάσταση και την βιομηχανική ανάπτυξη εξελίσσονται και οι κοινωνικές συγκρούσεις είναι μια καθαρά ιεραρχική και εξουσιαστική αντιμετώπιση της πραγματικότητας που ισχύει και υπάρχει σε διάφορες περιοχές και κοινωνίες. Σε μια τέτοια λογική εντάσσεται και η άποψη πως οι εξεγέρσεις στον ελλαδικό χώρο ακολουθούν εκείνες που ξεσπούν στις αναπτυγμένες χώρες. Αυτή η εκδοχή δεν ισχύει σε καμία περίπτωση σε σχέση με τα Ιουλιανά.
Δεν ήταν μια επανάσταση, είχε, όμως, τα χαρακτηριστικά μιας παρατεταμένης εξεγερτικής πραγματικότητας, που οδηγούσε αναπόφευκτα σε επαναστατικές καταστάσεις. Άλλωστε, τετρακόσιες μεγάλες συγκεντρώσεις για το διάστημα από 15 Ιουλίου έως 25 Αυγούστου 1965 (10 πολυπληθείς συγκεντρώσεις την ημέρα) είναι κάτι το ανεπανάληπτο για τα ελλαδικά δεδομένα. Η Γενική Απεργία της 27ης Ιούλη έκανε το κράτος να κατανοήσει, για μια ακόμη φορά, πως ο αυθορμητισμός του κόσμου και η οργάνωση στη δράση (οι κοινωνικές συνθέσεις) είναι σαφώς πιο επικίνδυνα από οργανωμένα κινήματα.
«Ο λαός (…) αντέδρασε με μια εξέγερση που πήρε, σε ορισμένες ώρες, ένα χαρακτήρα σχεδόν πάνδημο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις. Για να μειωθεί η εντύπωση, ειπώθηκαν λόγια σκληρά και επικίνδυνα. Ο λαός ονομάστηκε «όχλος» κι οι Έλληνες πολίτες – οι φοιτητές, οι εργάτες, οι γεωργοί, οι άνθρωποι των γραφείων, οι τραυματίες των πολέμων – ονομάστηκαν «αλήτες». Οι άρχοντες μας δεν έχουν ζυγίσει καλά τη σημασία των λέξεων όταν εκφράζονται για τους αρχόμενους. Ειπώθηκε ακόμα, σ’ όλους τους τόνους, πως γίνεται στην Ελλάδα «Λαϊκό Μέτωπο», επειδή στις εκδηλώσεις έλαβε μέρος κι η Άκρα Αριστερά. Όταν όμως ξεσηκώνονται τα τρία τέταρτα τουλάχιστο του πληθυσμού, αυτό δε λέγεται πια ούτε «Λαϊκό» ούτε άλλου είδους «Μέτωπο». Αυτό λέγεται: το Έθνος. Γιατί αν τα τρία τέταρτα των Ελλήνων δεν είναι το Έθνος, τότε ποιος είναι;» (Θεοτοκάς 1966, «Που πάμε;», 8 Σεπτεμβρίου 1965)
Τα παραπάνω δεν είναι κρίσεις και απόψεις κάποιου επαναστάτη μαρξιστή, αλλά ενός αστού διανοούμενου. Την ίδια στιγμή, οι αριστεροί και οι κομμουνιστές εξουσιαστές ετοίμαζαν την ταφόπλακα αυτής της μεγάλης εξέγερσης.
Τέθηκε σε εφαρμογή μια πολύπλευρη διαδικασία ούτως ώστε να υποταχτεί ο κόσμος και να εγκαταλείψει τους δρόμους. Βασικό μέρος ήταν η τεχνική της διάσπασης σε μικρές απεργιακές κινητοποιήσεις, που λειτούργησαν σαν μέσο διάλυσης της κοινωνικής σύνθεσης, που εκδηλώθηκε από τον Ιούλιο μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 1965. Το στοιχείο της οργάνωσης τελικά χρησιμοποιήθηκε από τους αριστερούς σαν μέσο καταστολής των αυθόρμητων και δυναμικών κινητοποιήσεων όλων αυτών των ημερών. Είναι χαρακτηριστικό πως το 1966 οι απεργίες στον ελλαδικό χώρο είναι πρώτες σ’ όλη την Ευρώπη (250% στο σύνολο της ΕΟΚ) και εγγίζουν το διπλάσιο αριθμό των απεργιών σε σχέση με αυτές που πραγματοποιήθηκαν το 1965. Από την άλλη, οι συγκεντρώσεις περιορίστηκαν σε γήπεδα και θέατρα και επιστρατεύτηκαν οι πολιτικοί μηχανισμοί για να αναλάβουν τη διαχείριση της κατάστασης και να απομονώσουν, να διαχωρίσουν και να καταγγείλουν αυτούς που, από τότε, δεν έχουν πάψει να αποκαλούν «ύποπτα στοιχεία» και προβοκάτορες. Κι όλα αυτά συνοδεύτηκαν από μια έντονη εκστρατεία εφησυχασμού των καταπιεσμένων κι εκμεταλλευόμενων ανθρώπων.
Σ’ αυτό το πνεύμα, εντάσσεται και το πρωτοσέλιδο της ΑΥΓΗΣ της 21ης Απριλίου 1967 που βεβαίωνε πως δεν πρόκειται να γίνει δικτατορία!!!
Πως θα μπορούσαν, αυτοί που οδήγησαν μια ολόκληρη επαναστατική κοινωνική διεργασία στην στρατιωτική αποτυχία, να παραδεχτούν πως όλα όσα προκάλεσαν δεν έφεραν τα επιθυμητά για τους κυρίαρχους αποτελέσματα;
Πως θα μπορούσαν να παραδεχθούν πως ο σκοπός τους δεν ήταν η κοινωνική απελευθέρωση, αλλά ο έλεγχος και η εξάλειψη της επαναστατικής κι αντιεξουσιαστικής διάθεσης των ανθρώπων;
Οι πράξεις είναι πάντοτε ο καθρέπτης των προθέσεων και των σκοπών. Οι σφαγές των διαφωνούντων είναι τρανές αποδείξεις του τρόμου και του πανικού τους μπροστά στον ανυπότακτο κόσμο.
Έτσι, σε όλες τις μετέπειτα γενιές εκείνο που καθιερώθηκε ήταν η πάντοτε βολική για τους αριστερούς και του κομμουνιστές εξήγηση με αστυνομικούς όρους αυτών των συνταρακτικών γεγονότων. Πως δήθεν τα επεισόδια, που ξέσπασαν κατά τη διάρκεια των 70 και πλέον ημερών με διαδηλώσεις και πορείες, αποτελούσαν έργο προβοκατόρων και πως υπήρχε «σχέδιο ανωμαλίας» για την επιβολή της δικτατορίας.
Μακριά απ’ όλους αυτούς τα Ιουλιανά παραμένουν ένα σημαντικό σημείο κοινωνικής εξέγερσης τόσο για τα ελλαδικά δεδομένα όσο και για την παγκόσμια συγκυρία που εκδηλώθηκαν. Προηγήθηκαν κατά πολύ και αλυσοδέθηκαν χωρίς να νικηθούν.
Κι αυτό το τελευταίο έχει μεγάλη σημασία για τα περαιτέρω.
ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΙΚΟ
Φεβρουάριος 1964. Η Ένωση Κέντρου κερδίζει τις εκλογές με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ιστορία των ελληνικών εκλογών (52,72%) και ο Γ. Παπανδρέου σχηματίζει για πρώτη φορά αυτοδύναμη κυβέρνηση με 171 βουλευτές.
Στα μέσα Μαΐου του 1965 μετά από αναφορά του Γρίβα, έρχεται στο προσκήνιο η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ («Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα, Ιδανικά, Δημοκρατίαν, Αξιοκρατίαν») μία μυστική οργάνωση μέσα στο στρατό στην οποία ενέχεται ο Ανδρέας Παπαντρέου ως καθοδηγητής. Ο βασιλιάς ζητά από τον Γ. Παπανδρέου να παραπέμψει την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» στο στρατοδικείο. Αυτός υπακούει στη βασιλική εντολή και αντεπιτίθεται παραπέμποντας και την υπόθεση «Περικλής» που αφορούσε την ανάμειξη του Στρατού στις εκλογές του 1961. Η δίκη για τον «ΑΣΠΙΔΑ» ξεκίνησε το 1966 και από τις 30 Ιανουαρίου 1967 διεξαγόταν κεκλεισμένων των θυρών. Συνήγορος υπεράσπισης στην δίκη ήταν ο Νικηφόρος Μανδηλαράς, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους πραξικοπηματίες του 1967. Το βέβαιο είναι πως αυτή η οργάνωση υπήρξε, ανεξάρτητα από την εμβέλεια που είχε ή της αποδόθηκε.
9 Ιουνίου. Αποκαλύπτεται «δολιοφθορά» σε μονάδα στον Έβρο, διοικητής της οποίας είναι ο μετέπειτα δικτάτορας Παπαδόπουλος.
Ο βασιλιάς αρνείται να υπογράψει τα σχετικά διατάγματα, αποπομπής του υπουργού Αμύνης Π. Γαρουφαλιά, παρά το ότι διαγράφηκε από την Ε.Κ. Εν συνεχεία, ο Γ. Παπανδρέου προτείνει να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Άμυνας αντί του Αντρέα Παπανδρέου, που ήταν η αρχική του πρόταση. Μεταξύ 8-14 Ιουλίου ανταλλάσσονται πέντε οξύτατες επιστολές μεταξύ του Κωνσταντίνου και του Παπανδρέου, σχετικά με την υπογραφή του διατάγματος για την αντικατάσταση του Γαρουφαλιά. Τελικά, ο Παπανδρέου παραιτείται και κηρύσσει τον Νέο Ανένδοτο.
15 Ιουλίου. Ορκίζεται κυβέρνηση με τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα και την υποστήριξη 25 βουλευτών που αποσχίσθηκαν από την Ένωση Κέντρου.
Από την ημέρα αυτή και για περισσότερο από δύο μήνες ο κοινωνικός χώρος δονείται από τις συγκεντρώσεις, τις πορείες , τις διαδηλώσεις τις συγκρούσεις και τα πύρινα οδοφράγματα. Ο κόσμος βρίσκεται καθημερινά στους δρόμους. Η μεγαλύτερη αυθόρμητη και δυναμική κινητοποίηση των καταπιεσμένων από την εποχή του εμφυλίου προκαλεί φόβο στους κρατούντες που κινούνται πλέον με σταθερά βήματα στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Χρειάζεται, βέβαια, να προηγηθεί η χειραγώγηση και η σιωπηλή συναίνεση των πολιτικών κομμάτων για την επιβολή του στρατιωτικού πραξικοπήματος.
19 Ιουλίου. Πραγματοποιείται τεράστια συγκέντρωση κόσμου (περισσότεροι από 100.000), που εκτείνεται από τη Λ. Αλεξάνδρας ως το κέντρο της Αθήνας, με αφορμή την κάθοδο του Παπανδρέου από το Καστρί.
21 Ιουλίου. Στη διάρκεια μιας από τις μεγάλες διαδηλώσεις εκείνων των ημερών, με τη συμμετοχή περισσότερων από 10.000 ανθρώπων ξεσπούν συγκρούσεις. Στις 10:00 το βράδυ, στη συμβολή των οδών Σταδίου και Χρήστου Λαδά, συλλαμβάνεται χτυπημένος από τους μπάτσους, ο φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής, Σωτήρης Πέτρουλας. Η πρώτη καταγραφή του χτυπημένου Πέτρουλα αναφέρεται στις 03:00 το πρωί της 22ας Ιουλίου στο Σταθμό Α’ Βοηθειών στην Γ’ Σεπτεμβρίου, όπου και διαπιστώνεται ο θάνατός του.
22 Ιουλίου. Γίνεται η Κηδεία του δολοφονημένου φοιτητή με την συμμετοχή περισσότερων από εκατό χιλιάδων.
27 Ιουλίου. Συνεχίζονται οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις στους δρόμους.
4 Αυγούστου. Γίνεται ψηφοφορία στη βουλή. Η κυβέρνηση των «αποστατών» δεν παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης.
Μετά την παραίτηση Νόβα ο βασιλιάς δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Στέφανο Στεφανόπουλο. Αυτός σε συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ε. Κ. στις 9 Αυγούστου του 1965 δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς την έγκριση του κόμματος. Σε ψηφοφορία που ακολούθησε από τους 139 παρόντες βουλευτές οι 113 ψήφισαν ότι μόνο κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου θα στήριζαν. Έτσι ο Στεφανόπουλος την άλλη μέρα κατέθεσε την εντολή στον βασιλιά χωρίς να σχηματίσει κυβέρνηση.
18 Αυγούστου. Την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης παίρνει ο Ηλίας Τσιριμώκος και η νέα κυβέρνηση ορκίζεται δύο μέρες αργότερα.
20 Αυγούστου. Συνεχίζονται οι ταραχές και οι συγκρούσεις στους δρόμους. Μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης Τσιριμώκου, βίαιες συγκρούσεις ξεσπούν στο κέντρο της Αθήνας. Στήνονται πύρινα οδοφράγματα και οι διαδηλωτές συγκρούονται με τις δυνάμεις των μπάτσων. Πραγματοποιούνται δεκάδες συλλήψεις.
29 Αυγούστου. Γίνεται ψηφοφορία στη βουλή και η κυβέρνηση Τσιριμώκου καταψηφίζεται.
17 Σεπτεμβρίου 1965. Ορκίζεται πρωθυπουργός ο Στέφανος Στεφανόπουλος, έχοντας ήδη εξασφαλίσει τη στήριξη της ΕΡΕ, του κόμματος των Προοδευτικών του Μαρκεζίνη και ορισμένων βουλευτών της Ε.Κ.
24 Σεπτεμβρίου. Με 152 ψήφους υπέρ και 148 κατά, η τελευταία κυβέρνηση των «αποστατών» παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης.
Η. Α.
(Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 74, Ιούλιος – Αύγουστος 2008)